Εμφύλιος πόλεμος στη Ρουάντα | |||
---|---|---|---|
Χάρτης των πόλεων και των οδών της Ρουάντα | |||
Χρονολογία | 1 Οκτωβρίου 1990 − 18 Ιουλίου 1994 | ||
Τόπος | Ρουάντα | ||
Έκβαση | Νίκη Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Ο εμφύλιος πόλεμος τη Ρουάντα ήταν σύγκρουση στο εσωτερικό της Ρουάντα, μεταξύ της κυβέρνησης του προέδρου Ζουβενάλ Χαμπιαριμανά και του επαναστατικού Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα (RPF). Ο εμφύλιος άρχισε την 1η Οκτωβρίου 1990, όταν εισέβαλε το RPF και φαινομενικά έληξε στις 4 Αυγούστου 1993, με την υπογραφή της Ειρηνευτικής συμφωνίας της Αρούσα, για τη δημιουργία κυβέρνησης με καταμερισμό εξουσίας[4].
Ωστόσο, η δολοφονία του Χαμπιαριμανά, τον Απρίλιο του 1994[5] αποδείχθηκε ότι ήταν ο καταλύτης για την Γενοκτονία της Ρουάντα, ο διαδεδομένος απολογισμός των νεκρών για τους οποίους είναι 800.000. Οι αλληλένδετες αιτίες του πολέμου και της γενοκτονίας οδήγησαν ορισμένους παρατηρητές στην υπόθεση ότι οι αναφορές για μαζικές δολοφονίες υποδεικνύουν στην πραγματικότητα αναζωπύρωση της ίδιας σύγκρουσης, παρά διαφορετική φάση της. Το RPF άρχισε ξανά τις επιθέσεις του για να αναλάβει τελικά τον έλεγχο της χώρας.
Στη συνέχεια, η Χούτου κυβέρνηση στην εξορία προχώρησε στη χρήση στρατοπέδων προσφύγων σε γειτονικές χώρες για να αποσταθεροποιήσει τη νέα κυβέρνηση του RPF[6]. Το RPF με τις proxy αντάρτικες ομάδες του προκάλεσε τον πρώτο πόλεμο του Κονγκό (1996-1997), που οδήγησε με τη σειρά του στον δεύτερο πόλεμο του Κονγκό (1998-2003). Όλοι οι πόλεμοι συνδέονται με τον αντικειμενικό στόχο των δυνάμεων των Χούτου, την επανάκτηση του ελέγχου της Ρουάντα. Έτσι, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε επίσημα μέχρι το 1993, στη βιβλιογραφία ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο πόλεμος έληξε με την κατάληψη του Κιγκάλι το 1994 από το RPF ή με τη διάλυση των καταυλισμών προσφύγων το 1996, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η παρουσία των μικρών αντάρτικων ομάδων κατά μήκος των συνόρων της Ρουάντα σημαίνει πως ο εμφύλιος πόλεμος είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Στις 2:30 μ.μ. κατά την 1η Οκτωβρίου του 1990, πενήντα αντάρτες του RPF εγκατέλειψαν τις θέσεις του στρατού τους στην Ουγκάντα και διέσχισαν τα σύνορα από την Ουγκάντα στην Ρουάντα, σκοτώνοντας την τελωνειακή φρουρά στο συνοριακό σταθμό Καγκιτούμπα[7]. Τους ακολούθησαν εκατοντάδες αντάρτες, ντυμένοι με τις στολές του εθνικού στρατού της Ουγκάντα, μεταφέροντας κλεμμένο οπλισμό της Ουγκάντα, συμπεριλαμβανομένων πολυβόλων, αυτόματων κανονιών, ολμοβόλων, και σοβιετικής προέλευσης και BM-21 πολλαπλούς εκτοξευτήρες ρουκετών[7]. Περίπου 2.500 στρατιώτες της Ρουάντα από τους 4.000 του στρατού της Ουγκάντα έλαβαν μέρος στην εισβολή[7], συνοδευόμενοι από 800 άτομα πολιτικό προσωπικό, συμπεριλαμβανομένου του ιατρικού προσωπικού και των αγγελιαφόρων[8]. Τόσο ο πρόεδρος Γιοβερί Μουζεβενί (Yoweri Museveni) της Ουγκάντας όσο και ο πρόεδρος Χαμπιαριμανά της Ρουάντα βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη, όπου συμμετείχαν στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για τα Παιδιά των Ηνωμένων Εθνών[9]. Κατά τις πρώτες ημέρες των συγκρούσεων, το RPF σημείωσε σημαντική πρόοδο, προωθούμενο 60 χιλιόμετρα (37 μίλια) νότια από την πόλη Γκαμπίρο[10]. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ρουάντα (FAR)ήταν αριθμητικά υπέρτερες με 5.200 στρατιώτες, με τεθωρακισμένα οχήματα και ελικόπτερα που παρείχε η Γαλλία, αλλά το RPF επωφελήθηκε από το στοιχείο του αιφνιδιασμού[10]. Η κυβέρνηση της Ουγκάντα ανέγειρε οδοφράγματα κατά μήκος της δυτικής Ουγκάντα για να αποτραπούν οι λιποταξίες, εμποδίζοντας παράλληλα τους αντάρτες να επιστρέψουν στην Ουγκάντα[10].
