Εμίλ Βαλντόιφελ | |
---|---|
![]() | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Émile Waldteufel (Γαλλικά)[1] |
Γέννηση | 9 Δεκεμβρίου 1837[2][3][4] Στρασβούργο[5][6] |
Θάνατος | 12 Φεβρουαρίου 1915[2][3][4] Παρίσι[7][6] |
Τόπος ταφής | Grave of Waldteufel |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[1] |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού |
Ιδιότητα | διευθυντής ορχήστρας[8], συνθέτης[1], πιανίστας και μουσικολόγος |
Αδέλφια | Édouard Waldteufel |
Κίνημα | κλασική μουσική |
Όργανα | πιάνο |
Είδος τέχνης | ρομαντική μουσική |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | κλασική μουσική |
Σημαντικά έργα | Les Patineurs και Estudiantina |
![]() | |
Ο Εμίλ Βαλντόιφελ [i] -οικογενειακό όνομα Σαρλ Εμίλ Λεβί (Émile Waldteufel, οικ. Charles Émile Lévy Στρασβούργο 9 Δεκεμβρίου 1837 – Παρίσι 12 Φεβρουαρίου 1915) ήταν Γάλλος [ii] πιανίστας και συνθέτης χορευτικής μουσικής, ο σημαντικότερος μετά τον Όφενμπαχ εκπρόσωπος του είδους. Κυριάρχησε στην ελαφρά μουσική της Β’ Γαλλικής Αυτοκρατορίας εκφράζοντας, ταυτόχρονα, την πολιτιστική της νοοτροπία.[9]
Ο Βαλντόιφελ («διάβολος του δάσους», στα γερμανικά) γεννήθηκε στον αριθ. 84 της Grand' Rue στο κέντρο του Στρασβούργου. Ο παππούς και ο πατέρας του ήταν και οι δύο μουσικοί. Αλλά και η μητέρα του, Flora Neubauer, Βαυαρικής καταγωγής, υπήρξε μαθήτρια του Χούμελ και είχε γνωρίσει τον Χάιντν˙ ήταν πολύ καλή τραγουδίστρια και χορεύτρια.[10] Με καταγωγή από εβραϊκή-αλσατική οικογένεια μουσικών,[11][12] το αρχικό οικογενειακό επώνυμο του Βαλντόιφελ ήταν Lévy. Ο πατέρας του, Λουί, είχε μια προσεγμένη ορχήστρα και ο αδελφός του, Λεόν, ήταν επιτυχημένος ερμηνευτής. Όταν, μάλιστα, ο Λεόν έφυγε για να σπουδάσει βιολί στο Ωδείο του Παρισιού, η οικογένεια τον ακολούθησε εκεί.
Ο Εμίλ πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον πατέρα του και τον ντόπιο μουσικό, Γ. Χέιμπεργκερ (Joseph Heyberger). Μετά την άφιξή του στο Παρίσι, ήταν σε θέση να παρακολουθήσει βασικά μαθήματα μουσικής από τον Λοράν (Laurent) και προχωρημένα από τον Α. Μαρμοντέλ (Antoine François Marmontel).[10] Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν ο Μασνέ. Ο νεαρός Βαλντόιφελ υποχρεώθηκε να σταματήσει τις σπουδές του και να εργαστεί στο εργοστάσιο κατασκευής πιάνων Scholtus, λόγω της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, αλλά σύντομα έπιασε ένα δωμάτιο στη Rue de Bellefond για να επικεντρωθεί στη σύνθεση.[10] Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ωδείο, η ορχήστρα τού πατέρα του έγινε από τις πιο διάσημες στο Παρίσι και ο Εμίλ κλήθηκε, συχνά, να παίξει σε σημαντικές εμφανίσεις. Σε ηλικία 27 ετών, ο Βαλντόιφελ έγινε αυλικός πιανίστας της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Διηύθυνε, επίσης, την αυλική ορχήστρα σε κρατικές χοροεσπερίδες.[13] Ο διορισμός του από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’ αποκλειστικά στη μουσική διεύθυνση των χοροεσπερίδων, τον οδήγησε στη συμμετοχή του στους μεγαλοπρεπείς χορούς του Κεραμικού (Tuileries), του Μπιαρίτς και της Κομπιέν. Στην τελευταία, μάλιστα, συνάντησε πολλούς άλλους μουσικούς και καλλιτέχνες, συνόδευσε τον αυτοκράτορα να παίζει βιολί [10] και ήταν συμπαίκτης του Μπίσμαρκ στο μπιλιάρδο.[9] Το 1868 νυμφεύτηκε την Célestine Dufau, πρώην τραγουδίστρια από την Τουλούζη που εμφανίστηκε στην Opéra-Comique. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Louis René, τον Emile René και τον Berthe.[10] Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, ο Βαλντόιφελ στρατολογήθηκε και τοποθετήθηκε στην περιοχή Basses-Pyrénées. Μετά την ήττα της Γαλλίας, η Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και η πατρίδα του, Αλσατία, έγινε μέρος της Γερμανίας για το υπόλοιπο της ζωής του. Μετά την Αυτοκρατορία, η ορχήστρα έπαιζε ακόμα σε προεδρικές χοροεσπερίδες στο Élysée. Τότε, ελάχιστα μέλη της γαλλικής ανώτερης κοινωνίας γνώριζαν τον Βαλντόιφελ. Έφτασε, σχεδόν, 40 ετών πριν γίνει πιο γνωστός.
