Ο Εδουάρδο Νικανόρ Φρέι Μοντάλβα (ισπ. Eduardo Nicanor Frei Montalva, 16 Ιανουαρίου 1911 – 22 Ιανουαρίου 1982) ήταν Χιλιανός πολιτικός ηγέτης, ο 27ος Πρόεδρος της Χιλής, από το 1964 μέχρι το 1970. Κατά τη μακρά πολιτική σταδιοδρομία του, διετέλεσε επίσης Υπουργός Δημόσιων Έργων, πρόεδρος του Χριστιανικού Δημοκρατικού Κόμματος, γερουσιαστής και Πρόεδρος της Γερουσίας. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Εδουάρδο Φρέι Ρουίς-Τάγλε, έγινε επίσης Πρόεδρος της χώρας (1994-2000).
Το κόμμα του Φρέι υπεστήριξε το πραξικόπημα των ενόπλων δυνάμεων για την ανατροπή του διαδόχου του Προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε (ορθή προφορά: Αγιέντε) το 1973, αφότου η Βουλή των Αντιπροσώπων κατηγόρησε τον Αλιέντε στις 22 Αυγούστου 1973 πως είχε παραβιάσει το Σύνταγμα. Αργότερα ωστόσο ο Φρέι ήταν έντονα αντίπαλος του δικτατορικού καθεστώτος του Αουγούστο Πινοσέτ. Ο Φρέι πέθανε στο Σαντιάγο, μετά από μετεγχειρητική μόλυνση. Μερικοί υποπτεύθηκαν εγκληματική ενέργεια, αλλά αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ.
Ο Εδουάρδο Φρέι Μοντάλβα γεννήθηκε στο Σαντιάγο και ήταν γιος του Έντουαρντ Φράι Σλιντς (Eduard Frei Schlinz), γεννημένου στην Ελβετία Γερμανοαυστριακού[4] και της Βικτόρια Μοντάλβα Μαρτίνες. Το 1914 η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στο Λοντουέ (Lontué), όπου ο πατέρας είχε προσληφθεί ως λογιστής σε οινοποιείο. Ο Εδουάρδο απέκτησε και δύο αδέλφια, τον Αρτούρο και την Ιρένε.
Το 1919 η οικογένεια επέστρεψε στο Σαντιάγο και ο Εδουάρδο έγινε εσωτερικός μαθητής στο σχολείο Seminario Conciliar de Santiago μέχρι το 1922. Το 1923 πήγε στο «κλασικό» γυμνάσιο Λούις Καμπίνο, το οποίο τελείωσε σε ηλικία 17 ετών, το 1928. Κατόπιν εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Καθολικού Πανεπιστημίου (Universidad Católica) και απεφοίτησε το 1933 στην κατεύθυνση του δικηγορικού επαγγέλματος. Γνώρισε τη Μαρία, αδελφή του φίλου του Αλφρέδο Ρουίς-Τάγλε, και παντρεύτηκαν το 1935. Απέκτησαν επτά τέκνα, από τα οποία ο μεγαλύτερος γιος έγινε αργότερα Πρόεδρος της Χιλής.
Ο Φρέι εντάχθηκε αρχικώς στο Συντηρητικό Κόμμα, αλλά μαζί με άλλους νέους ίδρυσαν το δικό τους κόμμα το 1938, με την επωνυμία «Εθνική Φάλαγξ» (Falange Nacional), όπου ο Φρέι ξεχώρισε σύντομα για τις ικανότητές του. Σε μικρή σχετικώς ηλικία, το 1945, έγινε Υπουργός Δημόσιων Έργων και το 1949 εκλέχθηκε γερουσιαστής για την περιφέρεια Ατακάμα και Κοκίμπο. Το ίδιο έτος δημοσίευσε μια Ιστορία των πολιτικών κομμάτων της Χιλής (ισπ. Historia de los Partidos Políticos Chilenos), σε συνεργασία με τον Albert Edwards Vives. Το 1950 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη ως εκπρόσωπος της Χιλής στον ΟΗΕ. Το 1952, σε ηλικία 41 ετών, ο Φρέι Μοντάλβα ανεκοίνωσε την πρώτη υποψηφιότητά του σε προεδρικές εκλογές.
Η προεδρική εκλογή του 1952 εξέλεξε Πρόεδρο της χώρας τον Κάρλος Ιβάνιες δελ Κάμπο. Το 1956 ο Φρέι έγινε γερουσιαστής στην περιφέρεια πλέον του Σαντιάγο. Στις 27 Ιουλίου 1957 η Εθνική Φάλαγξ μετεξελίχθηκε στο Χριστιανικό Δημοκρατικό Κόμμα και ο Φρέι έγινε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του. Υπήρξε και πάλι υποψήφιος για Πρόεδρος της χώρας στις εκλογές του 1958, αλλα ήλθε μόλις τρίτος.
Σε όλα αυτά τα χρόνια αφιέρωνε χρόνο και στη συγγραφή βιβλίων: κυκλοφόρησαν τα Sentido y Forma de una Política (= «Νόημα και σχήμα της πολιτικής»), La Verdad Tiene Su Hora (= «Η αλήθεια έχει την ώρα της») και Pensamiento y Acción (= «Σκέψη και δράση»). Το 1960 έδωσε διάλεξη στο συνέδριο «Η αποστολή των πανεπιστημίων στη Λατινική Αμερική»), που έγινε στο Μοντεβιδέο και είχε μεγάλη συμμετοχή και αντίκτυπο. Το 1961 εκλέχθηκε πρόεδρος του Α΄ Παγκόσμιου Συνεδρίου Χριστιανοδημοκρατικών Κομμάτων, που έγινε στο Σαντιάγο της Χιλής.
Από το 1960 έως το 1962 ο Φρέι έδωσε διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια σχετικώς με τα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής. Υπέβαλε και πάλι υποψηφιότητα για Πρόεδρος το 1964. Αποδιαβαθμισμένα έγγραφα καταδεικνύουν ότι από το 1962 έως το 1964 η CIA δαπάνησε 2,6 εκατομμύρια δολάρια της εποχής για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας και άλλα 3 εκατομμύρια σε προπαγάνδα εναντίον του αντιπάλου του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μάλιστα η CIA θεώρησε τον ρόλο της στην τότε νίκη του Φρέι «μεγάλη επιτυχία» της.[5][6]
Ο Φρέι εκλέχθηκε Πρόεδρος της Χιλής το 1964 με κεντρικό σύνθημά του το «Revolución en Libertad» (= «επανάσταση στην ελευθερία»). Πήρε ποσοστό 56%, νικώντας τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο οποίος έλαβε το 39% των ψήφων.