Στις 2 Οκτωβρίου το RPF υπέστη μια σημαντική απώλεια, όταν ο ηγέτης του, ο Φρεντ Ρουιγκιέμα (Fred Rwigyema), πυροβολήθηκε στο κεφάλι και σκοτώθηκε. Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Ρουιγκιέμα. Η επίσημη εκδοχή της κυβέρνησης Καγκάμε[11], και η εκδοχή που αναφέρει ο ιστορικός Ζεράρ Προυνιέ (Gérard Prunier) στο βιβλίο του 1995 σχετικά με το θέμα, ήταν ότι ο Ρουιγκιέμα σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα[12]. Στο βιβλίο του για τον αφρικανικό παγκόσμιο πόλεμο, το 2009, ωστόσο, ο Προυνιέ αναφέρει ότι είναι πιθανό πως ο Ρουιγκιέμα σκοτώθηκε από τον υποδιοικητή του Πίτερ Μπαγινγκάνα (Peter Bayingana), κατόπιν διαφωνίας τους σε ζητήματα τακτικής[13]. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη εκδοχή, ο Ρουιγκιέμα είχε επίγνωση της ανάγκης για αργή προέλαση και νίκη επί των δυνάμεων των Χούτου στη Ρουάντα, πριν από την επίθεση στο Κιγκάλι, ενώ ο Μπαγινγκάνα και ο συνάδελφός του υποδιοικητής Κρις Μπουνιενγιέζι (Chris Bunyenyezi), ήθελαν να χτυπήσουν σκληρά και γρήγορα[13]. Εν βρασμώ, ο Μπαγινγκάνα πυροβόλησε τον Ρουιγκιέμα[13]. Ένας άλλος ανώτερος αξιωματικός του RPF, ο Στίβεν Ντουγκούτα (Stephen Nduguta), αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, ενημέρωσε τον πρόεδρο Μουζεβενί. Εκείνος έστειλε τον αδελφό του Σαλίμ Σάλεχ (Salim Saleh) να διερευνήσει την υπόθεση. Εντέλει ο Σάλεχ διέταξε τη σύλληψη και ενδεχόμενη εκτέλεση των Μπαγινγκάνα και Μπουνιενγιέζι[14].
Όταν οι μεταδόθηκαν οι ειδήσεις για την επίθεση του RPF, η Γαλλία και το Βέλγιο έστειλαν στρατεύματα στο Κιγκάλι για να βοηθήσουν τους στρατιωτικούς της Ρουάντα στην καταπολέμηση της εισβολής[15]. Η βελγική παρουσία ήταν βραχύβια, γιατί οι νόμοι του Βελγίου απαγορεύουν την παρέμβαση του στρατού σε εμφύλιο πόλεμο[16]. Αντίθετα, η Γαλλία βοήθησε το καθεστώς και παρείχε σημαντική στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη. Σε μια στρατιωτική επιχείρηση με την κωδική ονομασία Noroît, η Γαλλία ανέπτυξε 125 στρατιώτες, οι οποίοι είχαν βάση στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, για να στηρίξει την κυβέρνηση της Ρουάντα[17][18]. Η Γαλλία επέμεινε ότι οι δυνάμεις της αναπτύχθηκαν αποκλειστικά για την προστασία των υπηκόων της, αλλά οι μονάδες αλεξιπτωτιστών πήραν θέσεις αποτροπής της κατάληψης της πρωτεύουσας από το RPF και προάσπισης του διεθνούς αεροδρομίου του Κιγκάλι[16]. Ο Ζαϊρινός πρόεδρος Μομπούτου βοήθησε επίσης τον Χαμπιαριμανά, στέλνοντας εκατοντάδες στρατιώτες της ελίτ Ειδικής Προεδρικής Μεραρχίας (DSP)[15], που σε σε αντίθεση με τα Γαλλικά και τα Ζαϊρινά στρατεύματα μετέβησαν κατευθείαν στην πρώτη γραμμή και άρχισαν την καταπολέμηση του RPF, αντί να καταλάβουν αμυντικές θέσεις[15].
Τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου, η κυβέρνηση της Ρουάντα σκηνοθέτησε επίθεση στο Κιγκάλι με πυροβολισμούς και εκρήξεις γύρω από την πόλη[19]. Οι γαλλικές δυνάμεις εξαπατήθηκαν, πιστεύοντας ότι υπεύθυνο για την επίθεση ήταν το RPF. Αμέσως μετά οι Γάλλοι στρατιώτες αυξήθηκαν στους 600[19]. Η κυβέρνηση μετά την ψεύτικη επίθεση εξαπέλυσε αντι-Τούτσι ρητορική, ενθαρρύνοντας τους πολίτες Χούτου να συλλάβουν τους Τούτσι υπόπτους για υποστήριξη του RPF[20]. Με την γαλλική και ζαϊρινή βοήθεια και επωφελούμενες από την αποδιοργάνωση του RPF μετά το θάνατο του Ρουιγκιέμα, οι κυβερνητικές δυνάμεις της Ρουάντα απέκτησαν τακτικό πλεονέκτημα και σταδιακά ανέκτησαν το σύνολο των εδαφών που κατέλαβε το RPF. Οι αντάρτες οπισθοχώρησαν τελικά άτακτα πίσω στα σύνορα της Ουγκάντα στις 30 Οκτωβρίου[21]. Πολλοί στρατιώτες λιποτάκτησαν, κάποιοι πέρασαν στην Ουγκάντα, ενώ άλλοι κρύφτηκαν στο Εθνικό Πάρκο Ακαγκέρα[21]. Η κυβέρνηση της Ρουάντα ανακοίνωσε ότι κέρδισε τον πόλεμο[21].
Ο Πολ Καγκάμε ήταν ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη στιγμή της εισβολής του Οκτωβρίου, αλλά είχε ήδη ενημερώσει τους διοικητές του Φορτ Λίβενγουορθ για την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Αφρική[22]. Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Ρουιγκιέμα αναχώρησε αμέσως[23]. Πέταξε μέσω Λονδίνου και Αντίς Αμπέμπα στο αεροδρόμιο Entebbe, όπου τού παρασχέθηκε ασφαλής διέλευση από έναν σύνδεσμο των μυστικών υπηρεσιών της Ουγκάντα[24]. Η αστυνομία θεώρησε πως έπρεπε να τον συλλάβει, αλλά με τον Μουζεβενί έξω από τη χώρα και χωρίς ειδικές εντολές, τού επέτρεψε να περάσει[25]. Στη συνέχεια ο Καγκάμε οδηγήθηκε στα σύνορα και πέρασε στην Ρουάντα στις 15 Οκτωβρίου, για να αναλάβει την διοίκηση των στρατευμάτων του RPF[25].
Αφού πέρασε μερικές ημέρες με ανώτερους αξιωματικούς συγκεντρώνοντας πληροφορίες, ο Καγκάμε αποφάσισε ότι οι στρατιώτες του δεν διέθεταν το απαραίτητο ηθικό για να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα και απέσυρε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού από την βορειοανατολική Ρουάντα στα Όρη Βιρούνγκα[26]. Λίγες ομάδες έμειναν πίσω ως δόλωμα, για να διεξάγουν επιθέσεις μικρής κλίμακας κατά των κυβερνητικών δυνάμεων της Ρουάντα, που δεν συνειδητοποίησαν ότι το μεγαλύτερο τμήμα των ανταρτών είχε αναχωρήσει[27]. Το τραχύ έδαφος σε μεγάλο υψόμετρο των Βιρούνγκα πρόσφερε σημαντική προστασία από επιθέσεις, σε περίπτωση που γινόταν γνωστό ότι είχε εκεί τη βάση του το RPF[28]. Η διαδικασία πήρε σχεδόν μια εβδομάδα, και οι στρατιώτες διέσχισαν τα σύνορα της Ουγκάντα αρκετές φορές, με την άδεια του προέδρου Μουζενεβί, εκμεταλλευόμενοι προσωπικές φιλίες μεταξύ των στρατιωτών του RPF και πρώην συναδέλφων τους στον στρατό της Ουγκάντα[27].
Οι συνθήκες στα Βιρούνγκα ήταν πολύ σκληρές για το RPF. Σε υψόμετρο 5.000 μέτρων (16.000 πόδια)[29] η συγκέντρωση τροφίμων ή προμηθειών ήταν δύσκολη και χωρίς ζεστά ρούχα αρκετοί στρατιώτες πέθαναν από υποθερμία στις χαμηλές θερμοκρασίες ή έπαθαν κρυοπαγήματα[27][29]. Ο Καγκάμε ασχολήθηκε τους επόμενους δύο μήνες για την αναδιοργάνωση του στρατού, χωρίς να προβεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις[29]. Ο Αλέξις Κανιαρένγκβε, Χούτου συνταγματάρχης που είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Χαμπιαριμανά, αλλά συγκρούστηκε μαζί του και κατέληξε στην εξορία, εντάχθηκε στο RPF και διορίστηκε πρόεδρος της οργάνωσης[29]. Ο διορισμός του Κανιαρένγκβε είχε ως κίνητρο την επιθυμία να εμφανιστεί το RPF πολυσυλλεκτικό, αν και οι περισσότεροι από τους άλλους ανώτερους νεοσύλλεκτους ήταν Τούτσι της Ουγκάντα. Το RPF αυξήθηκε τις δυνάμεις του με εθελοντές που προέρχονταν από κοινότητες Τούτσι του Μπουρούντι, του Ζαΐρ και άλλων χωρών[30]. Ο Καγκάμε εφάρμοσε αυστηρή πειθαρχία στον στρατό του, με πειθαρχημένη εκπαίδευση και κανόνες συμπεριφοράς των στρατιωτών[31]. Οι στρατιώτες όφειλαν να πληρώνουν για αγαθά που αγοράζονταν σε τοπικές κοινότητες, απαγορεύτηκε το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά και υποστηρίχθηκαν πρότυπα συμπεριφοράς που εξασφάλιζαν καλή φήμη για το RPF στον τοπικό πληθυσμό[32]. Ορισμένα αδικήματα, όπως η ανθρωποκτονία, ο βιασμός και η λιποταξία τιμωρούνταν με θάνατο[31].
Το RPF πραγματοποίησε μεγάλο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, με αιχμή του δόρατος τον οικονομικό επίτροπο Αλοΐσια Ινιούμπα (Aloisia Inyumba) από ένα γραφείο στην Καμπάλα[29]. Έλαβε δωρεές από τους εξόριστους Τούτσι διεσπαρμένους σε όλο τον κόσμο[32], συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Αφρικής, καθώς και από ορισμένους επιχειρηματίες στο εσωτερικό της Ρουάντα που εγκατέλειψαν την κυβέρνηση[33]. Τα ποσά δεν ήταν τεράστια, αλλά με σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία και μια ηγεσία πρόθυμη να ακολουθήσει έναν λιτό τρόπο ζωής, το Μέτωπο αύξησε την επιχειρησιακή του δυνατότητα[34]. Το RPF αγόραζε όπλα και πυρομαχικά από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένης της ανοικτής αγοράς, αξιοποιώντας τον διαθέσιμο οπλισμό από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου[34]. Επίσης, είναι πιθανό ότι έλαβε όπλα από αξιωματικούς του στρατού της Ουγκάντα. Σύμφωνα με τον Ζεράρ Προυνιέ αξιωματικοί της Ουγκάντα που πολέμησαν με τον Καγκάμε στον εμφύλιο της Ουγκάντα τού παρέμειναν πιστοί και περνούσαν όπλα με μυστικό τρόπο για το RPF[34]. Ο Μουζεβενί πιθανώς το γνώριζε, αλλά ήταν σε θέση να ισχυριστεί άγνοια σε πιθανές ερωτήσεις της διεθνούς κοινότητας[35]. Αργότερα ανέφερε ότι «αντιμέτωποι με το τετελεσμένο γεγονός της κατάστασης των αδελφών μας στη Ρουάντα», η Ουγκάντα προσπάθησε «να βοηθήσει το RPF ουσιαστικά, ώστε να μην ηττηθεί, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επιζήμιο για τους Τούτσι της Ρουάντα και δεν θα ήταν καλό για την σταθερότητα της Ουγκάντα»[36].
