Συντεταγμένες: 48°45′18″N 113°48′0″W / 48.75500°N 113.80000°W
Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ | |
---|---|
48°45′18″N 113°48′0″W | |
Χώρα | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[1][2][3] |
Διοικητική υπαγωγή | Flathead County και Glacier County |
Χαρακτηρισμός | 11 Μαΐου 1910 |
Κατηγορία πρ. περιοχής | ΔΕΠΦ κατηγορία 2: Εθνικό Πάρκο |
Έκταση | 4.099,977 km² |
Υψόμετρο | 1.837 μέτρα[4] |
Υψηλότερο σημείο | Mount Cleveland |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ (αγγλικά: Glacier National Park, μτφ. «Εθνικό Πάρκο Παγετώνων») είναι εθνικός δρυμός των Η.Π.Α. Ανήκει στην πολιτεία Μοντάνα και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, στο ύψος των πολιτειών Αλμπέρτα και Βρετανική Κολομβία. Έχει έκταση 4.000 χμ², περίπου, και περιλαμβάνει τμήματα δύο οροσειρών (υπο-οροσειρές των Βραχωδών Ορέων), πάνω από 130 επώνυμες λίμνες, περισσότερα από 1.000 διαφορετικά είδη φυτών και εκατοντάδες είδη ζώων. Αυτό το τεράστιο, παρθένο οικοσύστημα είναι το επίκεντρο αυτού που έχει αναφερθεί ως «Κορώνα του Ηπειρωτικού Οικοσυστήματος», μια περιοχή προστατευόμενης γης, με ολική έκταση 41.000 χμ².[5]
Η περιοχή -που έγινε αργότερα εθνικό πάρκο- κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τους ιθαγενείς Ινδιάνους (Native Americans). Κατά την άφιξη των Ευρωπαίων εξερευνητών κυριαρχούσαν οι Μαυροπόδαροι (Blackfeet) στις ανατολικές και οι Πλατυκέφαλοι (Flathead) στις δυτικές περιοχές. Ευρισκόμενοι υπό πίεση, το 1895 οι Μαυροπόδαροι παραχώρησαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση τα ορεινά τμήματα των περιοχών τους που, αργότερα, έγιναν μέρος του πάρκου. Σύντομα, μετά την ίδρυση του πάρκου, στις 11 Μαΐου 1910, κατασκευάστηκαν από τον Μεγάλο Βόρειο Σιδηρόδρομο (Great Northern Railway, GN) πολλά ξενοδοχεία και σαλέ. Αυτά τα ιστορικά κτήρια, ανήκουν στον κατάλογο των Εθνικών Ιστορικών Αξιοθεάτων των ΗΠΑ (National Historic Landmarks, NHL) και, συνολικά, 350 τοποθεσίες βρίσκονται στο Εθνικό Μητρώο Ιστορικών Χώρων (National Register of Historic Places, NRHP).
Τα βουνά του Εθνικού Πάρκου Γκλέισιερ άρχισαν να σχηματίζονται πριν από 170 εκατομμύρια χρόνια, όταν αρχαίοι βράχοι ανυψώθηκαν προς τα ανατολικά, εφιππεύοντας πολύ νεότερα στρώματα. Αυτή η γεωλογική ανύψωση, γωστή ως Lewis Overthrust, περιλαμβάνει ιζηματογενή πετρώματα που θεωρείται ότι εμπεριέχουν μερικά από τα καλύτερα απολιθωμένα παραδείγματα -εξαιρετικά πρώιμης ζωής- που βρέθηκαν οπουδήποτε στη Γη. Τα σημερινά σχήματα των οροσειρών Λιούις και Λίβινγκστον, καθώς και η τοποθέτηση και το μέγεθος των λιμνών του πάρκου, αποτυπώνουν τις -προφανείς- ενδείξεις μαζικής παγετωνικής δράσης, οι οποίες απέφεραν κοιλάδες σχήματος U και άφησαν πίσω τους λιθώνες (moraines) που κατακλύστηκαν από νερό, δημιουργώντας λίμνες. Από τους, περίπου, 150 παγετώνες που υπήρχαν στο πάρκο στα μέσα του 19ου αιώνα, μόνο 25 ενεργοί παγετώνες είχαν παραμείνει μέχρι το 2010.[6] Οι επιστήμονες που μελετούν τους παγετώνες του πάρκου εκτιμούν ότι, όλοι οι παγετώνες ενδέχεται να εξαφανιστούν έως το 2030 εάν διατηρηθούν τα σημερινά κλιματικά μοτίβα.
Στο Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ ζουν ακόμα, σχεδόν όλα τα αρχέγονα φυτικά και ζωικά είδη του. Μεγάλα θηλαστικά, όπως αρκούδες γκρίζλι, άλκες και ορέαμνοι καθώς και σπάνια ή απειλούμενα με εξαφάνιση είδη όπως αδηφάγοι και καναδικοί λύγκες, διαβιώνουν στο πάρκο. Έχουν τεκμηριωθεί εκατοντάδες είδη πτηνών, περισσότερα από δώδεκα είδη ψαριών και κάποια είδη ερπετών και αμφιβίων. Το πάρκο ενσωματώνει πολλά οικοσυστήματα. Μεγάλες δασικές πυρκαγιές δεν είναι συνηθισμένες στο πάρκο. Ωστόσο, το 2003, πάνω από το 13% της έκτασης του πάρκου είχε παραδοθεί στη φωτιά.[7]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ χαρακτηρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως Απόθεμα Βιόσφαιρας (Biosphere Reserve), το 1976, και ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (World Heritage Site), το 1995.[8]
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, οι Ιθαγενείς Ινδιάνοι έφθασαν για πρώτη φορά στην περιοχή του παγετώνα, περίπου 10.000 χρόνια πριν. Οι πρώτοι κάτοικοι με γενεαλογική γραμμή στις σημερινές φυλές ήταν οι Πλατυκέφαλοι (Flathead, (Salish), Kootenai, Shoshone και Τσεγιέν. Οι Μαυροπόδαροι (Blackfeet) έφθασαν γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα και σύντομα κυριάρχησαν στις ανατολικές πλαγιές όσων αργότερα έγιναν το πάρκο, καθώς και στις Μεγάλες Πεδιάδες ακριβώς στα ανατολικά.[9] Η περιοχή του πάρκου παρείχε καταφύγιο στους Μαυροπόδαρους από τους σκληρούς χειμωνιάτικους ανέμους των πεδιάδων, επιτρέποντάς τους να συμπληρώσουν το παραδοσιακό κυνήγι βισόνων με κρέας άλλων θηραμάτων. Σήμερα, η Προστατευόμενη Επικράτεια των Μαυροπόδαρων συνορεύει με το πάρκο στα ανατολικά, ενώ η αντίστοιχη των Πλατυκέφαλων βρίσκεται δυτικά και νότια του πάρκου. Για τους Μαυροπόδαρους Ινδιάνους, τα βουνά αυτής της περιοχής, ειδικά το Τσιφ (Chief Mountain) και η περιοχή στα νοτιοανατολικά της Two Medicine, θεωρούνταν η «σπονδυλική στήλη του κόσμου».[10] Το 1895 ο Αρχηγός Άσπρο Μοσχάρι (White Calf) των Μαυροπόδαρων εξουσιοδότησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ για πώληση της ορεινής περιοχής, περίπου 800.000 στρεμμάτων (3.200 χμ²), με την προϋπόθεση ότι θα διατηρούσε δικαιώματα χρήσης στη γη για κυνήγι, όσο η παραχωρούμενη λωρίδα θα αποτελεί δημόσια γη των Ηνωμένων Πολιτειών.[11] Έτσι καθιερώθηκαν τα σημερινά όρια μεταξύ του πάρκου και της Επικράτειας.
Κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης του ποταμού Μαράιας (Marias) το 1806, η Αποστολή Λιούις & Κλαρκ (Lewis & Clark Expedition) έφθασε σε απόσταση 80 χιλιομέτρων από την περιοχή που σήμερα είναι το πάρκο. Μια σειρά από εξερευνήσεις μετά το 1850 βοήθησαν να διαμορφωθεί η αντίληψη της περιοχής που αργότερα έγινε το πάρκο. Το 1885, ο George Bird Grinnell προσέλαβε τον γνωστό εξερευνητή James James Willard Schultz για να τον καθοδηγήσει σε μια εκστρατεία κυνηγιού σε αυτό που αργότερα θα γίνει το πάρκο.[12] Μετά από αρκετές ακόμα εξορμήσεις στην περιοχή, ο Grinnell γοητευμένος από το σκηνικό, πέρασε τις επόμενες δύο δεκαετίες εργαζόμενος για την ίδρυση ενός εθνικού πάρκου. Το 1901 έγραψε μια περιγραφή της περιοχής στην οποία αναφερόταν ως η «Κορώνα της ηπείρου». Οι προσπάθειές του να προστατεύσει τη συγκεκριμένη γη, τον καθιστούν κορυφαίο συνεισφέροντα σε αυτό το γεγονός.[13] Λίγα χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψη του Grinnell, ο Henry L. Stimson και δύο σύντροφοί του, συμπεριλαμβανομένου ενός Μαυροπόδαρου, ανέβηκαν στην απότομη ανατολική πλευρά του όρους Τσιφ, το 1892.
Το 1891 ο Μεγάλος Βόρειος Σιδηρόδρομος διέσχισε το Πέρασμα του Μαράιας (Marias Pass), στα 1.589 μ., κατά μήκος του νότιου ορίου του πάρκου. Σε μια προσπάθεια να τονώσει τη χρήση του σιδηρόδρομου, η εταιρία διαφήμισε τις ομορφιές της περιοχής στο κοινό. Ασκώντας πίεση στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, το πάρκο χαρακτηρίστηκε ως δασική περιοχή, το 1897.[14] Εν τω μεταξύ, υποστηρικτές της προστασίας της περιοχής συνέχισαν τις προσπάθειές τους.
Το 1910, υπό την επιρροή του κλαμπ Boone & Crockett [15], με επικεφαλής τα μέλη του κλαμπ, George Bird Grinnell, Henry L. Stimson και την ίδια τη σιδηροδρομική εταιρία, εισήχθη ένα νομοσχέδιο στο αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο επανασχεδίασε την περιοχή από δασικό καταφύγιο σε εθνικό πάρκο. Το νομοσχέδιο αυτό υπογράφηκε από τον Πρόεδρο Ουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ , στις 11 Μαΐου 1910.[16][17] Το 1910 ο Grinnell έγραψε: «Αυτό το πάρκο, η χώρα οφείλει στο κλαμπ Boone & Crockett, τα μέλη του οποίου ανακάλυψαν την περιοχή, πρότειναν να αξιολογηθεί ξεχωριστά, προκάλεσαν να εισαχθεί νομοσχέδιο στο Κογκρέσο και να ξυπνήσει το ενδιαφέρον γι’ αυτό σε όλη τη χώρα».[18]
Από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 1910, ο επιβλέπων δασικών αποθεμάτων, Fremont Nathan Haines, διαχειρίστηκε τους πόρους του πάρκου ως ο πρώτος ενεργός επιθεωρητής. Τον Αύγουστο του 1910 ο William Logan διορίστηκε ο πρώτος επιθεωρητής του πάρκου. Ενώ ο χαρακτηρισμός του δασικού καταφυγίου επιβεβαίωσε τα παραδοσιακά δικαιώματα χρήσης των Μαυροπόδαρων Ινδιάνων, η νομοθετική ρύθμιση του εθνικού πάρκου δεν αναφέρει τις εγγυήσεις στους Ιθαγενείς Αμερικανούς. Είναι η θέση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών ότι, με την ειδική ονομασία ως Εθνικό Πάρκο, τα βουνά παραχώρησαν το καθεστώς πολλαπλών χρήσεων των δημόσιων γαιών τους, και τα προηγούμενα δικαιώματα έπαυσαν να υφίστανται, όπως επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο Αξιώσεων (Court of Claims), το 1935. Κάποιοι Μαυροπόδαροι υποστήριξαν ότι, τα παραδοσιακά δικαιώματα χρήσης εξακολουθούν να υφίστανται de jure.[19]
Ο Μεγάλος Βόρειος Σιδηρόδρομος, υπό την επίβλεψη του προέδρου Louis W. Hill, κατασκεύασε πολλά ξενοδοχεία και σαλέ σε όλο το πάρκο, στη δεκαετία του 1910, για να προωθήσει τον τουρισμό. Αυτά τα κτήρια, που κατασκευάστηκαν και λειτούργησαν από μια θυγατρική του Μεγάλου Βόρειου, με την επωνυμία Glacier Park Company, σχεδιάστηκαν με βάση την ελβετική αρχιτεκτονική ως μέρος του σχεδίου του Hill να παρομοιάσει το Γκλέισιερ με «Ελβετία της Αμερικής». Ο Χιλ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να χρηματοδοτήσει καλλιτέχνες για να έρθουν στο πάρκο, κατασκευάζοντας τουριστικά καταλύματα για να εκθέσουν τη δουλειά τους. Τα ξενοδοχεία του στο πάρκο ουδέποτα απέφεραν κέρδη, αλλά προσείλκυσαν χιλιάδες επισκέπτες που ήρθαν μέσω του Μεγάλου Βόρειου Σιδηροδρόμου. Οι παραθεριστές, συνήθως, έπαιρναν ταξιδιωτικά πακέτα χρησιμοποιώντας άλογα μεταξύ των καταλυμάτων ή χρησιμοποίησαν εποχικές διαδρομές ταχυδρομικών αμαξών για να έχουν πρόσβαση στην περιοχή Many Glacier στα βορειοανατολικά.[20]
Όταν το πάρκο καθιερώθηκε και οι επισκέπτες άρχισαν να βασίζονται περισσότερο στα αυτοκίνητα, άρχισαν εργασίες στο δρόμο Going-to-the-Sun Road, ολικού μήκους 85χλμ., ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1932. Επίσης, γνωστός απλά ως Sun Road (Δρόμος του Ήλιου), ο δρόμος διχοτομεί το πάρκο και είναι η μόνη διαδρομή που κατευθύνεται βαθιά μέσα στο πάρκο, περνώντας από το Πέρασμα Λόγκαν (Logan Pass), στα 2.026 μ.[21]
