Το ελληνοϊβηρικό αλφάβητο ήταν σε χρήση κυρίως κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και αποτελεί προσαρμοσμένη έκδοση της ιωνικής μορφής του ελληνικού αλφαβήτου για τις ανάγκες της ιβηρικής γλώσσας.[1] Η γραφή είναι αλφαβητική και δεν διαθέτει τα διακριτά χαρακτηριστικά των παλαιοισπανικών συστημάτων γραφής τα οποία έχουν σύμβολα με συλλαβική αξία για τα κλειστά φωνήματα και αντίστοιχα σύμβολα για τα υπόλοιπα φωνήεντα και σύμφωνα.[2]Εναλλακτικά είναι γνωστό και ως κοντενστανική γραφή, από την περιοχή της Κοντεστάνια στην οποία ανακαλύφθηκαν τα περισσότερα ευρήματα. Εκτιμάται πως το αλφάβητο προήλθε από τους Φωκαείς άποικους της Μασσαλίας και του Εμπορίου.[3]
Πριν την εμφάνιση της ελληνοιβηρικής γραφής υπήρχαν ήδη συστήματα γραφής με προέλευση τον πολιτισμό της Ταρτησσού. Η κύρια διαφοροποίηση της νέας γραφής ήταν ότι ήταν αλφαβητική σε αντίθεση με τα παλαιότερα ημισυλλαβογραφικά συστήματα. Θεωρείται πως η εμφάνιση του ήταν το αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητας των ελληνικών αποικιών και εμπορικών σταθμών με τους γηγενείς ιβηρικούς πληθυσμούς, με το Εμπόριον να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Σχεδόν όλα τα κείμενα που διασώζονται αφορούν εμπορικές συναλλαγές.[2]
Από τον 3ο αιώνα π.Χ. και έπειτα, το ιβηρικό σύστημα γραφής αντικατέστησε εξ ολοκλήρου τόσο το ελληνοιβηρικό όσο και το σύστημα γραφής της Ταρτησσού, παρότι το ιβηρικό σύστημα είναι ημισυλλαβικό και τεχνικά μειονεκτεί έναντι του ελληνοιβηρικού το οποίο ήταν αλφαβητικό. Έτσι θεωρείται πιθανό πως η καθολική υιοθέτηση του ιβηρικού οφείλεται όχι σε γλωσσολογικά στοιχεία, αλλά λόγω του ότι συνέπεσε τόσο με την ανάδειξη της ευρύτερης ιβηρικής ταυτότητας, όσο και με την σταδιακή εξασθένιση της εμπορικής δραστηριότητας των ελληνικών αποικιών και την αντικατάσταση τους από τις καρχηδονιακές.[3][4]
Οι επιγραφές έχουν βρεθεί κυρίως στο Αλικάντε και την Μούρθια στα κεντροανατολικά της ιβηρικής χερσονήσου.[5][6] Κατά την αρχαιότητα στην ευρύτερη αυτή περιοχή βρισκόταν οι ελληνικές αποικίες του Ημεροσκοπείου, της Αλωνίδος, και της Άκρας Λευκής, η ύπαρξη τους είναι ωστόσο αμφισβητούμενη. Στην σύγχρονη εποχή, τα περισσότερα ευρύματα έχουν βρεθεί στην Σάντα Πόλα -πιθανώς η αρχαία Αλωνίς- και στην Σαγούντο -αρχαία Ζάκυνθος-[6] στην επαρχία της Βαλένθια,[2]περιοχή όπου στην αρχαιότητα ζούσε ο ιβηρικός λαός των Κοντεστάνων με την ευρύτερη περιοχή να ονομάζεται Κοντεστάνια.
Επιγραφές έχουν βρεθεί και αρκετά πιο βόρεια στην Αμπούριας (αρχαίο Εμπόριον) της Καταλωνίας[3][7] η οποία ήταν αποικία των Φωκαέων[4] και πολύ πιθανώς η αρχική πηγή της εισαγωγής της γραφής αυτής, καθώς και στην τοποθεσία Πες Μαό (Pech Maho) στην περιοχή της Ωντ στην νοτιοκεντρική Γαλλία.[6]
Η κατεύθυνση της γραφής είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά, και οι επιγραφές που έχουν βρεθεί είναι λιγοστές, κυρίως επιγραφές σε κεραμικά καθώς και σε μολύβδινες πλάκες (έως το 2019 23 σε κεραμικά, και 9 μεγαλύτερα κείμενα σε μολύβδινες πλάκες).[4] Βάσει των αρχαιολογικών εκτιμήσεων οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ., ωστόσο τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά τους υποδεικνύουν πως η χρήση του αλφαβήτου ίσως είχε ξεκινήσει από τον 5ο αιώνα π.Χ..
Το ελληνοιβηρικό αλφάβητο διαθέτει 16 γράμματα, τα οποία αποτελούνται από 5 φωνήεντα, 5 κλειστά σύμφωνα, 2 συριστικά, 2 ρωτικά, ένα πλάγιο προσεγγιστικό, και μόνο ένα ένρινο σύμβολο. Υπάρχουν 2 εκδοχές του Ρ, μια με τόνο όπου αντιπροσωπεύει μακρύ επαναλαμβανόμενο ρ η οποία ήταν η σύνηθης μορφή, και μια χωρίς τον τόνο για βραχύ. Το ήτα χρησιμοποιείται κατά τον αρχαϊκό τρόπο για τον προσδιορισμό του ήχου ε (/e/).[4]
Η τεχνοτροπία των γραμμάτων είναι πετρογλυφική καθώς οι κεραμικές, λίθινες, και μολύβδινες επιφάνειες κάνουν εύκολη την χάραξη γλύφων με ευθείες γραμμές.
Φωνήεντα | Κλειστά σύμφωνα | Συριστικά, Ρωτικά, Χειλικά | Ένρινα | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Άλφα | Γάμμα | Σαμπί | Νι | Ν | ||||
Ήτα | Κάππα | Σίγμα | ||||||
Ιώτα | Ταυ | Ρω’ | / | |||||
Όμικρον | Δέλτα | Ρω | ||||||
Ύψιλον | Βήτα | Λάμδα |