Στην αρχαία περιοχή του Παντζάμπ, οι άνθρωποι φορούσαν βαμβακερά ρούχα. Και τα δύο φύλα από πάνω φορούσαν ενδύματα που έφταναν μέχρι τα γόνατα. Πάνω από αυτά φορούσαν μαντήλια που περνούσαν πάνω από τον αριστερό ώμο και κάτω από τον δεξί. Ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα ριχνόταν περαιτέρω πάνω από τον ένα ώμο και κρεμόταν χαλαρά προς τα γόνατα. Και τα δύο φύλα φορούσαν ένα ντότι γύρω από τη μέση.[1] Στο μοντέρνο τρόπο ένδυσης των Παντζάμπι έχει διατηρηθεί αυτή η σύνθεση, αλλά εμπλουτισμένη από μία μεγάλη ιστορία και περισσότερες μορφές στο σύνολό της.
Στην περιοχή του Παντζάμπ η βαμβακοβιομηχανία άκμασε κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν διάφορα είδη χοντροειδών βαμβακερών υφασμάτων, κατάλληλων για λούνγκι, για ακτοπλοϊκή χρήση, για πουκάμισα, κουρτίνες, τάμπα, πετσέτες, κλπ παράγονταν στις περιοχές Χοσιαρπούρ, Γουρδασπούρ, Πεσαβάρ, Λαχόρη, Μουλτάν, Αμριτσάρ, Λουντιάνα, Τζανγκ, Σαπούρ, Τζαλαντάρ, Δελχί, Γκουργκάον, Ρόχτακ, Καρνάλ, Ρεβάρι, Πάνιπατ και αλλού.[2] Αυτή η βαμβακουργία πρόσθεσε στον πλούτο της ένδυσης των Παντζάμπι, ως αντιπροσωπευτική του πλούσιου και ζωντανού πολιτισμού του Παντζάμπ.[3][4][5] Οι διάφοροι τύποι ενδυμασιών προορίζονται για τις ανάλογες εκδηλώσεις, τα φεστιβάλ των Παντζάμπι, τις τοπικές δραστηριότητες και εθιμοτυπίες.
Οι παραδοσιακές ενδυμασίες συνοδεύονται από τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ.[6]
Το σουτάν, ή σουτάνα, στην περιοχή του Παντζάμπ ιστορικά προέρχεται από το αρχαίο σβαστάνα.[7] Το σβαστάνα είναι ένα ένδυμα για το κάτω μέρος του σώματος, που μπορεί να περιγραφεί ως ένα είδος παντελονιού. Τα σβαστάνα φορέθηκαν από τους ηγεμόνες των καιρό των Μαουρύα (322 - 185 π.Χ.),[8] από τις κυρίαρχες τάξεις στη Βόρεια Ινδία τον καιρό της Αυτοκρατορίας των Κοσσανών μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα Κ.Ε.,[9] τη χρονική περίοδο της Αυτοκρατορίας Γκούπτα μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα ΚΕ [10] και τον καιρό του Βασιλιά Χάρσα [11] τον 7ο αιώνα ΚΕ.
Το σουτάν των Παντζάμπι είναι μια άμεση παραλλαγή του σβαστάνα, που μπορεί είτε να είναι στενό γύρω από τους αστραγάλους και φαρδύ από πάνω, είτε να είναι φαρδύ ως τα γόνατα και στενό ως τους αστραγάλους. Τα σουτάν φοριούνται εξίσου από άνδρες και γυναίκες. Φοριούνται ως μέρη κοστουμιού, που στις γυναίκες συνδυάζεται με κούρτι ή κούρτα. Μπορούν να είναι μέρη ενός συνόλου γκάγκρα, που είναι η παραδοσιακή ενδυμασία των γυναικών της Ινδικής υποηπείρου. Στις παραλλαγές του περιλαμβάνονται το τσόγκα (ρόμπα) και άλλοι συνδυασμοί.