Τη διαχείριση του Εθνικού Πάρκου Γκλέισιερ έχει αναλάβει η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων (National Park Service, NPS), με έδρα το West Glacier της Μοντάνα. Η επισκεψιμότητα ανήλθε, κατά μέσο όρο, σε 2,2 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας από το 2007 έως το 2016.[22] Το πάρκο είχε προϋπολογισμό λειτουργίας 13.190.000 δολαρίων για το οικονομικό έτος 2008. Ο προϋπολογισμός του 2008 αυξήθηκε από το 2007 και χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθεί το επίπεδο προσωπικού των εργαζομένων, αλλά κονδύλια για τα έργα συντήρησης και οδικών έργων δεν υπήρχαν.[23] Ορισμένες αποκαταστάσεις μεγάλων δομών όπως κέντρα επισκεπτών και ιστορικά ξενοδοχεία, καθώς και βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων και στους χώρους κατασκήνωσης, αναμένεται να ολοκληρωθούν. Σχεδιάζονται, επίσης, μελέτες αλιείας για τη λίμνη Mακ Ντόναλντ, ενημερώσεις ιστορικών αρχείων και αποκατάσταση διαδρομών.
Η αρχή της Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων είναι η «... διαφύλαξη και προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πόρων». Ο οργανικός νόμος της 25ης Αυγούστου 1916 καθιέρωσε την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων ως ομοσπονδιακή υπηρεσία. Ένα μεγάλο τμήμα του νόμου που συνοψίζεται συχνά ως «Αποστολή» είναι «... να προωθεί και να ρυθμίζει τη χρήση των ... εθνικών πάρκων ... σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση του τοπίου και των φυσικών και ιστορικών αντικειμένων και την άγρια ζωή εντός αυτού και να φροντίζει... για την απόλαυση των μελλοντικών γενεών».[24] Σύμφωνα με την εντολή αυτή, το κυνήγι είναι παράνομο στο πάρκο, όπως και η εξόρυξη μεταλλευμάτων, η υλοτομία και η απομάκρυνση φυσικών ή πολιτιστικών πόρων. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται η εξερεύνηση και η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτοί οι περιορισμοί, ωστόσο, προκάλεσαν πολλές συγκρούσεις με τη γειτονική προστατευόμενη περιοχή των Μαυροπόδαρων Ινδιάνων. Όταν πωλούσαν τη γη στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους για χρήση της περιοχής, πολλά από τα οποία (όπως το κυνήγι) είχαν έρθει σε σύγκρουση με αυτούς τους κανονισμούς.[11]
Το 1974, υποβλήθηκε στο Κογκρέσο μια μελέτη για την άγρια φύση, η οποία προσδιόρισε το 95% της περιοχής του πάρκου ως υποψήφιο για ένταξή του ως Περιοχή Αγριας Φύσης (Wilderness). Όμως, σε αντίθεση με άλλα πάρκα, το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ δεν έχει ακόμη αναγορευτεί ως τέτοιο, αλλά η Πολιτική του Εθνικού Πάρκου απαιτεί τα αναγνωρισμένα πεδία που αναφέρονται στην έκθεση να θεωρούνται ως Περιοχές Άγριας Φύσης, μέχρις ότου το Κογκρέσο λάβει οριστική απόφαση.[25] Ωστόσο, ήδη το 96% του Eθνικού Πάρκου Γκλέισιερ θεωρείται ως Περιοχή Άγριας Φύσης, παρόλο που δεν έχει χαρακτηριστεί επισήμως.
Το πάρκο συνορεύει στα βόρεια με το Εθνικό Πάρκο Ουότερτον (Waterton Lakes) στην Αλμπέρτα, και το επαρχιακό δάσος Φλάτχεντ (Flathead) με το επαρχιακό πάρκο Akamina-Kishinena στη Βρετανική Κολομβία.[26] Στα δυτικά, η βόρεια διακλάδωση του ποταμού Φλάτχεντ σχηματίζει το δυτικό όριο, ενώ η μεσαία του διχάλα αποτελεί τμήμα του νότιου ορίου. Η επικράτεια των Μαυροπόδαρων Ινδιάνων συγκροτεί το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού ορίου. Τα Lewis και Clark και Flathead National δάση αποτελούν το νότιο και δυτικό όριο.[27] Το πάρκο περιλαμβάνει μια δωδεκάδα μεγάλων λιμνών και 700 μικρότερων, αλλά μόνον 131 λίμνες είναι επώνυμες. Η λίμνη ΜακΝτόναλντ (McDonald) στη δυτική πλευρά του πάρκου είναι η μεγαλύτερη σε μήκος (15,4 χλμ.), η μεγαλύτερη σε έκταση (27,61 χμ²) και η βαθύτερη (141μ.). Πολλές μικρότερες λίμνες, γνωστές ως tarns, βρίσκονται σε κυκλοτερείς κοιλάδες που σχηματίζονται από τη διάβρωση των παγετώνων. Ορισμένες από αυτές τις λίμνες, όπως οι Avalanche και Cracker, είναι χρωματισμένες με ένα σκοτεινό τυρκουάζ χρώμα που προέρχεται από διασκορπισμένη παγετωνική ιλύ, η οποία χρωματίζει, επίσης, μια σειρά από ρέματα με γαλακτώδες λευκό χρώμα. Οι λίμνες του Εθνικού Πάρκου Γκλέισιερ παραμένουν ψυχρές όλο το χρόνο, με θερμοκρασίες που σπάνια ξεπερνούν τους 10 °C στην επιφάνεια τους.[28] Οι ψυχρές αυτές λίμνες υποστηρίζουν μικρή ανάπτυξη πλαγκτού, εξασφαλίζοντας ότι τα νερά τους είναι εξαιρετικά καθαρά. Η έλλειψη πλαγκτόν, ωστόσο, μειώνει τον ρυθμό διήθησης της ρύπανσης, οπότε οι τυχόντες ρύποι έχουν την τάση να παραμένουν περισσότερο. Κατά συνέπεια, οι λίμνες θεωρούνται περιβαλλοντικά «καμπανάκια», καθώς μπορούν να επηρεαστούν γρήγορα από μικρές αυξήσεις ρύπων.[29]
Περίπου 200 καταρράκτες είναι διάσπαρτοι σε όλο το πάρκο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ξηρών περιόδων του έτους, πολλοί από αυτούς έχουν ελάχιστο νερό. Οι μεγαλύτεροι βρίσκονται στην περιοχή Two Medicine, οι Καταρράκτες McDonald στην ομώνυμη κοιλάδα και οι Swiftcurrent στην περιοχή Many Glacier. Ένας από τους ψηλότερους καταρράκτες είναι ο Bird Woman, ο οποίος πέφτει από τα 150 μ., κάτω από τη βόρεια πλαγιά του Όρους Oberlin.[30]
