Ο όρος écu, προφ. /εκύ/, (εσκούδο). αντίστοιχο της αγγλικής κορώνας[1] μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα πολλά γαλλικά νομίσματα. [2] Το πρώτο écu ήταν ένα χρυσό νόμισμα (το écu d'or) που κόπηκε κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου Θ΄ της Γαλλίας, το 1266. Écu (από το λατινικό scutum) σημαίνει θυρεός, και το νόμισμα ονομάστηκε έτσι επειδή το σχέδιο επάνω του περιελάμβανε τον θυρεό της Γαλλίας. Η λέξη σχετίζεται με το Καταλανικό escut, το Πορτογαλικό scudo ή το Καστιλιανικό escudo. Η αξία του écu διέφερε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου και εισήχθησαν επίσης αργυρά νομίσματα (γνωστά ως écu d'argent).
Όταν ο Λουδοβίκος Θ΄ ανέλαβε το θρόνο, η Γαλλία εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί μικρά αργυρά δηνάρια (deniers, /ντενιέ/), τα οποία κυκλοφορούσαν από την εποχή του Καρλομάγνου, εξαιρουμένων των μεγαλύτερων αργυρών ή χρυσών νομισμάτων. Με τα χρόνια οι Γάλλοι βασιλείς είχαν παραχωρήσει σε πολλούς ευγενείς και επισκόπους το δικαίωμα να κόβουν νομίσματα και οι «φεουδαρχικές» κοπές τους ανταγωνίζοντο τα βασιλικά νομίσματα. Η Βενετία και η Φλωρεντία είχαν ήδη δείξει, ότι υπήρχε ζήτηση για μεγαλύτερα αργυρά και χρυσά νομίσματα και το 1266 ο Λουδοβίκος Θ΄ αναζήτησε ένα πλεονέκτημα για τη βασιλική νομισματοκοπία, επεκτείνοντάς την σε αυτές τις περιοχές. [3] Το χρυσό εσκούδο (écu d'or) που έκοψε, έδειχνε έναν θυρεό σπαρμένον με κρινάνθεμα (fleur-de-lis), που ήταν το οικόσημο των Καπετιδών εκείνη την εποχή. Αυτά τα νομίσματα αποτιμήθηκαν σαν να άξιζε ο χρυσός μόνο 10 φορές περισσότερο από τον άργυρο, μία μη ρεαλιστική αναλογία που ο Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να χρησιμοποιήσει. Απέτυχε ξανά, τα αργυρά νομίσματα του Λουδοβίκου Θ΄ είχαν μεγάλη επιτυχία, αλλά ο χρυσός του δεν έγινε δεκτός με αυτή την ισοτιμία και ο διάδοχός του διέκοψε την παραγωγή χρυσών νομισμάτων. [4]
Ο Φίλιππος Δ΄ επανέφερε το χρυσό νόμισμα στη Γαλλία το 1296 και ξεκίνησε μία σειρά από υπερβολικά σχεδιασμένα και ταχέως μεταβαλλόμενα σχέδια. Αυτά τα νομίσματα ονομάστηκαν γενικά από το σχέδιό τους στην εμπρόσθια όψη, έτσι το εσκούδο με τον θρόνο (écu a la chaise) που εισήγαγε ο Φίλιππος ΣΤ΄ το 1337 έδειχνε τον βασιλιά ένθρονο (με τον θυρεό των Βαλουά δίπλα του). Ο Φίλιππος ΣΤ΄ ξόδεψε τεράστιες ποσότητες από αυτά τα νομίσματα, επιδοτώντας τους συμμάχους του στις Κάτω Χώρες στην αρχή του Εκατονταετούς Πολέμου και αυτό το νόμισμα αντιγράφηκε ευρέως στις Κάτω Χώρες. [5]