Το κούρτα των Παντζάμπι με τις πλευρικές σχισμές ιστορικά ανάγεται στα γυναικεία κούρτακα που φοριούνταν σε περιοχές της βόρειας Ινδίας τον 11ο αιώνα.[12] Το κούρτακα ήταν ένα κοντό πουκάμισο, με μανίκια που εκτείνονταν από τους ώμους μέχρι τη μέση του σώματος και είχαν σκισίματα στα δύο πλαϊνά.[13] Εξελίχθηκε στο κούρτα των σύγχρονων Παντζάμπι που έχει σχισίματα στα πλαϊνά και διατίθεται σε αντρικά και γυναικεία σχέδια[14]. Το κούρτα αντλεί επίσης έμπνευση από τα τζάμα (μακριά φορέματα) και τα ανγκάρχα (σαν πουκάμισα που στερεώνονται με κόμπους). Το κούρτα μπορεί να συνδυασθεί με ένα σαλβάρ (ανάλαφρα και φαρδιά γυναικεία παντελόνια που στενεύουν στους αστράγαλους), με σουτάν, λούνγκι (δένεται στη μέση σαν φούστα), ντότι (παντελόνι που προκύπτει από άραφο ύφασμα που ντύνει τα πόδια και δένεται στη μέση), γκάγκρα και με τζιν παντελόνι.
Το Μουλτάνι κούρτα είναι κούρτα κεντημένο κροσέ με σχέδια του Μουλτάν του Πακιστανικού Παντζάμπ.[15] Επίσης, χρησιμοποιούνται και τοπικά μοτίβα Αρζάκ, που τυπώνονται στο ύφασμα με στάμπα.
Το φούλκαρι κούρτα είναι κεντημένo στο χέρι με λουλουδάτα σχέδια και μοτίβα, που είναι αντιπροσωπευτικά του πολιτισμού του Παντζάμπ.[16]
Το μπαντάνι κούρτα είναι κούρτα διακοσμημένο με μοτίβα μπαντάνι, που προκύπτουν με δέσιμο-βάψιμο (tie-dye) υφασμάτων. Αυτή η τεχνική βαφής είναι δημοφιλής στην έρημο Χολιστάν [17] του Παντζάμπ.
Το παραδοσιακό κούρτα του Παντζάμπ είναι φαρδύ και πέφτει ως τα γόνατα,[18] και έχει συντηρητικό κόψιμο.[19] Τα σύγχρονα μούκτσαρι κούρτα ιστορικά ανάγονται στην πόλη Μούκτσαρ του Παντζάμπ. Χαρακτηρίζονται από κομψά ταιριαστά κοψίματα και έξυπνα ταιριαστά σχέδια. Είναι πολύ δημοφιλή μεταξύ των νεαρών πολιτικών.[20]
Το κοστούμι Σαλβάρ είναι παραδοσιακή ενδυμασία των γυναικών του Παντζάμπ, αλλά και εθνική φορεσιά του Πακιστάν. Χαρακτηρίζεται από ζωηρές αποχρώσεις, πολύτιμα υφάσματα και κεντήματα. Το κοστούμι περιλαμβάνει τρία κομμάτια, το καμίζ πάνω, το σαλβάρ κάτω και ένα μαντήλι ντουπάτα. Σε ορισμένες περιοχές του Παντζάμπ υπάρχουν και αντρικά σχέδια κοστουμιών σαλβάρ.
Τα κοστούμια του Παντζάμπ διαφέρουν στο στυλ από αυτά που φοριούνται στο Βαλουχιστάν και στο Αφγανιστάν.[21][22][23] Το καμίζ έχει ευθύ και συντηρητικό κόψιμο, και είναι φαρδύ με σχισίματα στα πλαϊνά [24] (που είναι εξέλιξη από παλαιότερες μορφές καμίζ που δεν είχαν σχισίματα).[25] Το σαλβάρ είναι φαρδύ στην μέση, στενεύει στα πόδια και μαζεύεται στους αστραγάλους.[26] Το σαλβάρ έχει ευθύ και συντηρητικό κόψιμο, και στους αστραγάλους μαζεύεται με μία παχιά λωρίδα υφάσματος. Στο αγροτικό Παντζάμπ, το σαλβάρ ονομάζεται ακόμα σουτάν.[27] Τα κοστούμια των Παντζάμπι είναι δημοφιλή σε άλλες περιοχές της υποηπείρου,[28][29] όπως στο Μουμπάι και το Σίνδ,[30] αλλά και στο Αφγανιστάν.[31][32]
Το τεχμάτ/τάμπα και το λάτσα είναι ενδύσεις για το κάτω μέρος του σώματος στο Παντζάμπ. Το τάμπα είναι ύφασμα που στερεώνεται με δέσιμο στη μέση, μπορεί να φτάνει μέχρι τις φτέρνες ή να είναι κοντό μέχρι κάτω από τα γόνατα. Είναι μονόχρωμα και δεν έχουν στρίφωμα. Προτιμώνται από τους χορευτές του Μπάνγκρα. Το λάτσα μοιάζει με το τάμπα, αλλά έχει στριφώματα και είναι πιο ποικιλόχρωμο.[33]
Στη σύγχρονη εποχή ως κούρτι αναφέρεται το κοντό κούρτα. Παραδοσιακά, πρόκειται για ενδύματα που ντύνουν το πάνω μέρος του σώματος και κάθονται πάνω από τη μέση, χωρίς σχισίματα στα πλαϊνά. Ιστορικά ανάγονται στους χιτώνες της περιόδου της Αυτοκρατορίας Σούνγκα (2ος αιώνας π.Χ. ).[27]
Στο Παντζάμπ το κούρτι είναι ένα κοντό βαμβακερό πανωφόρι.[34] Υπάρχει ένα σχέδιο κούρτι που μοιάζει με κοντό άνγκα (ρόμπα).[35] Το κούρτι φοριέται από γυναίκες σε συνδυασμούς με σουτάν ή γκάγκρα, αλλά μπορεί να φορεθεί και από άντρες.
Πρόκειται για στυλ κοστουμιών που προέρχεται από την περιοχή Ποτοχάρ του Πακιστανικού Παντζάμπ.[1] Είναι σύνολο με πολλά κομμάτια. Το σαλβάρ είναι φαρδύ και άνετο, όπως το παλαιότερο σουτάν του Παντζάμπ, και έχει πτυχές. Και το καμίζ είναι άνετο. Το μαντήλι για το κεφάλι είναι παραδοσιακά μεγάλο, όπως το τσαντόρ[36] ή το φούλκαρι που φορούσαν στις πεδιάδες του Παντζάμπ.
Το τσόλα είναι ένα μακρύ ένδυμα που μοιάζει με φόρεμα. Φοριέται από γυναίκες και άνδρες και μπορεί να φτάνει στους αστραγάλους,[37] ή να πέφτει ακριβώς κάτω από τα γόνατα. Το παραδοσιακό τσόλα στερεώνεται με δέσιμο σε έναν ώμο [38] και τείνει να μην έχει σχισίματα στα πλαϊνά. Το τσόλα είναι η παραδοσιακή εναλλακτική επιλογή για ένδυση του τόπου.[39] Το σύγχρονο τσόλα ανοίγει στο μπροστινό μέρος κάτω από το λαιμό, κλείνεται με κουμπιά, μπορεί να έχει σχισίματα στα πλαϊνά και φοριέται όπως το κούρτα.[40] Στο Χιμάτσαλ Πραντές, η μάλλινη ζώνη μέσης ονομάζεται ντόρα.[41]
Το τσόγκα είναι ένα πανωφόρι με μακριά μανίκια, που μπροστά είναι ανοιχτό ως κάτω και δένεται πάνω από τη μέση.[42]
Το κοστούμι με σουτάν[43] και κούρτα/κούρτι είναι μια ένδυση με πολύ μεγάλη ιστορία. Τα σουτάν του Παντζάμπ είναι εξέλιξη των σβαστάνα, που ήταν στενά εφαρμοστά παντελόνια του αρχαίου Παντζάμπ[11][44] και συνδυάζονταν με ένα στενό εφαρμοστό χιτώνα που ονομαζόταν βαρμπάνα [45].