Οι βράχοι που βρίσκονται στο πάρκο είναι κυρίως ιζηματογενή πετρώματα της Ζώνης Supergroup (Supergroup Belt). Καταβυθίστηκαν σε ρηχές θάλασσες, 1,6 δισεκατομμύρια έως 800 εκατομμύρια χρόνια πριν. Κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης των Βραχωδών Ορέων, 170 εκατομμύρια χρόνια πριν, μια περιοχή πετρωμάτων που είναι τώρα γνωστή ως Lewis Overthrust ωθήθηκε 80 χλμ. ανατολικά. Αυτή η εφίππευση είχε πάχος αρκετών χιλιομέτρων και μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων, και είχε σαν αποτέλεσμα οι παλαιότεροι βράχοι να βρεθούν πάνω από νεότερους, έτσι ώστε τα Προτεροζωικά πετρώματα να είναι μεταξύ 1,4 και 1,5 δισεκατομμυρίων ετών παλαιότερα από τα Κρητιδικά πετρώματα πάνω στα οποία στηρίζονται.[31][32]
Μια από τις πιο δραματικές ενδείξεις αυτής της εφίππευσης είναι το Chief Mountain, μια απομονωμένη κορυφή στην άκρη του ανατολικού ορίου του πάρκου, 800 μέτρα πάνω από τις Μεγάλες Πεδιάδες.[32] Υπάρχουν έξι βουνά στο πάρκο πάνω από τα 3.000 μ. με ψηλότερο σημείο το όρος Κλίβελαντ στα 3.196 μ. Η επιτυχώς ονομαζόμενη Triple Divide Peak («Τριχασμένη Κορυφή») στέλνει νερά προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, τον Κόλπο Χάντσον και τις λεκάνες του Κόλπου του Μεξικού. Αυτή η αιχμή μπορεί να θεωρηθεί, δικαίως, ως η κορυφή της βορειοαμερικανικής ηπείρου, αν και το όρος στέκεται μόλις 2.420 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[33]
Τα βράχια στο Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ είναι τα καλύτερα διατηρημένα Προτεροζωικά ιζηματογενή πετρώματα στον κόσμο, με μερικές από τις πιο σημαντικές πηγές όσον αφορά στα «αρχεία» της πρώιμης ζωής. Τα ιζηματογενή πετρώματα παρόμοιας ηλικίας, που βρίσκονται σε άλλες περιοχές, έχουν αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανύψωση ορεινών όγκων και άλλες μεταμορφωσιγενείς αλλαγές. Κατά συνέπεια, είναι λιγότερο κοινά και πιο δύσκολο να παρατηρηθούν. Αντίθετα, τα πετρώματα στο πάρκο διατηρούν χαρακτηριστικά όπως, σχηματισμό λεπτών φύλλων σε επίπεδο κλίμακας χιλιοστών, κυματόμορφα σημάδια, ρωγμές ιλύος, κρύσταλλους αλάτων, οολίτες και άλλα ιζηματογενή στοιχεία κλινοστρωμνής. Έξι απολιθωμένα είδη Στροματολιτών, πρωτογενών οργανισμών αποτελούμενων κυρίως από μπλε-πράσινα φύκη, έχουν τεκμηριωθεί, και χρονολογούνται 1 δισεκατομμύριο χρόνια πριν, περίπου.
Η ανακάλυψη του Σχηματισμού (Formation) Appekunny, ενός καλά διατηρημένου στρώματος βράχων στο πάρκο, μετέθεσε την μέχρι τώρα καθιερωμένη ημερομηνία για την προέλευση των ζώων, ένα (1) ολόκληρο δισεκατομμύριο χρόνια πιο πίσω. Αυτός ο σχηματισμός έχει δομές κλίνης και πιστεύεται ότι, απεικονίζει τα «ερείπια» της παλαιότερης αναγνωρισμένης ζωικής μορφής πάνω στη Γη.[32]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ, πιστό στην ονομασία του, κυριαρχείται από βουνά που έχουν σκαλιστεί στα σημερινά τους σχήματα, από τους τεράστιους παγετώνες της Τελευταίας Εποχής των Παγετώνων (LGM, Last Glacial Maximum). Ωστόσο, αυτοί οι παγετώνες έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό στα τελευταία 12.000 χρόνια. Τα στοιχεία της εκτεταμένης παγετωνικής δράσης εντοπίζονται σε όλο το πάρκο υπό μορφή κοιλάδων -κυκλοτερών ή σχήματος U-, παγετωνικών αυχένων και μεγάλων λιμνών εκροής που απλώνονται σαν «δάχτυλα» από τη βάση των υψηλότερων κορυφών. Από το τέλος της Τελευταίας Εποχής των Παγετώνων παρατηρούνται διάφορες τάσεις θέρμανσης και ψύξης. Η τελευταία πρόσφατη τάση ψύξης ήταν κατά τη διάρκεια της Μικρής Εποχής των Παγετώνων, η οποία έλαβε χώρα, περίπου, μεταξύ 1550 και 1850. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, οι παγετώνες στο πάρκο διευρύνθηκαν και προχώρησαν, αν και σε ελάχιστο βαθμό σε σχέση με εκείνους που υπήρχαν κατά την πραγματική παγετωνική εποχή.[34]
Στα μέσα του 20ού αιώνα, η εξέταση χαρτών και φωτογραφιών του προηγούμενου αιώνα παρείχε σαφείς αποδείξεις ότι, οι 150 παγετώνες που ήταν γνωστό ότι υπήρχαν στο πάρκο εκατό χρόνια νωρίτερα, είχαν υποχωρήσει και, σε πολλές περιπτώσεις, εξαφανίστηκαν συνολικά. Φωτογραφίες που ελήφθησαν από τον Παγετώνα Γκρίνελ (Grinnell Glacier) μεταξύ 1938 και 2009, όπως φαίνεται, βοηθούν στην παροχή οπτικής επιβεβαίωσης της έκτασης υποχώρησης των παγετώνων.[35]
Μετά το τέλος της Μικρής Εποχής των Παγετώνων το 1850, οι παγετώνες στο πάρκο υποχώρησαν σε μέτριο βαθμό μέχρι τη δεκαετία του 1910. Όμως, μεταξύ του 1917 και του 1941, ο ρυθμός υποχώρησης επιταχύνθηκε, φθάνοντας μέχρι τα 100 μ. ετησίως για μερικούς παγετώνες. Μια ελαφρά ψυχρή περίοδος, από τη δεκαετία του 1940 έως το 1979, βοήθησε να επιβραδυνθεί ο ρυθμός υποχώρησης και, σε μερικές περιπτώσεις, αύξησε το μέγεθος των παγετώνων μέχρι και δέκα μέτρα. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1980, οι παγετώνες στο πάρκο ξεκίνησαν μια σταθερή περίοδο απώλειας πάγου, η οποία συνεχιζόταν μέχρι το 2010. Το 1850, οι παγετώνες Μπλάκφουτ και Τζάκσον (Blackfoot & Jackson Glaciers) κάλυπταν 5.337 στρέμματα (21,6 χμ²), αλλά μέχρι το 1979, στην ίδια περιοχή του πάρκου, υποχώρησαν καλύπτοντας μόνο 1.828 στρέμματα (7.4 χμ²). Μεταξύ του 1850 και του 1979, το 73% των πάγων είχαν λιώσει. Μάλιστα, την εποχή που δημιουργήθηκε το πάρκο, ο Παγετώνας Τζάκσον αποτελούσε μέρος του Παγετώνα Μπλάκφουτ, αλλά οι δύο τους χωρίστηκαν από μεμονωμένους παγετώνες, έκτοτε.[36]
