Εμάνουελ ντε Βίττε | |
---|---|
Γέννηση | 1617[1][2][3] Άλκμααρ |
Θάνατος | 1692[1][2][3] Άμστερνταμ |
Αιτία θανάτου | πνιγμός |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία[4] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5] |
Είδος τέχνης | προσωπογραφία και τοπιογραφία |
Σημαντικά έργα | Interior of an Imaginary Catholic Church, The Oude Kerk in Amsterdam during a Service και Interior of a Protestant Gothic church with motifs of the Oude and the Nieuwe Kerk in Amsterdam |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Εμάνουελ ντε Βίττε (ολλανδικά: Emanuel de Witte, 1617[6][7] – 1692) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής στη ζωγραφική, ο οποίος ειδικευόταν στην απεικόνιση του εσωτερικού εκκλησιών. Αντίθετα με τον Πίτερ Σένρενταμ, ο οποίος έδινε έμφαση στη γεωμετρική ακρίβεια και στην προοπτική, ο ντε Βίττε ενδιαφερόταν περισσότερο για την ατμοσφαιρικότητα των εσωτερικών που απεικόνιζε. Αν και δεν ζωγράφισε πολλούς πίνακες με αυτά τα θέματα, ασχολήθηκε επίσης με τη ρωπογραφία.
Ο ντε Βίττε γεννήθηκε στο Άλκμααρ το 1617 και ήταν γιος του διευθυντή του τοπικού σχολείου Πίτερ ντε Βιτ και της συζύγου του, Γιακομάιντχε φαν ντερ Μπεκ (Jacomijntge van der Beck).[8] Έγινε μέλος στην τοπική Συντεχνία του Αγίου Λουκά το 1636.[8] Ύστερα από διαμονή στο Ρόττερνταμ μετοίκησε στο Ντελφτ όπου, σύμφωνα με τον Άρνολντ Χαουμπράκεν, διετέλεσε μαθητής του Έφερτ φαν Ελστ, ζωγράφου νεκρών φύσεων[9] και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στο Ντελφτ.[6] Τα πρώτα του έργα είναι πίνακες με μορφές και πορτρέτα, στο ύφος των καλλιτεχνών της Ουτρέχτης. Αργότερα επηρεάστηκε από τους Χέρριτ Χάουκχεϊστ, Χέντρικ φαν Φλιτ[6], Κάρελ Φαμπρίτιους και άλλους καλλιτέχνες του Ντελφτ.[10]
Γύρω στα 1651 εγκαθίσταται στο Άμστερνταμ, αν και η πρώτη του καταγραφή στην πόλη είναι του 1651[8] όπου η πρώτη του σύζυγος, Χέιργε Άρεντς (Geerje Arents), απεβίωσε λίγο αργότερα. Με την Άρεντς είχαν αποκτήσει μια θυγατέρα, η οποία βαπτίστηκε τον Οκτώβριο του 1641, ενώ ο γάμος τους έγινε στις 4 Οκτωβρίου του 1642.[8] Ο ντε Βίττε αποφάσισε να νυμφευτεί ξανά, αυτή τη φορά με την 23χρονη ορφανή Λάισμπετ φαν ντερ Πλας (Lysbeth van der Plas)[8], η οποία άσκησε κακή επίδραση στην έφηβη θυγατέρα του ντε Βίττε: Τον Δεκέμβριο του 1659 και οι δύο γυναίκες συνελήφθησαν για κλοπή από έναν γείτονα.[11] Η Λάισμπετ, σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για διάστημα έξι ετών την πόλη, ζώντας εκτός των τειχών της, και απεβίωσε το 1663.
Μετά τη σύλληψη της συζύγου και της θυγατέρας του, ο ντε Βίττε αναγκάστηκε να συνάψει συμβόλαιο στον γραμματέα του Άμστερνταμ και έμπορο έργων τέχνης Γιόρις ντε Βάις (Joris de Wijs), παραδίδοντάς του όλα του τα έργα σε αντάλλαγμα για ένα δωμάτιο με διατροφή και 800 γκίλντερς ετησίως. Ο ντε Βίττε έσπασε το συμβόλαιο, διώχθηκε δικαστικά από τον ντε Βάις και, ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να επεκτείνει το συμβόλαιό του.[12] Ορισμένοι πάτρονες υποστήριξαν τον καλλιτέχνη, αλλά οι σχέσεις τους δεν πήγαν καλά, καθώς είχε τη συνήθεια να βάζει τις φωνές στους πελάτες και στο κοινό που τον παρακολουθούσαν να εργάζεται στις εκκλησίες. Τα αρχεία αναφέρουν ότι είχε τη συνήθεια της χαρτοπαιξίας, και είχε διαμάχη με τον Χέραρντ ντε Λαιρές. Γύρω στο 1688 μετακόμισε, διαμένοντας με τον Χέντρικ φαν Στρέικ σε αντάλλαγμα της εκπαίδευσης του τελευταίου στην απεικόνιση του εσωτερικού εκκλησιών. Σύμφωνα με τον Χαουμπράκεν, ύστερα από μια φιλονικία σχετικά με το ενοίκιο, ο ντε Βίττε κρεμάστηκε από μια γέφυρα το 1692. Το σχοινί έσπασε και ο ντε Βίττε πνίγηκε. Επειδή το κανάλι πάγωσε τη νύχτα, το πτώμα του βρέθηκε μόνον έντεκα εβδομάδες αργότερα.[13]
Ο ντε Βίττε αρχικά ζωγράφιζε πορτρέτα καθώς και μυθολογικές και θρησκευτικές σκηνές. Όταν μετακόμισε στο Άμστερνταμ, ο ντε Βίττε άρχισε να ειδικεύεται όλο και περισσότερο στην απεικόνιση εσωτερικών εκκλησιών, όπως της Νέας Εκκλησίας (Nieuwe Kerk, 1677), της Παλαιάς Εκκλησίας (Oude Kerk, 1680), την οποία απεικόνισε σχεδόν από κάθε γωνία, και της Πορτογαλικής Συναγωγής (1680). Τα εσωτερικά του είναι κατασκευασμένα σε μεγάλη κλίμακα, με περίτεχνη προοπτική και σχετικά μεγάλες μορφές. Η παλέτα του έτεινε προς τη μονοχρωμία, με κιτρινωπό λευκό στις περιοχές που έπεφτε φως του ήλιου και γκρίζο ως τελείως μαύρο στις σκιές, περιστασιακά τονισμένες από απαλό πράσινο ή απαλό κόκκινο.[6] Ορισμένες φορές συνδύαζε απόψεις από διαφορετικές εκκλησίες για να απεικονίσει το εσωτερικό ιδεατών εκκλησιών, το οποίο πληθύσμωνε με μορφές εκκλησιαζομένων, οι οποίοι μερικές φορές συνοδεύονταν από σκύλους. Η εξαίρετη αίσθηση που διέθετε στη σύνθεση και οι χρωματικοί συνδυασμοί που προαναφέρθηκαν, προσέδιδαν στα έργα του σχεδόν φωτογραφική πιστότητα.
Ο ντε Βίττε ζωγράφισε επίσης, με αξιοσημείωτη επιτυχία, σκηνές της καθημερινής ζωής, όπως Η Ψαραγορά (1672) και το Αριστοκρατικό εσωτερικό με γυναίκα να παίζει βιργινάλι.