Ο Κάρολος ΣΤ΄ τερμάτισε την πρακτική της συχνής αλλαγής σχεδίων των χρυσών νομισμάτων (αλλά όχι αυτή της παραβίασης τού βάρους και της αξίας τους) με το εσκούδο με την κορώνα (écu à la couronne), που έκοψε το 1385. Ονομάστηκε αυτό και πάλι από τον θυρεό στον εμπροσθότυπο, που είχε ένα στέμμα από επάνω και το οικόσημο των Βαλουά με τρία κρινάνθεμα (fleur-de-lis). Ο πατέρας τού Καρόλου ΣΤ΄ είχε επιτύχει σημαντικά αποκτήματα εναντίον των Άγγλων, αλλά είχε μετακυλήσει το κόστος στα παιδιά του. Η κυβέρνηση τού ανήλικου Καρόλου ΣΤ΄ εγκατέλειψε την υγιή νομισματική πολιτική τού πατέρα εκείνου, αντικαθιστώντας το χρυσό φράγκο με τον ίππο (franc à cheval). Το νέο εσκούδο με την κορώνα (écu à la couronne) ζύγιζε λιγότερο από το φράγκο, αλλά η αξία του αυξήθηκε από μία λίβρα, δηλαδή 20 σολδία (sous), με το φράγκο να ισούται με 22 σολδία και 6 δηνάρια (δηλαδή 22,5 σολδία) για το écu. Όχι μόνο αυτό ήταν μία υποτίμηση, αλλά ενώ το φράγκο είχε αποτιμηθεί με την αξία του σε μία λίβρα, η αποτίμηση του εσκούδου με την κορώνα (écu à la couronne) ήταν αντικείμενο χειραγώγησης. [6]
Το 1475 ο Λουδοβίκος ΙΑ΄ δημιούργησε μία παραλλαγή του εσκούδου με την κορώνα (écu à la couronne), που ονομάζεται εσκούδο με τον ήλιο (écu au soleil), επειδή ο Ήλιος εμφανίστηκε τώρα επάνω από τον θυρεό. Η διαδικασία της υποτίμησης συνεχίστηκε. Το 1515 το écu au soleil αποτιμήθηκε σε 36¾ σολδία, αλλά αυτό αυξήθηκε σε 45 σολδία μέχρι το 1547, παρόλο που το βάρος και η καθαρότητά του είχαν μειωθεί το 1519. [7] Το σχέδιο του écu συνεχίστηκε, ουσιαστικά αμετάβλητο, στα γαλλικά χρυσά νομίσματα μέχρι το 1640, όταν το χρυσό λουδοβίκειο (louis d' or) το αντικατέστησε. [8]
Στο δεύτερο μισό του 1500 ο χρυσός και o άργυρος που εισάγοντο από την Ισπανική Αμερική επηρέασαν τη Γαλλική οικονομία, αλλά ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν έπαιρνε μεγάλο μέρος τουύ νέου πλούτου. Απάντησε επαναξιολογώντας το χρυσό εσκούδο (écu d'or) σταδιακά από 45 σολδία το 1547 σε 60 σολδία (sous), δηλαδή 3 λίβρες της Τουρ (livres tournois), το 1577. Αυτό επιδείνωσε τον πληθωρισμό, που προκλήθηκε από την αύξηση της προσφοράς σε χρυσό και άργυρο και η Γενική Συνέλευση (Estates General), που συνήλθε στο Μπλουά το 1576, πρόσθεσε -στην πίεση του κοινού- το να σταματήσει η χειραγώγηση του νομίσματος.
Το 1577 ο Ερρίκος Γ΄ συμφώνησε να σταθεροποιήσει το χρυσό εσκούδο στις 3 λίβρες της Τουρ και να υιοθετήσει ένα νέο νομισματικό σύστημα με τιμές σε εσκούδα. Ως μέρος αυτού του συστήματος, εισήγαγε νομίσματα 1/4 και 1/8 εσκούδου, που κόπηκαν σε άργυρο. Οι τύποι του τετάρτου και του ογδόου αργυρού εσκούδου (écus d'argent) ήταν παράλληλοι με εκείνους του χρυσού εσκούδου (écu d'or), με τον βασιλικό θυρεό στον εμπροσθότυπο και έναν σταυρό στον οπισθότυπο. Για πρώτη φορά στη Γαλλική ιστορία, αυτά τα νομίσματα είχαν σήμα αξίας, με IIIΙ ή VIII τοποθετημένα σε κάθε πλευρά της ασπίδας. [9] Τα βασιλικά νομίσματα που κόπηκαν σε νομισματοκοπεία στη Ναβάρρα και το Μπεάρν, πρόσθεσαν τους τοπικούς θυρεούς στο κρινάνθεμο (fleur-de-lis) της Γαλλίας. Τα φεουδαρχικά νομίσματα στο Μπουγιόν και το Σεντάν, το Σατώ Ρενώ και το Ρετέλ έκοψαν επίσης τέταρτα écus, με τους δικούς τους θυρεούς να αντικαθιστούν το βασιλικό οικόσημο. [10] Μέχρι τον 17ο αι. αυτό το χρυσό εσκούδο (écu d'or) θα αυξανόταν σε αξία από 3 λίβρες σε περισσότερο από 5 λίβρες, ενώ το σφυρήλατο αργυρό τέταρτο τού εσκούδου (écu) που κοβόταν μέχρι το 1646, θα αυξανόταν σε αξία από 15 σολδία σε 1 λίβρα. [11]