Για τα σουτάν προτιμώνται τα υφάσματα σούσι,[46] που είναι απλής ύφανσης από βαμβακερές ίνες, με παραδοσιακά χρώματα, και επενδυμένα με μεταξωτές ίνες ή και ίνες για χρυσοϋφαντά.[47][48] Το σουτάν καταλήγει στους αστραγάλους σε μία σφιχτή ταινία,[49][50] που διαφοροποιεί το σουτάν από το σαλβάρ.[1] Σε ορισμένα σχέδια, το σουτάν αρχίζει να στενεύει από τα γόνατα μέχρι κάτω στους αστράγαλους (στοιχείο που εξελίχθηκε από τη σβαστάνα). Εάν δεν χρησιμοποιηθεί λωρίδα λάστιχου, τότε απλά δένεται γύρω από τους αστραγάλους. Η μαντίλα για το κεφάλι μπορεί να είναι ένα μεγάλο τσαντόρ, ένα φούλκαρι ή ένα μοντέρνο ντουπάτα/τσούνι.
Το γκάγκρα είναι ένα σύνολο από 4 κομμάτια, που φορούσαν παραδοσιακά οι γυναίκες του Παντζάμπ. Περιλαμβάνει μία μαντίλα για το κεφάλι, ένα κούρτα / κούρτι, ένα σουτάν / σαλβάρ και ένα γκάγκρα (φούστα μακριά, διακοσμημένη και με πτυχώσεις).
Ιστορικά το γκάγκρα προέρχεται από το καντάτακα που ήταν δημοφιλές ένδυμα τον καιρό της Αυτοκρατορίας Γκούπτα.[51] Τα καντάτακα ήταν κοντά αντρικά παντελόνια [52] που τελικά εξελίχθηκαν στα γκάγκρα. Στη μεταβατική μορφή τους περιγράφηκαν ως πουκάμισο σαν φόρεμα, για άντρες και γυναίκες, που καλύπτει από το λαιμό μέχρι τους μηρούς.[53][54] Τον 7ο αιώνα τα καντάτακα συνέχισαν να φοριούνται από το λαό ως γυναικεία φορέματα.[55]
Τα τζούτι είναι παπούτσια, που παραδοσιακά είναι δερμάτινα και έχουν διακοσμητικά σχέδια με χρυσές και αργυρές ίνες. Υπάρχουν σχέδια για άντρες και γυναίκες. Τα στυλ διαφέρουν ανά περιοχή: τα τζούτι του Ποτοχάρι έχουν μυτερές μύτες, του Ντεραβάλι έχουν στρογγυλές μύτες και μεταξωτές διακοσμήσεις, του Πατιάλα έχουν χαρακτηριστικά σχέδια.[56][57]
Πρόκειται για στυλ σαλβάρ που αναπτύχθηκε στην πόλη Πατιάλα για τις γυναίκες. Τα παντελόνια είναι μακριά, άνετα, φαρδιά και ανθεκτικά. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι οι πολλές πιέτες, που αρχίζουν στη μέση και φτάνουν μέχρι κάτω.
Προέρχονται από το νότιο τμήμα του Πακιστανικού Παντζάμπ, και διακρίνονται σε δύο τύπους: τα Μπαχαβαλπούρι και τα Μουλτάνι.
