Η εμτρισιταβίνη (emtricitabine κοινώς αποκαλούμενη FTC), με την εμπορική ονομασία Emtriva (πρώην Coviracil), είναι ένα συνθετικό νουκλεοσιδικό ανάλογο της κυτιδίνης με δραστηριότητα η οποία είναι ειδική έναντι του ανθρώπινου ιού της ανοσοανεπάρκειας (HIV-1 και HIV-2) και του ιού της ηπατίτιδας Β (HBV).[1]
Η εμτρισιταβίνη κυκλοφορεί επίσης στην αγορά σε συνδυασμό σταθερής δόσης με τενοφοβίρη δισοπροξίλη (Viread) με την εμπορική ονομασία Truvada και με τενοφοβίρη αλαφεναμίδη (Vemlidy) με την εμπορική ονομασία Descovy[2].
Η εμτρισιταβίνη ενδείκνυται σε συνδυασμό με άλλους αντιρετροϊκούς παράγοντες για την πρόληψη και τη θεραπεία της λοίμωξης από τον HIV-1.
Η εμτρισιταβίνη εμφανίζει κλινική δραστηριότητα κατά του ιού της ηπατίτιδας Β (HBV), αλλά δεν έχει εγκριθεί από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για τη θεραπεία της λοίμωξης από HBV.Μεταξύ ατόμων με χρόνια λοίμωξη από HBV, η θεραπεία με εμτρισιταβίνη οδηγεί σε σημαντική ιστολογική, ιολογική και βιοχημική βελτίωση. Το προφίλ ασφάλειας της εμτρισιταβίνης κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι παρόμοιο με εκείνο του εικονικού φαρμάκου. Η εμτρισιταβίνη, όπως και όλα τα άλλα εγκεκριμένα από τον FDA φάρμακα, δεν θεραπεύει ούτε τον HIV ούτε τη λοίμωξη HBV. Σε μια μελέτη που περιελάμβανε άτομα με HBV λοίμωξη, τα συμπτώματα της λοίμωξης επανήλθαν στο 23% των ατόμων που έλαβαν θεραπεία με εμτρισιταβίνη και διακόπηκε η θεραπεία. Σε μελέτες που περιελάμβαναν άτομα με χρόνια HIV λοίμωξη, ο ιικός πολλαπλασιασμός επανέρχεται επίσης όταν τα άτομα της μελέτης διακόπτουν τη θεραπεία. όπως και με τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της HIV λοίμωξης, τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της HBV λοίμωξης ενδέχεται να πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό για την πρόληψη της εξέλιξης ανθεκτικών στα φάρμακα στελεχών. Η αποτελεσματικότητα της εμτρισιταβίνης σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα κατά του HBV δεν έχει τεκμηριωθεί.[2]
Στην κλινική πράξη, η τοξικότητα με την εμτρισιταβίνη είναι ασυνήθιστη. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία είναι η διάρροια, ο πονοκέφαλος, η ναυτία και το εξάνθημα. Αυτά τα συμπτώματα είναι γενικά ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας, αλλά προκάλεσαν τη διακοπή της θεραπείας από το 1% των ασθενών που συμμετείχαν σε κλινικές δοκιμές. Ο αποχρωματισμός του δέρματος, ο οποίος συνήθως αναφέρεται ως υπερμελάγχρωση και συνήθως επηρεάζει είτε τις παλάμες των χεριών είτε τα πέλματα των ποδιών, αναφέρεται σε λιγότερο από το 2% των ατόμων και αφορά σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς αφρικανικής καταγωγής.
