Ο δρουγγάριος, λατιν.: drungarius, ήταν στρατιωτικός βαθμός της ύστερης ρωμαϊκής και βυζαντινής Αυτοκρατορίας, υποδηλώνοντας τον διοικητή ενός σχηματισμού γνωστού ως δρούγγος.
Οι λατινόφωνοι υιοθέτησαν τη λέξη drungus -που επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά στις αρχές τού 4ου αι.- είτε από τη γαλατική είτε από μία γερμανική γλώσσα . Στα τέλη του 6ου αι., ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (βασ. 582–602) στο Στρατηγικόν του χρησιμοποίησε τον δρούγγο για να αναφερθεί σε μία συγκεκριμένη τακτική ανάπτυξη, συνήθως ιππικού, αν και με τη γενική έννοια της «ομαδοποίησης, μοίρας».
Ο όρος δρουγγάριος δεν τεκμηριώνεται πριν από τις αρχές τού 7ου αι., αλλά μπορεί να είχε χρησιμοποιηθεί ως άτυπος ή ανεπίσημος προσδιορισμός πριν από αυτή την ημερομηνία. Το αξίωμα και η αντίστοιχη μονάδα φαίνεται ότι αρχικά αναφέρονταν σε ad hoc ρυθμίσεις, αλλά κατά τις αρχές τού 7ου αι. αυτές επισημοποιήθηκαν, όπως και μεγάλο μέρος της δομής βαθμών τού ανατολικού ρωμαϊκού στρατού.[1]
Στο νέο στρατιωτικό-διοικητικό σύστημα θεμάτων, κάθε μεγάλο τμήμα, που ονομαζόταν θέμα, χωρίστηκε περαιτέρω σε τούρμες. Κάθε τούρμα χωριζόταν σε μοίρες ή δρούγγους. Τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνταν από αρκετά βάνδα. Έτσι, κάθε μοίρα ή δρούγγος ήταν το ανάλογο ενός σύγχρονου συντάγματος ή ταξιαρχίας, αρχικά περίπου 1000 ανδρών (και ως εκ τούτου αναφέρεται και ως χιλιαρχία ), αν και μερικές φορές μπορούσε να φτάσει τους 3000 άνδρες. Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (βασ. 886–912) καταγράφεται ότι ίδρυσε δρούγγκους μόνο 400 ανδρών για τα νέα μικρότερα θέματα.[2]
Ο βαθμός τού δρουγγάριου ήταν ένας από τους χαμηλότερους στρατιωτικούς βαθμούς, που έφερε έναν συνοδευτικό αυλικό τίτλο, που κυμαινόταν από ύπατoς έως βεστήτωρ.[2]
Ο διοικητής τού επίλεκτου συντάγματος της Βίγλας (ένα από τα τάγματα) έφερε τον βαθμό τού δρουγγάριου της Βίγλης. Η πρώτη αναφορά αυτού τού αξιώματος γίνεται το 791. [3] Το σύνταγμα της Βίγλας ήταν υπεύθυνο για τη φύλαξη τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα στην εκστρατεία. Η στενή γειτνίαση με τον βυζαντινό Αυτοκράτορα έκανε το αξίωμα εξαιρετικά σημαντικό και τον 10ο και 11ο αι. το κατείχαν πολλές κορυφαίες αριστοκρατικές οικογένειες. [3]
Μετά το 1030 περίπου, το αξίωμα αυτό ανέλαβε και σημαντικές δικαστικές αρμοδιότητες, αφού ο κάτοχός του έγινε πρόεδρος της αυτοκρατορικής Αυλής τού Βήλου, που στεγαζόταν στον «Σκεπαστό Ιππόδρομο» δίπλα στο αυτοκρατορικό παλάτι, με την ιδιότητα τού οποίου επέζησε μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [3] [4] Το πρόθεμα μέγας προστέθηκε στον τίτλο, αντανακλώντας το γεγονός ότι στην περίοδο των Κομνηνών, οι κάτοχοί του, άνδρες όπως ο Ανδρόνικος Καματηρός, ήταν μεταξύ των ανώτερων βοηθών τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα.[4]
Ο βαθμός τού δρουγγάριου χρησιμοποιήθηκε επίσης στο βυζαντινό ναυτικό για τον ορισμό των ναυάρχων του. Ο δρουγγάριος τού [βασιλικού] Πλωΐμου ήταν ο διοικητής τού κεντρικού αυτοκρατορικού Στόλου, με έδρα την Κωνσταντινούπολη και γύρω από αυτήν.
Οι επαρχιακοί («θεματικοί») στόλοι διοικούνταν επίσης από έναν δρουγγάριο (αν και αργότερα αντικαταστάθηκε από τον υψηλότερο βαθμό τού στρατηγού), στον τίτλο τού οποίου προστέθηκε το όνομα τού θέματος υπό τη διοίκησή του, π.χ. δρουγγάριος τῶν Κιβυρραιωτῶν, ένας από τους υφιστάμενους ναύαρχους τού θέματος των Κιβυρραιωτών). Η θέση τού δρουγγάριου τού πλωίμου εμφανίζεται για πρώτη φορά στο λεγόμενο Τακτικόν Ουσπένσκυ τού 842 περίπου και η ακριβής ημερομηνία ίδρυσής του είναι ασαφής. [3]
Ο δρουγγάριος του Αυτοκρατορικού Στόλου ανήλθε στον βαθμό τού μεγάλου δρουγγάριου [τού Στόλου] τον 11ο αι., ενεργώντας ως αρχιστράτηγος ολόκληρου τού βυζαντινού ναυτικού, έως ότου αντικαταστάθηκε σε αυτό το έργο από τον μέγα δούκα στη δεκαετία τού 1090. [3] Το αξίωμα των μεγάλων δρουγγαρίων τού Στόλου συνέχισε να υπάρχει, σε υποδεέστερη θέση, μέχρι την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπήρχε επίσης η παραλλαγή τού βαθμού τού δρουγγαροκόμη, που υποδηλώνει έναν κόμη (λατιν.: comes) ως επικεφαλής μίας μοίρας πολεμικών πλοίων.