Τα Μπαχαβαλπούρι είναι σαλβάρ που προέρχονται από την περιοχή Μπαχαβαλπούρ του Πακιστανικού Παντζάμπ.[58] Είναι πολύ φαρδιά και πλατιά [59] με πολλές μεγάλες πτυχές.[60] Παραδοσιακά φτιάχνονται από υφάσματα σούφι, που είναι μία σύνθεση από βαμβακερές ίνες με μεταξένια υφάδια και χρυσές ίνες που διατρέχουν σε όλο το υλικό.[61] Τα σούφι ονομάζονται και σούτζα κάνι.[62] Ως μέρος ενός κοστουμιού, το σαλβάρ του Μπαχαβαλπούρ συνδυάζεται με καμίζ ίδιου στυλ, με κούρτα του Παντζάμπ ή τσόλα. Στο κεφάλι, οι άντρες φορούν τουρμπάνια και οι γυναίκες μαντίλες.[63]
Το σαλβάρ Μουλτάνι προέρχεται από την περιοχή Μουλτάν. Το στυλ του είναι παρόμοιο με το Σίνδι κάντσα σαλβάρ, καθώς και τα δύο είναι παράγωγα του πανταλούν σαλβάρ που φορέθηκε στο Ιράκ [65] περί τον 7ο αιώνα μ.Χ.[66][67][68] Το Μουλτάνι σαλβάρ είναι πολύ φαρδύ, ευρύχωρο,[69] μακρύ και έχει πτυχές.[70] Πάνω συνδυάζεται με καμίζ και ένα τουρμπάνι που ονομάζεται πάτκα για τους άντρες, ή μία μαντίλα που ονομάζεται μποτσάν για τις γυναίκες. Τα υφάσματα του Μουλτάν έχουν παραδοσιακά σχέδια που συχνά προκύπτουν με τεχνική βαφής "δέσιμο-βάψιμο" (tie-dye). Είναι διακοσμημένα με την παραδοσιακή τεχνική καλαμπατούν, που περιλαμβάνει μοτίβα από λεπτά σύρματα.[71]
Στο Μουλτάν, στα υφάσματα, βαμβακερά και άλλα, τυπώνονται παραδοσιακά σχέδια, όπως τα μοτίβα του Άζρακ. Έτσι προκύπτουν τα τυπωμένα, σταμπωτά ή εμπριμέ υφάσματα.[72][73] Οι εργασίες γίνονται σε τυποβαφεία με τεχνικές που διαφέρουν ως προς τις χρωστικές, τις στάμπες, κ.α.[74][75] Μία μέθοδος βαφής υφασμάτων με επαναλαμβανόμενα μοτίβα είναι η "δέσιμο-βάψιμο" (tie-dye), που είναι δημοφιλής στις περιοχές Χολιστάν, Μπαχαβαλπούρ και Μουλτάν.[76]
Στο Παντζάμπ υπάρχει πληθώρα από διακοσμητικά στυλ υφασμάτων, όπως το καλαμπατούν του Μουλτάν που περιλαμβάνει μοτίβα από λεπτά σύρματα.[77] Στα κεντήματα καλαμπατούν σουρχ χρησιμοποιούνται υπερλεπτά χρυσά σύρματα σε πορτοκαλί χρώματα και κόκκινες μεταξένιες κλωστές. Στα καλαμπατούν σαφεντ χρησιμοποιούνται αργυρά σύρματα σε λευκό υλικό. Τα κεντήματα καρτσόμπ είναι κατάλληλα για χαλιά και σέλες, και πρόκειται για στερεά και πληθωρικά σχέδια από χρυσές κλωστές. Τα κεντήματα τιλακαρ ή καρτσικάν είναι στυλ διακόσμησης φορεμάτων με χρυσές κλωστές. Στο Παντζάμπ έχουν αναπτυχθεί και τα κεντήματα μουκές, με πεπλατυσμένα χρυσά σύρματα βαριάς μορφής, κυματιστά σχέδια, κ.α..[78]
Στη Λουντιάνα και το Αμριτσάρ τα κεντήματα γίνονται με λευκά, ασημένια και χρυσά νήματα, σε ρούχα όπως τα τσόγκα και τα γιλέκα φατούχι.[1] Στην επαρχία Κάγκρα τα μαντήλια ρουμάλ διακοσμούνται με ιδιαίτερα σχέδια, όπως με απεικονίσεις θρησκευτικών ιστοριών. Και το Τσάμπα είναι γνωστό για τα κεντημένα ρουμάλ του.