Ο αντίκτυπος της υποχώρησης των παγετώνων στα οικοσυστήματα του πάρκου δεν είναι πλήρως γνωστός, αλλά τα φυτικά και ζωικά είδη που εξαρτώνται από το κρύο νερό θα μπορούσαν να υποφέρουν εξαιτίας της απώλειας οικοτόπων. Η μειωμένη εποχική τήξη του πάγου των παγετώνων ενδέχεται, επίσης, να επηρεάσει τη ροή των ρευμάτων κατά τη διάρκεια των ξηρών καλοκαιρινών και φθινοπωρινών εποχών, μειώνοντας τα επίπεδα του υδροφόρου ορίζοντα και αυξάνοντας τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών. Η απώλεια των παγετώνων θα μειώσει επίσης την αισθητική οπτική που παρέχουν οι παγετώνες στους επισκέπτες.[37]
Καθώς το πάρκο, αφ’ ενός διασχίζει τον Hπειρωτικό Υδροκρίτη (Continental Divide) της Β. Αμερικής, αφ΄ετέρου έχει πάνω από 2.100 μ. υψομετρικές διαφορές, πολλά κλίματα και μικροκλίματα ανευρίσκονται σ’ αυτό. Όπως και σε άλλα αλπικά συστήματα, η μέση θερμοκρασία συνήθως πέφτει καθώς αυξάνεται το υψόμετρο.[38] Η δυτική πλευρά του πάρκου, στη λεκάνη του Ειρηνικού, έχει ηπιότερο και υγρότερο κλίμα λόγω του, γενικότερα, μικρότερου υψομέτρου. Η κατακρήμνιση είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης, κατά μέσο όρο 50 έως 80 χιλιοστά ανά μήνα. Χιονόπτωση μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου, ακόμη και το καλοκαίρι, ειδικά σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
Ο χειμώνας μπορεί να φέρει παρατεταμένα ψυχρά κύματα, ειδικά στην ανατολική πλευρά του Ηπειρωτικού Υδροκρίτη, η οποία έχει μεγαλύτερο μέσο υψόμετρο. Οι χιονοπτώσεις είναι σημαντικές κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με τη μεγαλύτερη συσσώρευση χιονιού να συμβαίνει στα δυτικά. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, οι υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι κατά μέσον όρο 16 έως 21 °C, αλλά τα χαμηλά της νύχτας, συνήθως, πέφτουν στην περιοχή των 4 °C. Οι θερμοκρασίες στα ορεινά μπορεί να είναι πολύ πιο χαμηλές. Αντίθετα, στις χαμηλές δυτικές κοιλάδες, τα καλοκαίρια κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να φτάσουν και τους 30 °C.[39]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ έχει ένα εξαιρετικά αναγνωρισμένο ερευνητικό πρόγραμμα για την κλιματική αλλαγή. Με βάση το δυτικό Γκλέισιερ, κυρίως στο Bozeman της Μοντάνα, η Γεωλογική Επιθεώρηση των ΗΠΑ έχει διεξαγάγει επιστημονικές έρευνες για συγκεκριμένες μελέτες σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές, μετά το 1992. Εκτός από τη μελέτη των παγετώνων που υποχωρούν, οι έρευνες περιλαμβάνουν μελέτες δασικής μοντελοποίησης όπου αναλύονται η οικολογία πυρκαγιών και οι μεταβολές των ενδιαιτημάτων. Επιπρόσθετα, τεκμηριώνονται οι αλλαγές στις μορφές αλπικής βλάστησης, οι μελέτες υδροληψίας -όπου οι ρυθμοί ροής των υδάτων και οι θερμοκρασίες καταγράφονται συχνά σε ορισμένους σταθμούς μετρήσεων-, αλλά και η ατμοσφαιρική έρευνα όπου αναλύονται η ακτινοβολία UV-B, το όζον και άλλα ατμοσφαιρικά αέρια σε σχέση με το χρόνο. Η έρευνα που συντάχθηκε συμβάλλει στην ευρύτερη κατανόηση των κλιματικών αλλαγών στο πάρκο. Τα δεδομένα που συλλέγονται, σε σύγκριση με άλλες εγκαταστάσεις που είναι διάσπαρτες σε όλο τον κόσμο, συμβάλλουν στη συσχέτιση αυτών των κλιματικών αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα.[41][42]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ θεωρείται ότι έχει εξαιρετική ποιότητα αέρα και νερού. Δεν υπάρχουν μεγάλες πυκνοκατοικημένες περιοχές οπουδήποτε κοντά στην περιοχή, ενώ και οι βιομηχανικές επιπτώσεις ελαχιστοποιούνται λόγω έλλειψης εργοστασίων και άλλων παραγόντων που, δυνητικά, συνεισφέρουν στη ρύπανση. Ωστόσο, οι πεντακάθαρες και κρύες λίμνες που βρίσκονται σε όλο το πάρκο, εύκολα μολύνονται από ατμοσφαιρικούς ρύπους που πέφτουν κάθε φορά που βρέχει ή χιονίζει, ενώ κάποια στοιχεία των ρύπων αυτών έχουν βρεθεί στα νερά του πάρκου. Οι πυρκαγιές θα μπορούσαν, επίσης, να επηρεάσουν την ποιότητα του νερού. Ωστόσο, το επίπεδο ρύπανσης θεωρείται επί του παρόντος αμελητέο, ενώ οι λίμνες και οι πλωτές οδοί του πάρκου έχουν βαθμολογία ποιότητας Α-1, την υψηλότερη βαθμολογία που έδωσε η πολιτεία της Μοντάνα.[43]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ αποτελεί τμήμα ενός μεγάλου προστατευμένου οικοσυστήματος, συλλογικά γνωστού ως «Κορώνα του Ηπειρωτικού Οικοσυστήματος», μια περιοχή προστατευόμενης γης, με ολική έκταση 41.000 χμ², που βρίθει από παρθένα, άγρια φύση. Σχεδόν όλα τα φυτά και τα ζώα που υπήρχαν κατά την εποχή που οι Ευρωπαίοι εξερευνητές εισήλθαν για πρώτη φορά στην περιοχή είναι παρόντα στο πάρκο σήμερα.[5]