Μεταξύ των πιο σοβαρών ανεπιθύμητων παρενεργειών που μπορεί να εμφανίσουν οι ασθενείς είναι ηπατοτοξικότητα ή γαλακτική οξέωση.[2]
Η εμτρισιταβίνη είναι ένα ανάλογο της κυτιδίνης. Το φάρμακο δρα αναστέλλοντας την αντίστροφη μεταγραφάση, το ένζυμο που αντιγράφει το RNA του HIV σε νέο ιικό DNA. Παρεμβαίνοντας σε αυτή τη διαδικασία, η οποία είναι κεντρική/σημαντική για τον πολλαπλασιασμό του HIV, η εμτρισιταβίνη μπορεί να συμβάλει στη μείωση της ποσότητας του HIV, ή του "ιικού φορτίου", στον οργανισμό του ασθενούς και μπορεί έμμεσα να αυξήσει τον αριθμό των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος (δηλαδή των Τ-κυττάρων/CD4+ Τ-κυττάρων). Και οι δύο αυτές αλλαγές σχετίζονται με υγιέστερο ανοσοποιητικό σύστημα και μειωμένη πιθανότητα σοβαρών ασθενειών.[2]
Αντιϊκή δραστηριότητα in vitro: Οι τιμές των συγκεντρώσεων της emtricitabine που απαιτούνται για το 50% της αναστολής (IC50) εργαστηριακά και κλινικά απομονω-μένων στελεχών HIV-1 είχαν εύρος από 0,0013 έως 0,5 µmol/l. Σε μελέτες συνδυασμού emtricitabine και αναστολέων πρωτεάσης, νουκλεοσιδικών, νουκλεοτιδικών και μη νουκλεοσιδικών αναστολέων της HIV ανάστροφης μεταγραφάσης παρατηρήθηκαν επιπροσθέτως συνεργικά αποτελέσματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους συνδυασμούς φαρμάκων δεν έχουν μελετηθεί σε ανθρώπους. Κατά τη δοκιμή της ως προς τη δραστηριότητα έναντι εργαστηριακών στελεχών HBV, οι τιμές των συγκεντρώσεων της emtricitabine για το 50% της αναστολής (IC50) είχαν εύρος από 0,01 έως 0,04 µmol/l. Αντοχή: Η αντοχή του ιού HIV-1 στην emtricitabine αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα μεταβολών στον κώδωνα 184 προκαλώντας τη μετατροπή της μεθειονίνης σε βαλίνη (ένα διάμεσο ισολευκίνης παρατηρήθηκε επίσης) της ανάστροφης μεταγραφάσης του ιού HIV. Αυτή η μετάλλαξη του ιού HIV-1 παρατηρήθηκε in vitro και σε ασθενείς με λοίμωξη από τον ιό HIV-1. [3]
Απορρόφηση : Η emtricitabine απορροφάται ταχέως και ευρέως μετά την από στόματος χορήγηση και οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα παρατηρούνται μέσα σε 1 έως 2 ώρες μετά από τη δόση. Σε 20 ασθενείς που είχαν προσβληθεί από τον ιό HIV και έλαβαν 200 mg emtricitabine ως καψάκια, σκληρά ημερησίως, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (Cmax) κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση, οι ελάχιστες συγκεντρώσεις (Cmin) και η περιοχή υπό την καμπύλη συγκεντρώσεων στο πλάσμα- χρόνου (AUC) μετά από δοσολογικό μεσοδιάστημα 24 ωρών ήταν 1,8±0,7 µg/ml, 0,09±0,07 µg/ml και 10,03±3,1 µg·h/ml, αντίστοιχα. Οι ελάχιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση έφθασαν σε επίπεδα περίπου τέσσερις φορές υψηλότερα από τις in vitro IC90 τιμές της αντι-HIV δραστηριότητας.
Αποβολή Η emtricitabine απεκκρίνεται πρωταρχικά μέσω των νεφρών με πλήρη ανάκτηση της δόσης από τα ούρα (περίπου το 86%) και στα κόπρανα (περίπου το 14%). Το 13% της δόσης της emtricitabine ανακτήθηκε στα ούρα με τη μορφή τριών μεταβολιτών. Ο μέσος όρος της συστηματικής κάθαρσης της emtricitabine ήταν 307 ml/min (4,03 ml/min/kg). Μετά την από στόματος χορήγηση ο χρόνος ημίσειας ζωής για την απομάκρυνση ήταν περίπου 10 ώρες.[3]
Τα μη κλινικά δεδομένα σχετικά με την emtricitabine δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη.[3]
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ιατρική χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |