Δύο μαυραγορίτες στο Παρίσι La Traversée de Paris | |
---|---|
Η κινηματογραφική αφίσα | |
Σκηνοθεσία | Κλωντ Ωτάν Λαρά |
Παραγωγή | Henri Deutschmeister |
Πρωταγωνιστές | Ζαν Γκαμπέν, Μπουρβίλ, Λουί ντε Φυνές, Jeannette Batti, Αλμπέρ Μισέλ, Anne Carrère, Anouk Ferjac, Béatrice Arnac, Bernard Lajarrige, Κλωντ Βερνιέρ, Κλεμεν Αραρί, Εμίλ Ζενεβουά, Franck Maurice, Georges Bever, Georgette Anys, Germaine Delbat, Χανς Βέρνερ, Χάραλντ Γουλφ, Ανρί Λαμπέρ, Hubert de Lapparent, Hubert Noël, Ζακ Μαρίν, Jean Dunot, Jean Vinci, Λόρενς Μπάντι, Lita Recio, Louis Viret, Louisette Rousseau, Μαρσέλ Μπερνιέ, Martine Alexis, Maryse Paillet, Monette Dinay, Myno Burney, Paul Barge, René Brun, René Hell, Robert Arnoux, Yvette Cuvelier, Yvonne Claudie, Michèle Nadal[1] και Hugues Wanner[1] |
Μουσική | René Cloërec |
Φωτογραφία | Ζακ Νατό |
Μοντάζ | Madeleine Gug |
Πρώτη προβολή | 1956 |
Διάρκεια | 80 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία |
Γλώσσα | Γαλλική γλώσσα |
δεδομένα ( ) |
Δύο μαυραγορίτες στο Παρίσι (γαλλικός τίτλος: La Traversée de Paris) είναι ταινία του Κλωντ Ωτάν-Λαρά που κυκλοφόρησε το 1956, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Μαρσέλ Αιμέ Διασχίζοντας το Παρίσι (Traversée de Paris, 1947), από το οποίο προέρχεται ο γαλλικός τίτλος της ταινίας.[2]
Το θέμα της ταινίας βασίζεται στη μαύρη αγορά κατά τη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, μεταξύ 1940 και 1944.[3]
Πρωταγωνιστούν τρία διάσημα ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου: Ζαν Γκαμπέν, Μπουρβίλ και Λουί ντε Φινές.[4]
Στο Παρίσι το 1942, κατά τη γερμανική κατοχή, ο άνεργος οδηγός ταξί Μαρσέλ Μαρτέν (Μπουρβίλ) κερδίζει τα προς το ζην παραδίδοντας δέματα τη νύχτα για τη μαύρη αγορά. Ένα βράδυ πρέπει να μεταφέρει με τα πόδια, στην άλλη πλευρά της πρωτεύουσας, τέσσερις βαλίτσες που περιέχουν χοιρινό κρέας. Πηγαίνει στο υπόγειο του μαυραγορίτη παντοπώλη Ζαμπιέ (Λουί ντε Φινές) και παίζει ακορντεόν για να καλύψει τον θόρυβο καθώς το ζώο σφαγιάζεται. Ο Μαρτέν πηγαίνει στη συνέχεια στο εστιατόριο όπου θα συναντήσει τον συνεργό του, αλλά μαθαίνει ότι ο άνδρας συνελήφθη.
Ένας ξένος μπαίνει στη συνέχεια στο εστιατόριο και, μετά από μια παρανόηση, ο Μαρτέν τον προσκαλεί να μοιραστεί το γεύμα του και να μεταφέρει μαζί του τις βαλίτσες. Αυτή η απόφαση αποδεικνύεται γρήγορα καταστροφική, καθώς ο νέος συνεργάτης, που ονομάζεται Γκρανζίλ (Ζαν Γκαμπέν), είναι πολύ απαιτητικός. Αφού συμφώνησαν, αρχίζουν μια επικίνδυνη περιπλάνηση στο νυχτερινό Παρίσι, γεμάτη από περιστατικά. Όταν πλησιάζουν δύο αστυνομικοί, ο Γκρανζίλ αρχίζει να μιλά δυνατά στα γερμανικά και αυτοί απομακρύνονται.
Οι δύο μαυραγορίτες φτάνουν στο ξενοδοχείο όπου ζει ο Μαρτέν με τη σύζυγό του και ο Γκρανζίλ κάνει ένα σύντομο τηλεφώνημα, μιλώντας πάλι στα γερμανικά. Ξεφεύγοντας από μια γερμανική περιπολία, καταλήγουν να καταφύγουν στο διαμέρισμα του Γκραντζίλ. Ο Μαρτέν εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι ο σύντροφός του είναι στην πραγματικότητα ένας παγκοσμίου φήμης ζωγράφος, ο οποίος συμμετείχε στη νυχτερινή αποστολή για να ζήσει μια συναρπαστική περιπέτεια.
Τελικά φτάνουν στον προορισμό τους αλλά βρίσκουν την πόρτα κλειστή. Ο θόρυβος που κάνουν, προσελκύει μια γερμανική περιπολία, που τους συλλαμβάνει και τους οδηγεί στην Κομαντατούρ.[5] Ένας Γερμανός αξιωματικός αναγνωρίζει τον διάσημο ζωγράφο Γκρανζίλ και πρόκειται να απελευθερώσει και τους δύο όταν έρχονται νέα, ότι ένας Γερμανός συνταγματάρχης δολοφονήθηκε. Όλοι οι Γάλλοι ύποπτοι στο κτήριο συγκεντρώνονται σε ένα φορτηγό, από το οποίο ο Γερμανός αξιωματικός σώζει μόνο τον Γκρανζίλ.
Τα χρόνια περνούν. Το Παρίσι ελευθερώνεται και βρίσκουμε τον Γκρανζίλ σε μια πλατφόρμα του σταθμού Γκαρ ντε Λυόν να φεύγει από το Παρίσι για διακοπές και ένας αχθοφόρος να μεταφέρει τις αποσκευές του στο τρένο. Όταν ο ζωγράφος του δίνει φιλοδώρημα, αναγνωρίζει ότι είναι ο Μαρτέν. «Ακόμα κουβαλάς βαλίτσες;» του λέει καθώς το τρένο αρχίζει να κινείται.[6]
Η δραματική, μαύρη κωμωδία του Κλωντ Ωτάν-Λαρά όταν προβλήθηκε, το 1956 οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη πολύ πρόσφατες, θεωρήθηκε σκανδαλώδης, προκάλεσε αντιδράσεις στον Τύπο και κατακρίθηκε έντονα από την Εκκλησία, τον Στρατό και το Κράτος γιατί ανέτρεψε την εικόνα της γενικευμένης αντίστασης του γαλλικού λαού κατά των κατακτητών και τόλμησε να παρουσιάσει την ύπαρξη των μαυραγοριτών και τη συνεργασία Γάλλων πολιτών με τους Γερμανούς, τη στιγμή που ο λαός πεινούσε και υπέφερε. Η κυνική απεικόνιση της εποχής της κατοχής ήταν επίσης αντισυμβατική και προκάλεσε έντονη πολεμική.[7] Παρόλα αυτά η ταινία πραγματοποίησε 4.893.174 εισιτήρια [8] και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες του σκηνοθέτη.