Συνολικά, έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 1.132 φυτικά είδη. Το κυρίως δάσος κωνοφόρων φιλοξενεί ποικίλα είδη δέντρων, όπως την ερυθρελάτη Picea engelmannii, τα έλατα Pseudotsuga menziesii και Abies lasiocarpa, το πεύκο Pinus flexilis και το φυλλοβόλο κωνοφόρο Larix occidentalis. Οι λεύκες είναι τα πιο κοινά φυλλοβόλα δένδρα και βρίσκονται σε μικρότερα υψόμετρα, συνήθως κατά μήκος των λιμνών και των ρεμάτων.[38] Η γραμμή των δένδρων στην ανατολική πλευρά του πάρκου βρίσκεται, σχεδόν, 244 μ. χαμηλότερα από τη δυτική πλευρά του ηπειρωτικού οικοσυστήματος, λόγω της έκθεσης στους ψυχρότερους ανέμους και τον καιρό των Μεγάλων Πεδιάδων. Δυτικά του ηπειρωτικού οικοσυστήματος, το δάσος δέχεται περισσότερη υγρασία και προστατεύεται περισσότερο από το χειμώνα, οπότε είναι πιο πυκνό, με ψηλότερα δέντρα. Πάνω από τις δασωμένες κοιλάδες και τις πλαγιές του βουνού κυριαρχούν συνθήκες αλπικής ζώνης, με χλόη και μικρά φυτά, σε μια περιοχή που απολαμβάνει μόλις τρεις μήνες χωρίς χιονοκάλυψη.[44] Τριάντα είδη φυτών βρίσκονται αποκλειστικά στο πάρκο και στα γύρω εθνικά δάση (ενδημικά).[45] Το Xerophyllum tenax, ένα ψηλό ανθοφόρο φυτό, βρίσκεται συνήθως κοντά σε υγρά μέρη και είναι σχετικά διαδεδομένο κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Αγριολούλουδα των γενών Mimulus, Lilium, Chamaenerion, Balsamorhiza και Castilleja είναι επίσης κοινά.
Τα δασωμένα τμήματα ανήκουν σε τρεις μεγάλες κλιματικές ζώνες. Η δυτική και βορειοδυτική ζώνες κυριαρχούνται από ερυθρελάτη και ελάτη, ενώ η νοτιοδυτική από τούγιες και τσούγκες. Οι περιοχές που βρίσκονται ανατολικά του ηπειρωτικού χώρου είναι ένας συνδυασμός ζωνών μικτής πεύκης, ερυθρελάτης, ελάτης και λιβαδιών. Τα κωνοφόρα ερυθρελάτης και ελάτης που βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας της λίμνης ΜακΝτόναλντ είναι τα ανατολικότερα παραδείγματα αυτού του κλιματικού οικοσυστήματος του Ειρηνικού.[46] Οι φυτοκοινωνίες πεύκων Pinus albicaulis έχουν υποστεί σοβαρότατη ζημιά εξαιτίας του Cronartium ribicola, ενός μη-ιθαγενούς μύκητα. Στο Γκλέισιερ και στην περιβάλλουσα περιοχή, το 30% αυτών των πεύκων έχουν πεθάνει και πάνω από το 70% των υπόλοιπων δένδρων έχουν μολυνθεί. Το συγκεκριμένο πεύκο παρέχει ένα σπέρμα (κουκουναρόσπορο), υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, το οποίο αποτελεί αγαπημένη τροφή των κόκκινων σκίουρων (Sciurus vulgaris) και των καρυοθραυστών του Κλαρκ (Nucifraga columbiana) . Όμως, με τη σειρά τους, οι κόκκινοι σκίουροι αποτελούν τροφή για τα γκρίζλις (Ursus arctos) και τις μαύρες αρκούδες (Ursus americanus) της επικράτειας. Μεταξύ του 1930 και του 1970, οι προσπάθειες για τον έλεγχο της εξάπλωσης του μύκητα απέβησαν ανεπιτυχείς και η συνεχιζόμενη καταστροφή των πεύκων φαίνεται πιθανή, με τις συνακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις για τα εξαρτώμενα είδη.[47]
Στην ουσία, όλα τα ιστορικά γνωστά φυτικά και ζωικά είδη, με εξαίρεση τον βίσονα και το καριμπού, είναι ακόμα παρόντα, παρέχοντας στους βιολόγους ένα ακέραιο οικοσύστημα για φυτική και ζωική έρευνα. Δύο απειλούμενα είδη θηλαστικών, η αρκούδα γκρίζλι και ο καναδικός λύγκας βρίσκονται στο πάρκο.[48] Αν και οι αριθμοί τους παραμένουν σε ιστορικά επίπεδα, και τα δύο αναφέρονται ως απειλούμενα, επειδή σχεδόν σε κάθε άλλη περιοχή των Η.Π.Α. έξω από την Αλάσκα, είναι είτε εξαιρετικά σπάνια είτε απουσιάζουν από το ιστορικό εύρος κατανομής τους. Κατά μέσον όρο, μία ή δύο επιθέσεις γκρίζλις σε ανθρώπους συμβαίνουν κάθε χρόνο. Από τη δημιουργία του πάρκου το 1910, υπήρξαν συνολικά 10 θάνατοι που συνδέονται με αυτές τις αρκούδες. Ο αριθμός των γκρίζλις και των λυγκών στο πάρκο δεν είναι απόλυτα γνωστός, αλλά οι βιολόγοι πάρκων πίστευαν από το 2008 ότι, υπήρχαν μόλις πάνω από 300 γκρίζλις στο πάρκο. Μια μελέτη που άρχισε το 2001 προσδοκεί να καθορίσει τον αριθμό των λυγκών.[48] Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι, ο αδηφάγος, ένα άλλο πολύ σπάνιο θηλαστικό, ζει επίσης στο πάρκο.[49]
Άλλα θηλαστικά όπως o ορέαμνος (Oreamnus americanus) και τα είδη Ovis canadensis, Alces alces, Odocoileus hemionus, Mephitis mephitis, Odocoileus virginianus, Lynx rufus, Canis latrans, Puma concolor, είναι είτε άφθονα είτε συνηθισμένα. Σε αντίθεση με το Εθνικό Πάρκο Γιέλοουστοουν, το οποίο εφήρμοσε πρόγραμμα επανεισαγωγής λύκων στη δεκαετία του 1990, πιστεύεται ότι οι λύκοι επαναποίκησαν το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.[50] Εξήντα δύο είδη θηλαστικών έχουν τεκμηριωθεί, μεταξύ των οποίων τα Taxidea taxus, Lontra canadensis, Erethizon dorsatum, Neovison vison, Martes americana, Pekania pennanti, έξι είδη νυχτερίδων και πολλά άλλα μικρότερα θηλαστικά.