Μετά από τρεις μήνες απραξίας και ανακατατάξεων, ο Καγκάμε αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1991 ότι το RPF ήταν έτοιμο να αρχίσει τις εχθροπραξίες[37]. Ο στόχος που επιλέχθηκε για την επίθεση ήταν η βόρεια πόλη Ρουενγκέρι[37], νότια της οροσειράς Βιρούνγκα[38]. Η πόλη θεωρείτο η καλύτερη επιλογή από πρακτική άποψη, καθώς είναι η μόνη επαρχιακή πρωτεύουσα, στην οποία το RPF θα μπορούσε να επιτεθεί γρήγορα, διατηρώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού[35]. Επιπλέον, ο Καγκάμε είχε πολιτικούς λόγους για την επίθεση στο Ρουενγκέρι. Ο πρόεδρος Χαμπιαριμανά, καθώς η σύζυγός του και η ισχυρή οικογένειά της κατάγονταν από την βορειοδυτική επικράτεια της Ρουάντα που θεωρείτο καρδιά του καθεστώτος[35]. Η επίθεση εκεί ισχυροποιούσε συμβολικά την παρουσία του RPF στην περιοχή και ο Καγκάμε έλπιζε πως η επίθεση θα αποσταθεροποιούσε την κυβέρνηση[39].
Κατά τη νύχτα της 22ας Ιανουαρίου, επτακόσιοι μαχητές του RPF ακροβολίστηκαν σε κρυμμένα σημεία γύρω από την πόλη, με τη βοήθεια συμπαθούντων του RPF που διέμεναν στην περιοχή[39]. Το πρωί της 23ης επιτέθηκαν[40]. Οι δυνάμεις της Ρουάντα αιφνιδιάστηκαν και δεν ήταν ως επί το πλείστον σε θέση να υπερασπιστούν την πόλη ενάντια στην εισβολή[39]. Η αστυνομία και ο στρατός κατόρθωσαν για λίγο να υπερασπιστούν τις θέσεις τους σε ορισμένες περιοχές, σκοτώνοντας παράλληλα αριθμό ανταρτών στις εχθροπραξίες[39]. Είναι πιθανό ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις βοηθήθηκαν από την γαλλική στρατιωτική παρουσία, καθώς η γαλλική κυβέρνηση αργότερα αντάμειψε δεκαπέντε αλεξιπτωτιστές για τη συμμετοχή τους στην οπισθοφυλακή[39]. Μέχρι το μεσημέρι, ωστόσο, οι δυνάμεις που υπερασπίζονταν την πόλη ηττήθηκαν και το RPF κατέλαβε το Ρουενγκέρι[41].
Ένας από τους κύριους στόχους του RPF στο Ρουενγκέρι ήταν η φυλακή, η μεγαλύτερη στη Ρουάντα[35]. Όταν έμαθε για την εισβολή ο διευθυντής, Τσαρλς Ουιχορέγιε (Charles Uwihoreye), τηλεφώνησε στην κυβέρνηση στο Κιγκάλι, για να ζητήσει οδηγίες[40]. Μίλησε με τον συνταγματάρχη Έλι Σαγκάτουα (Elie Sagatwa), έναν από τους akazu, ο οποίος τον διέταξε να σκοτώσει όλους τους κρατούμενους στη φυλακή, για να αποφευχθεί αφενός η διαφυγή τους και πιθανές αποστασίες κατά τη διάρκεια της μάχης[39], αφετέρου να αποφευχθεί διαρροή πληροφοριών από πρώην υψηλόβαθμους πολιτικούς κρατούμενους και κυβερνητικούς προς το RPF[35]. Ο Ουιχορέγιε αρνήθηκε να υπακούσει, ακόμη και μετά την επιβεβαίωση της εντολής από τον ίδιο τον πρόεδρο[39]. Τελικά, το RPF εισέβαλε στα κτίρια της φυλακής και οι κρατούμενοι σώθηκαν[41]. Αρκετοί ενώθηκαν με το RPF, συμπεριλαμβανομένου του Τεονέστε Λιζίντε (Theoneste Lizinde), πρώην στενού συμμάχου του προέδρου Χαμπιαριμανά, που είχε συλληφθεί μετά από αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1980[41][35].
