Ο Δρόμων ή Δρόμωνας υπήρξε τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού. Η διήρης και η τριήρης θεωρούνται πρόγονοί του[1]. Από τη λέξη «δρόμων» προέρχεται ο όρος «εύδρομο» που χαρακτηρίζει ένα νεότερου τύπου πολεμικό ιστιοφόρο. Υπήρξε για την εποχή του ο επικρατέστρερος τύπος, ήταν δε πολύ γρήγορο και ευκίνητο πλοίο, τόσο για επιθετικές όσο και αμυντικές επιχειρήσεις. Ο κυβερνήτης του ονομαζόταν «κένταρχος» και οι δύο βοηθοί του «πρωτοκάραβοι»[2].
Ο Δρόμων είχε δύο σειρές 50 κουπιών σε κάθε πλευρά του και σε κάθε κουπί υπήρχαν από δύο κωπηλάτες[1] (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη τετρήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες) και αναφέρεται η παρουσία του τον 6ο αι. στις ναυμαχίες του Ιουστινιανού[3]. Έφερε επίσης ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Μπορούσε να φτάσει τα 55μ. σε μήκος και τα 6μ. σε πλάτος. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν 100 έως 300 άνδρες που διακρίνονταν σε κωπηλάτες και πολεμιστές. Σε περίπτωση μάχης ωστόσο οι κωπηλάτες βοηθούσαν τους πολεμιστές. Στη μάχη, το πλοίο μπορούσε να φθάσει ταχύτητα περίπου 7 κόμβων, ωστόσο ήταν απαραίτητες οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες.
Κατά τον 6ο αι. Οι δρόμωνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στόλου των Βελισαρίου και Ναρσή. Περί το τέλος του 7ου αιώνα τα πλοία αυτά έφεραν στη πλώρη τους ειδική συσκευή με την οποία εξακοντίζονταν το υγρό πυρ. Το καυστικό αυτό υγρό όμως μπορούσαν να εκτοξεύσουν και από την πρύμνη τους, ενώ διέθεταν και καταπέλτες και βαλλίστρες για τον ίδιο λόγο[1][2]. Από τον 9ο αι. και μετά με ο όρος δρόμων επεκτείνεται σε όλα τα επιμήκη πολεμικά πλοία του Βυζαντίου[4].
Ναυάγια από Δρόμωνες έχουν βρεθεί στο λεγόμενο «λιμάνι του Θεοδοσίου» (σημερινό Γενί Καπί) στην Κωνσταντινούπολη[3].