Αυτό και πάλι δεν έδωσε στη Γαλλία ένα νόμισμα, που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τα τάλερ, τα οποία ήταν δημοφιλή στη Γερμανία. Επιπλέον τα Γαλλικά νομίσματα εξακολουθούσαν να κατασκευάζονται στο χέρι, έτσι το πολύτιμο μέταλλο μπορούσε να ξυστεί παράνομα από τις άκρες των νομισμάτων πριν κυκλοφορήσουν. Τέλος το χρυσό εσκούδο (écu d'or) κατασκευάστηκε από χρυσό 23 καρατίων, που δεν ήταν το διεθνές πρότυπο. Ο Ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ διόρθωσε όλα αυτά. Τοποθέτησε μηχανήματα κατασκευής νομισμάτων στο νομισματοκοπείο του Παρισιού και αντικατέστησε το χρυσό εσκούδο (écu d'or)' με το χρυσό λουδοβίκειο (Louis d' or) το 1640. Το 1641 εισήγαγε ένα αργυρό νόμισμα σε μέγεθος τάλερ, που αρχικά ονομαζόταν αργυρό λουδοβίκειο (Louis d'argent), το οποίο εκδόθηκε στα 9 σε ένα γαλλικό μάρκο από άργυρο, 11/12 καθαρότητας (24,93 γραμ. καθαρού αργύρου) και αξίας τριών λιβρών της Τουρ (livres tournois) - την ίδια αξία στην οποία το écu d'or σταθεροποιήθηκε το 1577. Αυτό το νέο νόμισμα των 3 λιβρών ονομάστηκε επίσης écu .
Από το 1690 έως το 1725 τα ποσοστά ήταν ασταθή, με αποτέλεσμα τη διακοπή του Louis d'argent υπέρ του νέου αργυρού écu. Το 1726 εκδόθηκε για πρώτη φορά σε έκδοση 8,3 σε γαλλικό μάρκο από άργυρο, 11/12 καθαρότητας (ή 27,03 γραμ. καθαρού αργύρου) και αποτιμήθηκε σε έξι livres tournois. Το αργυρό écu αναλύθηκε περαιτέρω σε νομίσματα τού 1/8 (huitième d'écu ), 1/4 (quart d'écu) και 1/2 (demi-écu). Όλα είχαν την προτομή του βασιλιά στον εμπροσθότυπο και το βασιλικό οικόσημο στην πίσω όψη.
Αυτό το αργυρό écu ήταν γνωστό ως laubthaler στη Γερμανία. Κυκλοφόρησε στη Νότια Γερμανία στα 2,8 γκούλντεν (gulden) της Νότιας Γερμανίας. [12] Στην Ελβετία άξιζε τέσσερις λίβρες Βέρνης ή τέσσερα φράγκα της Ελβετικής Δημοκρατίας. [13] Για περισσότερα σχετικά με το νομισματικό σύστημα του 17ου-18ου αι. βλέπε louis d'or, livre tournois και σκούδο Ιταλίας.
Το αργυρό écu εξαφανίστηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση και ανταλλάχθηκε με γαλλικά φράγκα με ισοτιμία 6 λίβρες = 6/1,0125 ή 5,93 φράγκα. Στα 4,5 γραμ. καθαρού αργύρου ανά φράγκο, αυτό σήμαινε ότι κάθε écu περιείχε μόνο 26,66 γραμ. καθαρού αργύρου.
Αλλά τα αργυρά νομίσματα των 5 φράγκων που κόπηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αι., ήταν απλώς μία συνέχεια των παλαιών écus και συχνά ονομάζοντο ακόμη écu από τους Γάλλους. Το écu όπως υπήρχε αμέσως πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν περίπου ισοδύναμο (από άποψη αγοραστικής δύναμης) με 24 ευρώ ή 30 δολάρια ΗΠΑ τού 2017.