Η δισκοβολία είναι ένα κλασικό αγώνισμα στίβου των Ολυμπιάδων. Πρόκειται για ένα από τα 12 αγωνίσματα του στίβου που βρίσκονται συνεχώς στο πρόγραμμα των αγώνων από την Α΄ Ολυμπιάδα του 1896 της Αθήνας.[1]
Το αντίστοιχο γυναικείο αγώνισμα μπήκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα το 1928, στην πρώτη γυναικεία Ολυμπιάδα στίβου του Άμστερνταμ.[2]
Στους Μεσοολυμπιακούς του 1906 στην Αθήνα και στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου το 1908 διεξήχθη το παραπλήσιο αγώνισμα της ελληνικής δισκοβολίας, το οποίο στη συνέχεια αποσύρθηκε από το ολυμπιακό πρόγραμμα. Επίσης, Το 1912 στη Στοκχόλμη δοκιμάστηκε και η δισκοβολία με δύο χέρια αλλά το πείραμα δεν επαναλήφθηκε.
Μέχρι το 1968 στα χρυσά μετάλλια κυριαρχούσαν οι αθλητές των ΗΠΑ με εξαίρεση την περίοδο του μεσοπολέμου που επικρατούσαν οι Φινλανδοί. Στη συνέχεια κατά κανόνα επικρατούν Ευρωπαίοι ρίπτες.[3] Στις γυναίκες κυριαρχούν οι αθλήτριες της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης γενικότερα.[4]
Μεγάλη φυσιογνωμία του αθλήματος και γενικότερα των Ολυμπιάδων υπήρξε ο Αμερικανός Αλ Έρτερ με τέσσερα συνεχόμενα χρυσά μετάλλια (1956, 1960, 1964 και 1968).[5] Δύο χρυσά είχε κατακτήσει κι ο Αμερικανός Μάρτιν Σέρινταν (1904, 1908), ο οποίος είχε άλλα δύο χρυσά (δισκοβολία, σφαιροβολία) κι ένα ασημένιο (λιθοβολία) στους Μεσοολυμπιακούς του 1906. Επίσης, δύο χρυσά έχει ο Κλάρενς Χάουζερ (1924, 1928), που είχε κατακτήσει και ένα χρυσό στη σφαιροβολία (1924) και ο Βιργίλιους Αλέκνα (2000, 2004) από τη Λιθουανία.[1]
Στις γυναίκες δύο χρυσά κατέκτησε η Έβελιν Σλάακ-Γιαλ (1976, 1980) από την Ανατολική Γερμανία.[2]
Η Ελλάδα πήρε ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο μετάλλιο στην Α΄ Ολυμπιάδα. Τα κατέκτησαν οι Παναγιώτης Παρασκευόπουλος και Σωτήριος Βέρσης αντίστοιχα. Ένα ακόμα χάλκινο κατέκτησε ο Νικόλαος Γεωργαντάς το 1904 στο Σεντ Λούις των ΗΠΑ. Στις γυναίκες δυο ασημένια έχει κατακτήσει η Τασούλα Κελεσίδου (2000, 2004).[6]