Συνολικά 260 είδη πτηνών έχουν καταγραφεί, με αρπακτικά όπως ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός, ο χρυσαετός, ο πετρίτης, ο ψαραετός και πολλά είδη γερακιών που ζουν εκεί καθ'όλη τη διάρκεια του έτους.[51] Η πάπια Histrionicus histrionicus, ένα πολύχρωμο είδος βρίσκεται στις λίμνες και τις πλωτές οδούς. Τα Ardea herodias, Cygnus columbianus, Branta canadensis και Anas americana είναι είδη υδρόβιων πτηνών που απαντούν συχνότερα στο πάρκο. Τα Bubo virginianus, Nucifraga columbiana, Cyanocitta stelleri, Dryocopus pileatus και Bombycilla cedrorum βρίσκονται στα πυκνά δάση κατά μήκος των βουνών, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα είναι πιο πιθανό να δει κανείς το Lagopus leucura. Ο καρυοθραύστης του Κλαρκ (Nucifraga columbiana) είναι λιγότερο διαδεδομένος από ό, τι τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της μείωσης του αριθμού των πεύκων Pinus albicaulis.[47]
Λόγω του ψυχρότερου κλίματος, τα -εξώθερμα- ερπετά απουσιάζουν, εκτός από την Chrysemys picta και δύο είδη φιδιών.[52] Ομοίως, τεκμηριώνονται μόνο έξι είδη αμφιβίων, παρόλο που τα είδη αυτά υπάρχουν σε μεγάλους αριθμούς. Μετά από μια δασική πυρκαγιά το 2001, μερικοί δρόμοι πάρκων έκλεισαν προσωρινά το επόμενο έτος για να επιτρέψουν σε χιλιάδες άτομα του φρύνου Anaxyrus boreas να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές.[53] Συνολικά 23 είδη ψαριών διαμένουν στα νερά του πάρκου, και τα ιθαγενή είδη ψαριών που βρίσκονται στις λίμνες και τα ρέματα περιλαμβάνουν τα Oncorhynchus clarki, Esox lucius, Coregonus spp., Oncorhynchus nerka και Thymallus arcticus. Το πάρκο φιλοξενεί, επίσης, την απειλούμενη πέστροφα Salvelinus confluentus, η οποία είναι παράνομο να κατέχεται και πρέπει να επιστραφεί στο νερό εάν έχει αλιευθεί ακούσια.[54] H εισαγωγή στις προηγούμενες δεκαετίες της πέστροφας Salvelinus namaycush, και άλλων μη-ιθαγενών ειδών ψαριών, έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό ορισμένα ντόπια είδη πέστροφας.[55]
Οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται εδώ και πολλές δεκαετίες ως απειλή για προστατευόμενες περιοχές, όπως δάση και πάρκα. Για καλύτερη κατανόηση της οικολογίας πυρκαγιών, που αναπτύχθηκε μετά τη δεκαετία του 1960, οι δασικές πυρκαγιές θεωρούνταν φυσικό «κομμάτι» του οικοσυστήματος. Οι προγενέστερες πολιτικές καταστολής είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση νεκρών -και σε αποσύνθεση- δένδρων και φυτών, τα οποία κανονικά θα είχαν μειωθεί εάν οι φωτιές είχαν αφεθεί να τα κάψουν. Στην πραγματικότητα, πολλά είδη φυτών και ζώων χρειάζονται τις πυρκαγιές για να βοηθήσουν στην ανασύσταση του εδάφους με θρεπτικά συστατικά και για να ανοίξουν περιοχές που επιτρέπουν την ανάπτυξη αγρωστωδών και μικρότερων φυτών.[56] Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ διαθέτει ένα σχέδιο διαχείρισης πυρκαγιών που διασφαλίζει ότι, οι πυρκαγιές που προκαλούνται από τον άνθρωπο -γενικά- καταστέλλονται. Στην περίπτωση φυσικών πυρκαγιών, η φωτιά παρακολουθείται και η καταστολή εξαρτάται από το μέγεθος και την απειλή που μπορεί να προκαλέσει, αυτή, στην ανθρώπινη ασφάλεια και δομές.[57]
Η αύξηση του πληθυσμού και των προαστιακών περιοχών κοντά στα πάρκα, οδήγησε στην ανάπτυξη προγράμματος, γνωστού ως Wildland Urban Interface Fire Management, σύμφωνα με το οποίο, το πάρκο συνεργάζεται με τους γειτονικούς ιδιοκτήτες ακινήτων για τη βελτίωση της συνειδητοποίησης της ασφάλειας και της ετοιμότητας απέναντι στη φωτιά. Αυτή η προσέγγιση είναι κοινή σε πολλές άλλες προστατευόμενες περιοχές. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, τα σπίτια και οι κατασκευές κοντά στο πάρκο έχουν σχεδιαστεί για να είναι πιο ανθεκτικά στη φωτιά. Νεκρά και πεσμένα δέντρα απομακρύνονται από τα μέρη που γειτνιάζουν της ανθρώπινης κατοίκησης, μειώνοντας το διαθέσιμο φορτίο καυσίμων και τον κίνδυνο καταστροφικής πυρκαγιάς, ενώ αναπτύσσονται προειδοποιητικά συστήματα που βοηθούν τους ιδιοκτήτες και τους επισκέπτες να ενημερώνονται για τις πιθανότητες δασικής πυρκαγιάς σε μια συγκεκριμένη περίοδο του έτους.[58] Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ έχει κατά μέσον όρο 14 πυρκαγιές με 5.000 στρέμματα να καίγονται κάθε χρόνο. Το 2003, 136.000 στρέμματα κάηκαν στο πάρκο μετά από πενταετή ξηρασία και καλοκαιρινή περίοδο, σχεδόν χωρίς κατακρημνίσεις (βροχές, χαλάζι, κ.ο.κ.). Αυτή ήταν η πιο μεγάλη περιοχή που καταστράφηκε/διαμορφώθηκε από μια πυρκαγιά, από τη δημιουργία του πάρκου το 1910 και μετά.[59]