Το Φουλκάρι είναι το παραδοσιακό στυλ διακόσμησης για εσάρπες και μαντίλες στο Παντζάμπ.
Πρόκειται για δύο στυλ που φοριούνται από τις νύφες. Το τσάουπ είναι κεντημένο στις μπορντούρες και στις τέσσερις γωνίες, σε αμφότερες τις δύο πλευρές του υφάσματος.[1] Το σουμπάρ έχει ένα σχέδιο στο κέντρο και τέσσερα στις γωνίες.[79]
Τιλ είναι το σουσάμι, και ο όρος τιλ πάτρα κυριολεκτικά σημαίνει «πασπάλισμα με σουσάμι». Είναι στυλ διακόσμησης με σχέδια που απλώνονται σαν σησαμόσποροι.[1][80]
Το φουλκάρι νίλακ είναι κομψές διακοσμήσεις σε μαύρα ή κόκκινα υφάσματα με λαμπερά κίτρινα ή κόκκινα νήματα.[1][81]
Πρόκειται για βαριά κεντήματα σε μαντίλες, γύρω από ένα κέντρο έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα διακοσμημένο πέπλο που καλύπτει το πρόσωπο. Προέρχονται από το Ραβαλπίντι.[1]
Πρόκειται για στυλ στο οποίο μικρά κάτοπτρα ενσωματώνονται στα σχέδια του υφάσματος, μέσω ραφής με κίτρινα, γκρίζα ή μπλε νήματα. Το στυλ προέρχεται από τις περιοχές Ρόχτακ, Γκούργκαον, Χισάρ και Δελχί.[1][82]
Είναι στυλ δημοφιλές στην περιοχή του Φιροζπούρ. Περιλαμβάνει τις απεικονίσεις κοσμημάτων, όπως βραχιόλια, σκουλαρίκια, πουλιά, κ.α. με μεθοδικό τρόπο, ώστε να μπορούν να φορεθούν σε τακτική βάση.[1]
Το Λουαντσάρι είναι ένα ολόσωμο παραδοσιακό ένδυμα της Ινδίας. Φτιάχνεται από δύο μέρη που ράβονται μεταξύ τους: το πάνω μέρος ονομάζεται τσόλι και είναι σαν μπλούζα ή μπούστο, ενώ το κάτω μέρος ονομάζεται λεχάνγκα και είναι μία μακριά φούστα.[83] Τα δύο μέρη φτιάχνονται από τον ίδιο τύπο υφάσματος, αλλά μπορεί να διαφέρουν στο χρώμα. Παραδοσιακά φοριούνται από τις γυναίκες Γκάντι του Χιμάτσαλ Πραντές.
Φορέθηκε πολύ από τις γυναίκες και τους άνδρες του Παντζάμπ. Είναι ένα είδος πατζάμα που έχει πιο κοντό παντελονάκι, είναι σφιχτό και καταλήγει στη γάμπα.[84] Οι παραλλαγές του κυκλοφορούν ακόμα στην επαρχία Τζαμού.
Τα τσουριντάρ παραδοσιακά συνδέονται με τις βόρειες περιοχές της Ινδικής υποηπείρου. Η ακριβής προέλευσή τους δεν είναι γνωστή, αλλά έχουν φορεθεί από τις πρώην πριγκιπικές οικογένειες.[85] Στο Παντζάμπ γενικά φοριούνται από τον πληθυσμό.
