Συντεταγμένες: 37°19′59.83″N 23°19′27.82″E / 37.3332861°N 23.3243944°E
![]() Άποψη του νησιού | |
Γεωγραφία | |
---|---|
Αρχιπέλαγος | Αιγαίο Πέλαγος |
Νησιωτικό σύμπλεγμα | Νησιά Αργοσαρωνικού |
Έκταση | 13,537 km² |
Υψόμετρο | 293 μ |
Υψηλότερη κορυφή | - |
Χώρα | |
Περιφέρεια | Αττικής |
Περιφερειακή Ενότητα | Νήσων |
Δήμος | Ύδρας |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 15 (απογραφής 2021) |
![]() |
Ο Δοκός είναι μικρό νησί του Αργοσαρωνικού, ανήκει στο νησί της Ύδρας, και βρίσκεται απέναντι από την Ερμιόνη, κοντά στην Αργολίδα. Στο στενό ανάμεσα Ύδρας, Ερμιόνης και Σπετσών.
Η Δοκός είναι ένα νησί κατάφυτο κυρίως από ελιές. Η Δοκός κατοικούνταν από την εποχή του χαλκού και λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων ολόκληρο το νησί έχει ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Στα νερά γύρω από το νησί έχει εντοπιστεί το αρχαιότερο καταγεγραμμένο ναυάγιο σε ολόκληρο τον κόσμο. Μπορεί το νησί να κατοικούνταν από την αρχαιότητα σήμερα όμως σχεδόν δεν κατοικείται, σταδιακά μαράζωσε. Πριν δεκαετίες στο νησί κατοικούσαν αρκετές οικογένειες κυρίως βοσκών και ψαράδων. Η Δοκός λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων έχει κηρυχθεί αδόμητη ζώνη, κανείς δεν μπορεί να χτίσει και να εγκατασταθεί στο νησί. Τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω των πεντακάθαρων νερών που υπάρχουν γύρω από το νησί είναι δημοφιλής προορισμός για σκάφη και για ημερήσιες εκδρομές.
Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Απεροπία, λόγω της άπειρης θέας που της προσφέρει η στρατηγική της θέση, με αυτό το όνομα αναφέρεται και από τον Παυσανία.[1] Το Δοκός, το απέκτησε κατά τη Βυζαντινή περίοδο καθώς αποτελεί πέρασμα για την Ύδρα αλλά και για την Ερμιόνη, για τη δεύτερη μέσω του Βούπορθμου, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα η σημερινή χερσόνησος Μουζάκι στην ηπειρωτική πλευρά του περάσματος. Είναι ένα από τα λίγα ελληνικά νησιά γένους αρσενικού.
Το νησί είναι ορεινό, βραχώδες, με μέγιστο υψόμετρο 308 μέτρα και ανέκαθεν αποτελούσε ένα καλά κρυμμένο στρατηγικό σημείο. Στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν τα ερείπια ενός μεγάλου βυζαντινού-ενετικού κάστρου. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821 χρησιμοποιήθηκε από τον στόλο της Ύδρας σαν χειμερινό αγκυροβόλιο. Σχεδόν σε όλη την έκταση του υπάρχουν ελαιόδεντρα.
Ο Δοκός σύμφωνα με την απογραφή 2021 έχει 18 κατοίκους[2] . Ωστόσο με μια απλή επίσκεψη στο νησί οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου πλην του καλοκαιριού θα παρατηρήσει ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι. Οι απογραφές πληθυσμού μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είναι:
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1951 | 36[3] |
1961 | 28[4] |
1971 | 7[5] |
1981 | 9[6] |
1991 | 8[7] |
2001 | 43[8] |
2011 | 18[9] |
Το νησί σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες είχε κατοικηθεί από την εποχή του χαλκού, πριν 6.000 χρόνια. Λείψανα της εποχής εκείνης βρέθηκαν κατά μήκος όλης της παραλίας. Η πρωιμότατη κατοίκηση του Δοκού, τεκμαίρεται από την ίδρυση δύο μόνιμων εγκαταστάσεων της Πρωτοελλαδικής II περιόδου (2800 - 2300 π.Χ.) στη βόρεια ακτή της νήσου, επάνω στο Ακρωτήριο Μύτη Κομμένη και στη θέση Λέδεζα, ερμηνεύεται στο πλαίσιο της έντονης ναυτικής δραστηριότητας των φορέων του πρωτοελλαδικού πολιτισμού και της μεγάλης ακμής του θαλάσσιου εμπορίου, στον χώρο του Αργοσαρωνικού και στο Μυρτώο πέλαγος, κατά το β΄ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ.[10] Το 1975 βρέθηκε κοντά στην ακτή το αρχαιότερο γνωστό ναυάγιο, χρονολογημένο μεταξύ 2500 - 2000 π.Χ.[11] Το ναυάγιο αυτό συνιστά απτή μαρτυρία μείζονος σημασίας για την άσκηση ναυτιλίας στην ευρύτερη περιοχή. Εντοπισμένο σε μικρή απόσταση από τη νότια βραχώδη ακτή του Ακρωτηρίου Κομμένη, μεγάλο μέρος του οποίου ανελκύσθηκε και μελετήθηκε από το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών κατά τα έτη 1989-92. Επάνω στο ίδιο ακρωτήριο, πολύ αργότερα, κατά τους ύστερους μυκηναϊκούς χρόνους, ακμάζει ένας οχυρωμένος οικισμός σημαντικής έκτασης, ενώ στη γειτονική Λέδεζα αναγνωρίζεται η ύπαρξη ισχυρού Μυκηναϊκού περιβόλου, προορισμένου για την προστασία πηγής νερού και για τη συγκέντρωση των κοπαδιών.[12]
Στα μέσα του 7ου αιώνα, επάνω σε υψηλό οχυρό λόφο, συγκροτείται καστροπολιτεία, στη βορειοανατολική πλευρά του Όρμου Σκίντου. Φαίνεται ότι δημιουργήθηκε από φυγάδες, προερχόμενους από τις γύρω περιοχές και υπολογίζεται ότι καταστράφηκε από τους Άραβες το φθινόπωρο του 673. Στη διάρκεια των αιώνων και μέχρι σήμερα ο Δοκός υπήρξε τόπος μόνιμης διαμονής βοσκών και αλιέων, αλλά και λατόμων.[13]