Το Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ απέχει από τις μεγάλες πόλεις. Το πλησιέστερο αεροδρόμιο βρίσκεται στο Kalispell της Μοντάνα, νοτιοδυτικά του πάρκου. Τα τρένα σταματούν στο ανατολικό και δυτικό Γκλέισιερ και το Έσεξ. Ένας στόλος αποκατεστημένων λεωφορείων της White Motor Company της δεκαετίας του '30, που ονομάζεται Red Jammers, προσφέρει περιηγήσεις σε όλους τους κύριους δρόμους του πάρκου. Οι οδηγοί των λεωφορείων ονομάζονται «Jammers», λόγω των εργαλείων που χρησιμοποίησαν για να αποκαταστήσουν τη λειτουργία των οχημάτων. Τα λεωφορεία ανακατασκευάστηκαν το 2001 από την Ford Motor Company. Τα σώματα απομακρύνθηκαν από το αρχικό τους σασί και κατασκευάστηκαν mοντέρνα σασί φορτηγών της σειράς E.[60] Μετατράπηκαν επίσης για να λειτουργούν με προπάνιο, ώστε να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις.[61]
Ιστορικά, ξύλινα τουριστικά σκάφη, ορισμένα από τα οποία χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1920, λειτουργούν σε μερικές από τις μεγαλύτερες λίμνες. Αρκετά από αυτά τα σκάφη βρίσκονται σε συνεχή εποχική λειτουργία στο Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ από το 1927, και μπορούν να μεταφέρουν μέχρι 80 επιβάτες.
Η πεζοπορία είναι δημοφιλής στο πάρκο. Περισσότεροι από τους μισούς επισκέπτες στο πάρκο αναφέρουν ότι, κάνουν πεζοπορία στα μονοπάτια των περίπου 1,7 χιλιομέτρων του πάρκου.[62] Τα 177 χλμ. του Εθνικού Μονοπατιού του Ηπειρωτικού Οικοσυστήματος (Continental Divide National Scenic Trail) καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης από το βόρειο έως το νότιο τμήμα, με μερικές εναλλακτικές διαδρομές σε μικρότερα υψόμετρα, αν το πέρασμα του μεγάλου υψομέτρου είναι κλειστό λόγω χιονιού. Ένα άλλο μονοπάτι, το Μονοπάτι του Βορειοδυτικού Ειρηνικού (Ρacific Νorthwest Τrail) διασχίζει το πάρκο για 84 χλμ., από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Τα σκυλιά δεν επιτρέπονται σε κανένα μονοπάτι στο πάρκο λόγω της παρουσίας αρκούδων και άλλων μεγάλων θηλαστικών. Επιτρέπονται μόνο σε κάμπινγκ που βρίσκονται πριν τα μονοπάτια, όπου μπορεί να προσεγγίζουν οχήματα και σε πλακόστρωτους δρόμους. Όποιος εισέρχεται στις Ηνωμένες Πολιτείες αεροπορικώς ή από ποταμούς από τον Καναδά πρέπει να έχει ένα διαβατήριο μαζί του.[63]
Πολυήμερες πεζοπορίες μπορούν να γίνουν στο πάρκο. Η διανυκτέρευση με σακκίδια εξοπλισμού επιτρέπεται στα κάμπινγκ κατά μήκος των μονοπατιών. Όμως, απαιτείται άδεια που μπορεί να ληφθεί από ορισμένα κέντρα επισκεπτών ή να κανονιστεί εκ των προτέρων. Ένα μεγάλο μέρος της παλαιάς επικράτειας του πάρκου είναι, συνήθως, απρόσιτο για τους πεζοπόρους μέχρι τις αρχές Ιουνίου, λόγω του συσσωρευμένου χιονιού και του κινδύνου από χιονοστιβάδες, ενώ πολλά μονοπάτια σε μεγαλύτερα υψόμετρα παραμένουν κλειστά από χιόνι μέχρι τον Ιούλιο.[64] Κάμπινγκ που επιτρέπουν την πρόσβαση σε οχήματα βρίσκονται σε όλο το πάρκο, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται κοντά σε κάποα από τις μεγαλύτερες λίμνες. Οι κατασκηνώσεις στο St. Mary και στο Apgar είναι ανοικτές όλο το χρόνο, αλλά οι συνθήκες είναι στοιχειώδεις εκτός εποχής, καθώς οι εγκαταστάσεις τουαλέτας είναι κλειστές και δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό. Όλοι οι χώροι με πρόσβαση σε οχήματα είναι, συνήθως, ανοικτοί από τα μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου. Παρέχονται επίσης υπηρεσίες καθοδήγησης και μεταφοράς με λεωφορείο.
Το ψάρεμα είναι δημοφιλές στο πάρκο. Μερικά από τα ωραιότερα αλιεύματα με fly fishing στη Βόρεια Αμερική μπορούν να αναζητηθούν στα ρέματα που περνάνε μέσα από το πάρκο. Παρόλο που απαιτείται οι ψαράδες να καταλαβαίνουν τους κανονισμούς, δεν απαιτείται άδεια για την αλιεία των υδάτων εντός των ορίων του πάρκου. Ωστόσο, η απειλούμενη Salvelinus confluentus, είναι παράνομο να κατέχεται και πρέπει να επιστραφεί στο νερό εάν έχει αλιευθεί ακούσια. Κατά τα άλλα, οι κανονισμοί σχετικά με τα όρια αλιευμάτων ανά ημέρα είναι χαλαροί.[54] Η χειμερινή αναψυχή στο Γκλέισιερ είναι περιορισμένη. Το snowmobiling είναι παράνομο σε όλο το πάρκο. Το σκι αντοχής επιτρέπεται στις κοιλάδες μικρότερου υψομέτρου, μακριά από τις ζώνες των χιονοστιβάδων.[65]