Εθνικισμός των πόρων είναι η τάση ανθρώπων και κυβερνήσεων να ασκούν έλεγχο πάνω στους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στην επικράτειά τους, απαιτώντας αυξημένο μερίδιο στα κέρδη από την εκμετάλλευσή τους. [1] Ως αποτέλεσμα, ο εθνικισμός των πόρων έρχεται σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών αλλά και αυτά ισχυρότερων κρατών. Εξάλλου, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει τον κλονισμό της εξάρτησης της βιομηχανίας της από "τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού" λόγω αυτού του φαινομένου. [2]
Η προσέγγιση της κούφωσης παραγωγής πετρελαίου έχει οδηγήσει πολλές κυβερνήσεις να αναλάβουν την κυριότητα ή τον έλεγχο των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους, αν και ο εθνικισμός πόρων ισχύει για άλλους πόρους, όπως είναι τα μέταλλα.
Ο εθνικισμός των πόρων επιβάλλεται κυρίως ως οικονομική πολιτική (συνήθως από λαϊκιστικές κυβερνήσεις) που βασίζεται στην κρατική ιδιοκτησία ή τον έλεγχο των φυσικών πόρων οι οποίοι βρίσκονται στην επικράτειά τους για την προώθηση πολιτικών, κοινωνικών ή βιομηχανικών στόχων. Αυτή η πολιτική υπογραμμίζει το ότι οι πόροι ανήκουν στον λαό της εν λόγω χώρας πρώτα απ' όλα και ότι η κρατική εκμετάλλευση οδηγεί σε καλύτερη διαχείριση των πόρων σε σχέση με την ιδιωτικοποίηση.
Μια σχετικά πρόσφατη τάση εθνικισμού των πόρων εμφανίστηκε κατά την περίοδο της οικονομικής απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990. [3] Εκείνη την περίοδο, τόσο πληθυσμοί όσο και κυβερνήσεις αναζητούσαν την ανεξαρτησία της χώρας τους σε σχέση με τις εξαγωγές και την εκμετέλλευση των φυσικών πόρων. Ένα παράδειγμα περιλαμβάνει τον λεγόμενο "Πόλεμο του Νερού", μια σειρά διαμαρτυριών κατά της ιδιωτικοποίησης της παροχής νερού της πόλης που πραγματοποιήθηκε στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας. Ως αποτέλεσμα, μέσα σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών, η κυβέρνηση ακύρωσε τη σύμβαση. [4] [5]
Εκτός από τη Βολιβία υπό τον Έβο Μοράλες, κάποιες άλλες κυβερνήσεις που έχουν υιοθετήσει στοιχεία εθνικισμού των πόρων είναι η Αργεντινή υπό την Κριστίνα Φερνάντεζ ντε Κίρχνερ και η Βενεζουέλα υπό τον Ούγκο Τσάβες. [6]