Τον Οκτώβριο του 1874, ο Βαλντόιφελ έπαιξε σε ένα μουσικό γεγονός το οποίο παρακολούθησε ο, τότε Πρίγκιπας της Ουαλίας, μελλοντικός βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄. Ο πρίγκηπας ενθουσιάστηκε από το βαλς Manolo του συνθέτη και, έκτοτε, επρόκειτο να κάνει τη μουσική τού Βαλντόιφελ γνωστή σε όλη τη Βρετανία.[14] Ακολούθησε μακροχρόνιο συμβόλαιο με τον εκδότη «Hopwood & Crew» που έδρευε στο Λονδίνο. Μέρος της εταιρείας ανήκε στον Charles Coote, διευθυντή της μπάντας Coote & Tinney's, της πρώτης χορευτικής ορχήστρας στην βρετανική πρωτεύουσα. Με αυτές τις «πλάτες», η μουσική του Βαλντόιφελ παιζόταν στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ μπροστά στη Βασίλισσα Βικτώρια. Τότε, ο συνθέτης κυριάρχησε στη μουσική σκηνή του Λονδίνου και έγινε παγκοσμίως γνωστός. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέθεσε τα γνωστότερα έργα του, πολλά από τα οποία ακούγονται, ακόμα, σήμερα σε όλο τον κόσμο. Το διασημότερο, ίσως, κομμάτι του, το βαλς Les Patineurs «Οι Παγοδρόμοι», γράφηκε το 1882.
Ο Βαλντόιφελ έδωσε συναυλίες σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Λονδίνο το 1885, το Βερολίνο το 1889, όπου απολάμβανε μια «φιλική» αντιπαλότητα με τον Στράους, [iii] και στις μεγάλες χοροεσπερίδες της Όπερας του Παρισιού, το 1890 και 1891. Συνέχισε την καριέρα του ως διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης χορευτικής μουσικής για τις Προεδρικές χοροεσπερίδες, έως το 1899, όταν και αποχώρησε. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1915, στο σπίτι του, στην οδό Saint-Georges 37 στο Παρίσι, σε ηλικία 77 ετών. Αυτός και η σύζυγός του, που είχε πεθάνει το προηγούμενο έτος, ενταφιάστηκαν στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ.
Ο Βαλντόιφελ συνέθετε στο πιάνο και για το πιάνο (συχνά για εμφανίσεις στο παλάτι) πριν από την ενορχήστρωση κάθε έργου.[15] Η τυπική ορχήστρα του αποτελείτο από έγχορδα και διπλή σειρά ξύλινων πνευστών, δύο κορνέτες, τέσσερα κόρνα, τρία τρομπόνια, και οφικλείδιο ή ευφώνιο, μαζί με κρουστά. Η μουσική του μπορεί να διακριθεί από τα βαλς και τις πόλκες του Γιόχαν Στράους Β’, καθότι χρησιμοποιεί λεπτές αρμονίες και απαλές φράσεις, σε αντίθεση με την πιο «αδρή» προσέγγιση του Στράους.
ii. ^ Αλσατός στην πραγματικότητα, γι’ αυτό και αναφέρεται και ως Γερμανός [9]
iii. ^ Λέγεται ότι, συναγωνίστηκε μαζί του στη σύνθεση βαλς, αλλά ο «αγώνας» έληξε ισόπαλος [9]