Εθνική αναξιότης

Γενικά ο όρος εθνική αναξιότης (ή «εθνική αναξιότητα») αφορά συμπεριφορά πολίτη μιας χώρας που στρέφεται ενάντια της πατρίδας του, της εθνικής αξιοπρέπειας ή θίγει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αυτή. Ειδικότερα όμως αυτός ο όρος για τα ελληνικά δεδομένα απετέλεσε «ιδιότυπο αδίκημα» που προσδιορίστηκε με Συντακτική Πράξη του 1945 με την οποία επιβάλλονταν ποινικές κυρώσεις στους συνεργασθέντες με τον εχθρό (δωσίλογοι).

Ιστορία του νομικού όρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος το 1944, η Ελληνική ελεύθερη πλέον Πολιτεία μεταξύ των πολλαπλών και ποικίλλων προβλημάτων που αντιμετώπισε τότε, ήταν και το ζήτημα του κολασμού όλων εκείνων των ανάξιων Ελλήνων που κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τους Ιταλούς Γερμανούς και Βουλγάρους, είτε ετέθησαν στις υπηρεσίες των κατακτητών γενόμενοι όργανά τους, διευκολύνοντας έτσι τους κατακτητές στο ολέθριο κατά της Χώρας έργο τους, είτε ακόμη χειρότερα με τις ενέργειές τους και τη συμπεριφορά τους έθιξαν την εθνική αξιοπρέπεια, καθιστάμενοι ανάξιοι της ελληνικής πατρίδος.
Έτσι διαμορφώθηκε το ιδιότυπο αδίκημα της εθνικής αναξιότητας προκειμένου να δοθεί στις επερχόμενες γενεές το παράδειγμα ότι δεν μπορεί κανείς να μένει ατιμώρητος όταν προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εχθρό της Πατρίδας του, αλλά και ακόμη περισσότερο προς φρονηματισμό και υπόδειξη του εθνικού τους καθήκοντος σε στιγμές δοκιμασίας.
Επί τούτου, η πρώτη ενέργεια της ελεύθερης επί ελληνικού εδάφους κυβερνητικής εξουσίας ήταν η ψήφιση της με αριθμό 1 Συντακτικής Πράξης της 6ης Νοεμβρίου 1944 με την οποία επιβάλλονταν ποινικές κυρώσεις στους συνεργασθέντες με τον εχθρό. Επειδή όμως αυτή η Πράξη ήταν πολύ γενικόλογη με κίνδυνο δημιουργίας σχετικού χάους αντικαταστάθηκε δύο μήνες αργότερα με την 6η Συντακτική Πράξη του Ιανουαρίου 1945 μετά την οποία όμως εκδόθηκε ο Α.Ν. 533/1945 (ΦΕΚ Α 224/1945) με τον οποίο τροποποιήθηκε συμπληρώθηκε και κωδικοποιήθηκε η παραπάνω πράξη, όπως και αυτή τελικά τροποποιήθηκε με την με αρθμ. 12 του 1945 Συνταγματική Πράξη και των νόμων 217, 271, 295 και 332 του 1945 με τους οποίους και προσδιορίζονταν επακριβώς τα στοιχεία εκείνα τα οποία και συγκροτούσαν την υπόσταση των εγκλημάτων συνεργασίας με τον εχθρό και της εθνικής αναξιότητας καθώς και τον τρόπο κολασμού αλλά και την έκταση των ποινών.

Υπόσταση (στοιχεία) αδικήματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το 2ο νομοθέτημα διώκονταν και τιμωρούνταν:

  1. Όσοι διαρκούσης ξένης κατοχής ανέλαβαν σχηματισμό Κυβέρνησης, (δηλαδή πρωθυπουργοί) με την συγκατάθεση των εχθρών της πατρίδος.
  2. Όσοι διατέλεσαν κατά παραπάνω περίοδο Υπουργοί και υφυπουργοί, (δηλαδή των κατοχικών κυβερνήσεων).
  3. Όσοι κατέχοντες δημόσια θέση, (δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί) έγιναν συνειδητά όργανα του εχθρού ή διευκόλυναν το έργο του.
  4. Όσοι ανέλαβαν υπηρεσία πλησίον αρχών κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπο πιεστικό για τον λαό.
  5. Όσοι έγιναν συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοση της προπαγάνδας αυτού.
  6. Όσοι κατέδωσαν στον εχθρό Έλληνες ή συμμάχους, εργαζόμενους χάριν του εθνικού ή συμμαχικού αγώνα και βοήθησαν στην ανακάλυψη και σύλληψη αυτών.
  7. Όσοι προέβησαν σε πράξεις βίας συμπράττοντας ή όχι μετά των οργάνων κατοχής κατά Ελλήνων ένεκα δράσης αυτών κατά του εχθρού.
  8. Όσοι παρέσχον στον εχθρό συστηματικά πληροφορίες περί των κινήσεων και των εργαζομένων για τον εθνικό ή συμμαχικό αγώνα.
  9. Όσοι παρεμπόδισαν ελληνική ή συμμαχική ενέργεια.
  10. Όσοι διετέλεσαν αρχηγοί ή οδηγοί κινήσεων κατά της ακεραιότητας της χώρας.
  11. Όσοι δια της οικονομικής τους συνεργασίας με τον εχθρό προκάλεσαν ζημιές στον ελληνικό λαό, ή σε Έλληνες πολίτες, ή σε πολίτες συμμάχων χωρών, ή υποβοήθησαν την πολιτική του εχθρού προσπάθεια, ή αποκόμισαν εξ αυτού οικονομικά οφέλη.
  12. Έτι δε, όσοι συνεργάσθηκαν με τον εχθρό κατά τρόπο ανάξιο Έλληνος πολίτη και έθιξαν την εθνική αξιοπρέπεια, διευκολύνοντας το έργο των αρχών κατοχής.

Όπως διαμορφώθηκε ο νόμος επιβαλλόμενες ποινές για τα παραπάνω αδικήματα ορίσθηκαν ανάλογα της ιδιότητας ή της θέσης την οποία κατείχαν οι ένοχοι, ή εκ των αποτελεσμάτων των πράξεων των ενόχων, με την ποινή του θανάτου, ή ισόβια, ή πρόσκαιρα δεσμά, καθώς και με ειρκτή αν συνέτρεχαν ελαφρυντικοί λόγοι, ή ακόμα και απέλαση των καταδικασμένων εκτός ορίων επικράτειας. Επίσης δόθηκε στις δικαστικές αρχές το δικαίωμα επιβολής της ολικής ή μερικής δήμευσης της περιουσίας των καταδικασθέντων χωρίς καμία μέριμνα για την περαιτέρω επιβίωση των οικογενειών τους.

Ειδικά δικαστήρια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ειδικά δικαστήρια που συγκροτήθηκαν και επελήφθησαν την εκδίκαση αυτού του ιδιότυπου αδικήματος κατά δημώδη έκφραση αποκλήθηκαν «Δικαστήρια δωσιλόγων», οι δε ένοχοι δωσίλογοι. Αυτά συγκροτήθηκαν από ένα εφέτη ως πρόεδρο, εκ δύο άλλων εφετών ή πρωτοδικών, από τον επίτροπο, καθώς και από δύο πολίτες ως μέλη και τον γραμματέα. Όσα δε τέτοια δικαστήρια συγκροτήθηκαν εκτός έδρας Εφετείων, τους εφέτες αντικατέστησαν πρωτοδίκες.

Αλλά και η διαδικασία που ακολουθήθηκε είχε περίεργη σχέση ως προς το δικονομικό δίκαιο. Συγκεκριμένα κατά των αποφάσεων των ειδικών αυτών δικαστηρίων δεν επιτράπηκε η άσκηση ένδικων μέσων. Τέθηκαν διάφοροι περιορισμοί όπως στον αριθμό των συνηγόρων, μέχρι τρεις, καθώς και ο χρόνος της αγόρευσης εκάστου. Επίσης είχε περιοριστεί μέχρι δέκα ο αριθμός των μαρτύρων υπεράσπισης σε αντίθεση με τον αριθμό μαρτύρων κατηγορίας, άνευ περιορισμού. Τέλος, ειδικά σ΄ αυτά τα δικαστήρια αποκλείστηκε η περίπτωση απόλυσης με εγγύηση, καθώς και η ανακοπή βουλευμάτων του συμβουλίου των δικαστηρίων.

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.6ος, σελ.175-176.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]