Το τσουριντάρ πατζάμα είναι παραδοσιακή ενδυμασία για άνδρες και γυναίκες.[86] Είναι ένας συνδυασμός του στενού σουτάν του Παντζάμπ και του παραδοσιακού Ντόγκρι σουτάν που καταλήγει σε φαρδιά μπατζάκια (ενώ το σουτάν πρέπει να είναι σουρωμένο με λάστιχο στους αστραγάλους). Το τσουριντάρ αναπτύχθηκε στο Παντζάμπ, συνδέεται με αυτό και είναι διαδεδομένο σε όλην την υποήπειρο.[87][88] Το τσουριντάρ πατζάμα μπορεί να είναι οποιουδήποτε χρώματος, αλλά παραδοσιακά φτιάχνεται από σούσι (βαμβακερό υλικό), σε μπλε χρώμα με κάθετες ρίγες.[89]
Το τσουριντάρ πατζάμα είναι γνωστό και ως γκουτάνα πλήρους μήκος.[90] Όταν οι στρατιώτες από το Λάκναου ταξίδεψαν στην βρετανική επαρχία Παντζάμπ, είδαν τις μακριές πιτζάμες γκουτάνα και υιοθέτησαν τη χρήση τους στο Λάκναου, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Τα τζάμα φορέθηκαν από τους άνδρες του Παντζάμπ κατά την περίοδο των Μουγκάλ. Ο όρος τζόρα τζάμα αναφέρεται στο ένδυμα που έδινε ο θείος της νύφης στον γαμπρό,[91] και ήταν μέρος εθίμου των Παντζάμπι (αλλά οι γαμπροί δεν φορούν τζάμα τώρα). Το τζαμαβάρ είναι νυφικό φόρεμα, που παραδοσιακά φτιάχνεται από πασμίνα (ίνες σαν κασμίρι) και έχει σχέδια και διακοσμήσεις.[92][93][94]
Το ανγκάργκα είναι παραδοσιακό ένδυμα της Ινδίας για το πάνω μέρος του σώματος, που τυλίγεται γύρω από το σώμα και στερεώνεται με κόμπους ή θηλιές στον ένα ώμο. Διαφέρει ανά περιοχή. Στο Παντζάμπ, το ανγκά (που λέγεται και ανγκάρκα [95][96] και πεσβάζ) [97] είναι ένα φαρδύ πανωφόρι με φόδρα από βαμβάκι.[98] που φοριέται από γυναίκες. Το αντρικό ανγκά πέφτει κάτω από τα γόνατα, είναι ένα φαρδύ πανωφόρι [99] και στερεώνεται με δέσιμο στην πλευρά.[100] Κανονικά, το ανγκάρκα δεν έχει μπροστινά κουμπιά.[101]
Το ανγκάρκι της επαρχίας Τσάμπα του Χιμάτσαλ Πραντές είναι ραμμένο εφαρμοστό στον κορμό, και κάτω από τη μέση ανοίγει και πέφτει όπως μία σύγχρονη φούστα. Στη μέση δένεται με ένα σας (υφασμάτινη ζώνη).[103]
Οι άνδρες παραδοσιακά φορούν τουρμπάνια. Στο παρελθόν φορούσαν πολύ μεγάλα τουρμπάνια, όπως στο στυλ του Μπαχαβαλπούρ που μπορούσε να έχει μήκος μέχρι και 40 πόδια.[1] Τώρα τα τουρμπάνια είναι μικρότερα και διαφόρων σχεδίων.
Το σαλούκα είναι ένα εφαρμοστό γιλέκο που έχει φορεθεί στο Σινδ και στην ευρύτερη περιοχή του Παντζάμπ.[104] Και στο Ούταρ Πραντές.