Μετά τις εχθροπραξίες στο Τουενγκέρι Ruhengeri, το RPF αποσύρθηκε και άρχισε να διεξάγει ανταρτοπόλεμο. Οι χαμηλής έντασης δεν προκάλεσαν σημαντικές ήττες σε κανένα από τα αντιμαχόμενα μέρη. Το RPF άρχισε να εκπέμπει από την Ουγκάντα στην Ρουάντα με δικό του ραδιοφωνικό σταθμό, το Radio Muhabura το 1991, ως επί το πλείστον όργανο προπαγάνδας του RPF[42]. Στις εκπομπές του κατηγορούσε την κυβέρνηση Χαμπιαριμανά για γενοκτονίες. Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, υπήρξαν πολλές απόπειρες εκεχειρίας, με μικρή επιτυχία και οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 13 Ιουλίου 1992, όταν υπεγράφη στην Αρούσα της Τανζανίας ειρηνευτική συμφωνία[43]. Στην συμφωνία καθορίστηκε χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό των μαχών και διεξήχθησαν πολιτικές συνομιλίες, που οδήγησαν στην κατανομή της εξουσίας και επέτρεψαν την παρουσία ουδέτερης στρατιωτικής ομάδας παρατηρητών υπό την αιγίδα του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας. Η κατάπαυση του πυρός τέθηκε σε ισχύ στις 31 Ιουλίου 1992 και οι πολιτικές συνομιλίες ξεκίνησαν στις 30 Σεπτέμβρη του 1992.
Ωστόσο, μετά από αναφορές για σφαγές των Τούτσι, το RPF ξεκίνησε μεγάλη επίθεση στις 8 Φεβρουαρίου 1993. Η επίθεση ανάγκασε τις κυβερνητικές δυνάμεις οπισθοχωρήσουν άτακτα, επιτρέποντας στο RPF να καταλάβει γρήγορα το Ρουενγκέρι και στη συνέχεια να προελάσει νότια προς την πρωτεύουσα. Η κατάσταση προκάλεσε ανησυχία στο Παρίσι (μακροχρόνιο υποστηρικτή του καθεστώτος Χαμπιαριμανά), που έστειλε αμέσως αρκετές εκατοντάδες στρατιώτες στη χώρα, μαζί με μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών για το πυροβολικό. Η άφιξη των γαλλικών στρατευμάτων στο Κιγκάλι άλλαξε σημαντικά την στρατιωτική κατάσταση επί του εδάφους. Στις 20 Φεβρουαρίου, με το RPF μόλις 30 χλμ (19 μίλια) βόρεια του Κιγκάλι, οι αντάρτες κήρυξαν μονομερή κατάπαυση του πυρός και κατά τους επόμενους μήνες, απέσυραν τις δυνάμεις τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάνω από 1,5 εκατομμύρια πολίτες, ως επί το πλείστον Χούτου, εγκατέλειψαν τις οικίες τους.
Μια δύσκολη ειρήνη για άλλη μια φορά τέθηκε σε εφαρμογή, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 7 Απριλίου του επομένου έτους. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αναπτύχθηκαν συμφωνίες. Μία από τις διατάξεις των συμφωνιών ήταν ότι το RPF θα έστελνε αριθμό διπλωματών στο Κινγκάλι στο Κέντρο Διεθνούς Ανάπτυξης, εντός του κτηρίου του κοινοβουλίου. Οι διπλωμάτες κατά τη συμφωνία έπρεπε να προστατεύονται από 600-1000 στρατιώτες του RPF[44].
