Εκκολπωματίτιδα | |
---|---|
Τμήμα παχέος εντέρου (σιγμοειδές) με παρουσία πολλαπλών σακοειδών προεξοχών (εκκολπωμάτων). Τα εκκολπώματα εμφανίζονται και στις δύο πλευρές της επιμήκους μυικής δεσμίδας (κολική ταινία), που διατρέχει οριζόντια το δείγμα τοξοειδώς. | |
Ειδικότητα | Γενική χειρουργική |
Συμπτώματα | Κοιλιακός πόνος, πυρετός, ναυτία, διάρροια, δυσκοιλιότητα, παρουσία αίματος στα κόπρανα[1] |
Επιπλοκές | Απόστημα, συρίγγιο, διάτρηση εντέρου[1] |
Συνήθης έναρξη | Αιφνίδια έναρξη, ηλικία > 50[1] |
Αίτια | Ασαφής[1] |
Παράγοντες κινδύνου | Παχυσαρκία, έλλειψη δραστηριότητας, κάπνισμα, οικογενειακό ιστορικό, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα[1][2] |
Διαγνωστική μέθοδος | Εξετάσεις αίματος, αξονική τομογραφία, κολονοσκόπηση, βαριούχος υποκλυσμός[1] |
Διαφορική διάγνωση | Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου[2] |
Πρόληψη | Μεσαλαζίνη, ριφαξιμίνη[2] |
Θεραπεία | Αντιμικροβιακά, υδρική δίαιτα, νοσηλεία στο νοσοκομείο[1] |
Νοσηρότητα | 3.3% στον ανεπτυγμένο κόσμο[1][3] |
Ταξινόμηση |
Η εκκολπωματίτιδα, και ειδικά η εκκολπωματίτιδα του παχέος εντέρου, είναι μια νόσος του γαστρεντερικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των παθολογικών σακοειδών προσεκβολών - εκκολπωμάτων - που μπορεί να αναπτυχθούν στο τοίχωμα του παχέος εντέρου.[1] Τα συμπτώματα συνήθως περιλαμβάνουν πόνο στην κάτω κοιλιακή χώρα με αιφνίδια έναρξη, αλλά η νόσος μπορεί να εξελιχθεί και σε διάστημα λίγων ημερών.[1] Μπορεί επίσης να συνυπάρχουν ναυτία και διάρροια ή δυσκοιλιότητα.[1] Ο πυρετός ή η παρουσία αίματος στα κόπρανα υποδηλώνουν την ύπαρξη επιπλοκής.[1] Είναι δυνατόν να συμβούν επαναλαμβανόμενα επεισόδια. [2]
Τα αίτια της εκκολπωματίτιδας είναι ασαφή. [1] Παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την παχυσαρκία, την έλλειψη άσκησης, το κάπνισμα, το οικογενειακό ιστορικό της νόσου και τη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ).[1] [2] Ο ρόλος της δίαιτας της χαμηλής σε φυτικές ίνες ως παράγοντας κινδύνου δεν είναι βέβαιος.[2] Η ύπαρξη εκκολπωμάτων στο παχύ έντερο χωρίς παρουσία φλεγμονής είναι γνωστή ως εκκολπωμάτωση . [1] Φλεγμονή παρουσιάζεται στο 10% με 25% των περιπτώσεων σε κάποια χρονική στιγμή και οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη.[2] [4] Η διάγνωση γίνεται συνήθως με αξονική τομογραφία, αν και οι εξετάσεις αίματος, η κολονοσκόπηση ή ο βαρυούχος υποκλυσμός μπορεί επίσης να συμβάλλουν στη διάγνωση. [1] Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου . [2]
Στα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνονται η τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η έλλειψη δραστηριότητας και το κάπνισμα.[2] Η μεσαλαζίνη και η ριφαξιμίνη θεωρούνται χρήσιμες για την πρόληψη επεισοδίων έξαρσης σε άτομα με εκκολπωμάτωση.[2] Η αποφυγή ξηρών καρπών και σπόρων ως προληπτικό μέτρο δεν συνιστάται πλέον, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι πράγματι παίζουν ρόλο στην έναρξη της φλεγμονής στα εκκολπώματα. [1] [5] Για την ήπια εκκολπωματίτιδα, συνιστώνται αντιβιοτικά από το στόμα και δίαιτα με υγρές τροφές.[1] Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστούν ενδοφλέβια αντιβιοτικά, εισαγωγή στο νοσοκομείο και αυστηρή νηστεία.[1] Τα προβιοτικά δεν έχουν σαφή ρόλο.[2] Χειρουργική επέμβαση μπορεί να απαιτηθεί για την αντιμετώπιση επιπλοκών, όπως ο σχηματισμός αποστήματος, η δημιουργία συριγγίου και η διάτρηση του παχέος εντέρου. [1]
Η νόσος είναι συνηθισμένη στον δυτικό κόσμο, ενώ είναι σπάνια στην Αφρική και την Ασία.[1] Στον δυτικό κόσμο περίπου το 35% των ανθρώπων έχουν εκκολπωμάτωση, ενώ εμφανίζεται σε λιγότερο από 1% εκείνων που ζουν σε αγροτικές περιοχές της Αφρικής,[4] ενώ το 4 με 15% μπορεί να αναπτύξουν εκκολπωματίτιδα.[3] Στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη ο κοιλιακός πόνος εντοπίζεται συνήθως στην αριστερή κάτω πλευρά (σιγμοειδές κόλον), ενώ στην Ασία είναι συνήθως στη δεξιά (ανερχόμενο κόλον).[2] [6] Η ασθένεια γίνεται συχνότερη με την πρόοδο της ηλικίας, και είναι ιδιαίτερα συχνή σε άτομα άνω των 50 ετών[1] Η συχνότητας της έχει αυξηθεί σε όλα τα μέρη του κόσμου.[2] Το 2003 στην Ευρώπη οδήγησε σε περίπου 13.000 θανάτους.[2] Είναι η πιο συχνή ανατομική νόσος του παχέος εντέρου.[2] Το κόστος που σχετίζεται με την εκκολπωματίτιδα ήταν περίπου 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2013. [2]