Η ακρίβεια του λήμματος αμφισβητείται. |
Εθνική θρησκεία ή αυτόχθων θρησκεία είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι επιστήμες της θρησκειολογίας και εθνολογίας για να περιγράψουν τις θρησκείες που σχετίζονται με συγκεκριμένο έθνος ή και τόπο, σε αντίθεση προς τις λεγόμενες «παγκόσμιες θρησκείες» ή «προσηλυτιστικές θρησκείες» [εκκρεμεί παραπομπή], όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Τον όρο εισήγαγε στη θρησκειολογία το 1871 ο Χριστιανός συγγραφέας Τζαίημς Φρήμαν Κλαρκ, δίνοντας τον πρώτο σχετικό ορισμό: «Με τον όρο εθνικές θρησκείες εννοούμε εκείνες τις θρησκείες που η κάθε μία από αυτές περιορίζεται εντός των ορίων μιας συγκεκριμένης φυλής ή οικογένειας της ανθρωπότητας και δεν έχει ποτέ κάνει έξωθεν προσήλυτους, εκτός μόνον τυχαία». [1]
Περίπου το 24% του σημερινού πληθυσμού της γης ασπάζονται εθνικές θρησκείες [2], οι οποίες είναι χιλιάδες, όπως και τα μεγάλα και μικρά έθνη του πλανήτη. Οι μεγαλύτερες σύγχρονες εθνικές θρησκείες είναι ο Σιντοϊσμός, ο Ιουδαϊσμός, o Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός[εκκρεμεί παραπομπή], ενώ αναβιώσεις αρχαίων εθνικών θρησκειών που είχαν κατά το παρελθόν εξαφανιστεί, λόγω επικράτησης προσηλυτιστικών θρησκειών, απαντώνται σε όλον τον πλανήτη. Στην Ευρώπη, οι πιο αξιοσημείωτες τέτοιες αναβιώσεις είναι η Λιθουανική Εθνική Θρησκεία («Ρόμουβα»), η Ελληνική Εθνική Θρησκεία («Ελληνισμός»), η Εθνική Θρησκεία των Γερμανών και Σκανδιναβών («Ασατρού» ή «Οντινισμός»), η Σλαβική Εθνική Θρησκεία («Ροντνόβερυ»), η Εθνική Θρησκεία των Μαρί («Τσίμαριτς Γιούλα»), η Εσθονική Εθνική Θρησκεία («Μααούσκ») και η Εθνική Θρησκεία των Κελτών («Δρυϊδισμός»), οι περισσότερες των οποίων είναι συνασπισμένες στον οργανισμό «European Congress of Ethnic Religions» (ECER), που εδρεύει στην Βίλνα της Λιθουανίας [3].
Όπως επεσήμανε ήδη από το 1873 ο Μαξ Μύλλερ, oι εθνικές θρησκείες, με μόνη εξαίρεση τον Ιουδαϊσμό, είναι πολυθεϊστικές ή πανθεϊστικές, επικεντρώνονται στους κύκλους της φύσης και δεν προσηλυτίζουν [4].