Η δολοφονία του Χαμπιαριμανά και του Σιπριέν Νταριαμιρά, στις 6 Απριλίου 1994, υπήρξε η αφορμή για τη γενοκτονία στη Ρουάντα, γνωστή και ως γενοκτονία εναντίον των Τούτσι[45]. Ακολούθησε μαζική σφαγή των Τούτσι στη Ρουάντα από τα μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας των Χούτου. Υπολογίζεται ότι 500.000-1.000.000 Ρουαντέζοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου των 100 ημερών, από τις 7 Απριλίου έως τα μέσα Ιουλίου 1994[46], που αποτελούν το 70% των Τούτσι και το 20% του συνολικού πληθυσμού της Ρουάντα. Μετά την ανάκτηση του ελέγχου της χώρας από το RPF η γενοκτονία τελείωσε για να ακολουθήσει η προσφυγική κρίση του Γκρέιτ Λέικς. Κατ' εκτίμηση 2.000.000 Ρουαντέζοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες (το μεγαλύτερο μέρος του Χούτου πληθυσμού)[47]. Η γενοκτονία προγραμματίστηκε από τα μέλη του πυρήνα των πολιτικών ελίτ, πολλοί από τους οποίους είχαν καταλάβει θέσεις σε ανώτερα επίπεδα της εθνικής κυβέρνησης. Οι δράστες προέρχονταν από τις τάξεις του στρατού της Ρουάντα, της αστυνομίας και της κυβέρνησης υποστηριζόμενοι από παραστρατιωτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Ιντεραχάμουε και της Ιμπουζαμουγάμπι, καθώς και με τη συμμετοχή απλών πολιτών.
Η Αποστολή Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τη Ρουάντα (UNAMIR) εγκαταστάθηκε στη Ρουάντα τον Οκτώβριο του 1993[48], με την εντολή να επιβλέπει την εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας της Αρούσα[46]. Ο διοικητής της Unamir Ρομέο Νταλέρ πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Χούτου κατά την ανάπτυξη της αποστολής[49], καθώς και τα σχέδια για τη μαζική εξόντωση των Τούτσι[50]. Επίσης, έμαθε για την ύπαρξη κρυμμένων όπλων, αλλά το αίτημά του για εξουδετέρωση του οπλισμού απορρίφθηκε από το Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων του ΟΗΕ (DPKO)[49]. Η αποτελεσματικότητα της UNAMIR σε ειρηνευτικές διαδικασίες παρεμποδίστηκε από τον πρόεδρο Χαμπιαριμανά και σκληροπυρηνικούς Χούτου[51], και από τον Απρίλιο του 1994, το Συμβούλιο Ασφαλείας απείλησε να τερματίσει τη θητεία της Unamir εάν δεν σημειωνόταν πρόοδος[52].
Δεδομένου ότι καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν ενδιαφερόταν για ανακωχή η UNAMIR περιορίστηκε στον ρόλο του παρατηρητή και ο Νταλέρ την χαρακτήρισε αργότερα ως «αποτυχία»[53]. Η σημαντικότερη συμβολή της αποστολής ήταν να παρέχει καταφύγιο σε χιλιάδες Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου στην έδρα της στο Στάδιο Αμαχόρο και άλλες ασφαλείς περιοχές των Ηνωμένων Εθνών[54], καθώς και να βοηθήσει στην απομάκρυνση των ξένων υπηκόων. Στις 12 Απριλίου, η βελγική κυβέρνηση, ο κύριος πάροχος στρατευμάτων στην αποστολή[55], χάνοντας δέκα στρατιώτες για την προστασία του πρωθυπουργού Ουιλινγκιλιγιμανά, ανακοίνωσε ότι παραιτείται, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα της δύναμης ακόμη περισσότερο[56]. Στα μέσα Μαΐου, ο ΟΗΕ, τέλος, παραδέχθηκε ότι «διαπράχθηκαν πράξεις γενοκτονίας»[57] και συμφώνησε στην ενίσχυση της αποστολής, η οποία έγινε γνωστή ως UNAMIR 2[58]. Οι νέοι στρατιώτες άρχισαν να καταφθάνουν τον Ιούνιο[59] και μετά το τέλος της γενοκτονίας, τον Ιούλιο, ο ρόλος της Unamir 2 περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση της ασφάλειας και της σταθερότητας, μέχρι τη λήξη της το 1996[60].