Στη στενή σημασία της λέξης, ο όρος αναφέρεται σε μια φυτική ή χημικά παρασκευασμένη ουσία (ή ακόμη και σε ζώα, όπως π.χ. στην περίπτωση του βατράχου Bufo alvarius, ο οποίος περιέχει 5-MeO-DMT και μπουφοτενίνη) με ψυχοενεργά αποτελέσματα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας πνευματικής ή μυστικιστικής εμπειρίας. Στην ευρεία έννοια του όρου, η λέξη ενθεογόνο αναφέρεται σε ουσίες, τεχνητές ή φυσικές που επιφέρουν αλλαγή του επιπέδου συνειδητότητας, και η λήψη τους μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ένα πνευματικό ή θρησκευτικό πλαίσιο αναφοράς.
Συναφής είναι και ο όρος ψυχοδηλωτικό. Ψυχοδηλωτικές είναι οι ουσίες οι οποίες χωρίς να προκαλούν εθισμό ή εξάρτηση, μείζονες φυσιολογικές διαταραχές, σύγχυση, αποπροσανατολισμό ή αμνησία, εκδηλώνουν σκέψεις, συναισθήματα και αντιληπτικές αλλαγές που σπάνια εμφανίζονται αλλιώς, εκτός από τα όνειρα, τη νοητική και θρησκευτική έκσταση, τις ξαφνικές ολοζώντανες και ακούσιες μνήμες και την οξεία ψύχωση[1].
Η λέξη «εν-θεο-γονο» (εν, Θεός, γενέσθαι), σημαίνει «το μέσο που γεννά/παράγει/σχηματίζει (σ’ ένα άτομο) το θείο συναίσθημα». Η μετάφραση που δίδεται συνήθως «γεννάται ο Θεός εκ των έσω» δεν είναι ακριβής. Ο όρος ενθεογόνο δεν υπονοεί ότι κάτι δημιουργείται, αλλά πως κάτι που υπάρχει ήδη γίνεται αντιληπτό, ούτε πως η εμπειρία είναι μέσα στον χρήστη, αλλά πως έχει ανεξάρτητη υπόσταση. Ο όρος «ενθεογενές» είναι εσφαλμένος διότι δεν παράγεται, αλλά παράγει/γεννά θεόν εντός, όπως π.χ. ο όρος «oxygen» αποδίδεται ως «οξυγόνο».[2] Αντίστοιχα σχηματίζεται ο όρος «παραισθησιογόνο» και όχι «παραισθησιογενές».
Ο όρος ενθεογόνο παρ’ όλο που είναι μοντέρνος, προτάθηκε πρώτη φορά στη βιβλιογραφία το 1979 από τους Καρλ Ρακ (Carl A. P. Ruck), Τζέρεμι Μπίγκγουντ (Jeremy Bigwood), Ντάνι Στέιπλς (Danny Staples), Ρίτσαρντ Έβανς Σούλτες (Richard Evans Schultes), Τζόναθαν Οτ (Jonathan Ott) και Ρόμπερτ Γκόρντον Γουάσον (R. Gordon Wasson), υπάρχουν στοιχεία πως χρησιμοποιούταν από τους αρχαίους Έλληνες για να περιγράψουν θρησκευτικές μεταλήψεις, προφητικές διαστάσεις, μέχρι ερωτικά πάθη και ποιητικές εμπνεύσεις και ήταν σχετική με την έννοια του ενθουσιασμού, που σημαίνει «να έχεις μέσα σου τον Θεό».
Ο όρος προτάθηκε για να αντικαταστήσει τη λέξη «παραισθησιογόνο», διαδεδομένο εξαιτίας των εμπειριών του Άλντους Χάξλεϋ με τη μεσκαλίνη, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του οι «Οι πύλες της ενόρασης» (έχει μεταφραστεί και ως «Οι πύλες της αντίληψης») του 1953, και «ψυχεδελικό» (ή ακόμη καλύτερα «ψυχοδηλωτικό»), ένας νεολογισμός για τη «δήλωση/φανέρωση της ψυχής» που είχε προταθεί από τον άγγλο ψυχίατρο Χάμφρεϊ Όσμοντ (Humphry Osmond). Ο Ρακ και οι υπόλοιποι διατύπωσαν την άποψη καταρχάς ότι ο όρος «παραισθησιογόνο» ήταν ανάρμοστος λόγω της ετυμολογικής του σχέσης με λέξεις όπως το ντελίριο και η τρέλα. Κατά δεύτερο λόγο ο όρος «ψυχεδελικό» φάνταζε επίσης προβληματικός εξαιτίας της σχέσης του ηχητικώς με τη λέξη ψύχωση και γιατί ήταν αμετάκλητα συνδεδεμένο με τους διάφορους αρνητικούς συνειρμούς που είχε επιφέρει το κίνημα των χίπις στη δεκαετία του εξήντα.
Εικάζεται ότι ο κυκεώνας, που έπιναν οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια και είχαν έντονες εμπειρίες, περιείχε τον μύκητα ερυσίβη (από τον οποίο γίνεται και η σύνθεση του LSD).
Στα ενθεογόνα υπάγονται ουσίες όπως (μπορεί να είναι ζώα, φυτά, μύκητες ή χημικά παρασκευασμένες ουσίες):