Ενρίκο Μίτσι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 20 Σεπτεμβρίου 1885[1] Βαλέτα[2] |
Θάνατος | 20 Δεκεμβρίου 1950[1][2] Βαλέτα |
Τόπος ταφής | Addolorata Cemetery[2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Crown Colony of Malta |
Θρησκεία | Καθολικισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Μαλτεζικά Αγγλικά Ιταλικά λατινική γλώσσα |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα Ρώμης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Democratic Nationalist Party και Εθνικό Κόμμα της Μάλτας |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μπίτσε Μίτσι (1926–1950) |
Τέκνα | Fortunat Mizzi |
Γονείς | Fortunato Mizzi[2] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Minister for Industry and Commerce (1924–1927)[3] Πρωθυπουργός της Μάλτας (Σεπτέμβριος 1950 – Δεκέμβριος 1950) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ενρίκο Μίτσι (Enrico Mizzi, 20 Σεπτεμβρίου 1885 - 20 Δεκεμβρίου 1950) ήταν πολιτικός της Μάλτας, αρχηγός του εθνικιστικού κόμματος της Μάλτας από το 1926 και για μικρό διάστημα πρωθυπουργός της χώρας το 1950[4].
Γεννημένος στις 20 Σεπτεμβρίου 1885 στη Βαλέτα, ο Ενρίκο Μίτσι ήταν γιος της Μαρίας Σοφίας Φολλιέρο ντε Λούνα, κόρης του αντιπρόξενου της Νάπολης[5] και του Φορτουνάτο Μίτσι, ενός ιταλόφιλου πολιτικού της Μάλτας, ιδρυτή του κόμματος Partit Anti-Riformista. Η μητέρα του πέθανε το 1903 και ο πατέρας του το 1905, όταν ο Ενρίκο ήταν μόλις 17 και 19 αντίστοιχα.
Ο Ενρίκο σπούδασε στο σχολείο Γκόζο και μελέτησε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza και στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο. Πήρε πτυχίο στη λογοτεχνία και τις επιστήμες στο Βασιλικό Πανεπιστήμιο της Μάλτας το 1906 και στη Νομική στο Ουρμπίνο το 1911[6].
Το 1926 παντρεύτηκε την Μπίτσε Βασάλλο. Είχαν έναν γιο, τον Ντουν Φορτουνάτο Μίτσι (Dun Fortunato Mizzi, 1927-2017)[4][6], ο οποίος έγινε ιερέας το 1952 και ίδρυσε το Moviment Azzjoni Socjali (MAS) το 1955[7].
Παρότι ολοκλήρωσε τις νομικές του σπουδές στη Ρώμη, ο Μίτσι είχε ελάχιστες πιθανότητες να ασκήσει τη νομική. Στράφηκε αντίθετα στην πολιτική και τη δημοσιογραφία. Το 1915 εξελέγη μέλος της «Πατριωτικής Επιτροπής της Μάλτας» (Comitato Patriottico Maltese) και ίδρυσε την εφημερίδα «Η ηχώ της Μάλτας» (L'Eco di Malta), όργανο της ίδιας της Επιτροπής.
Κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής για το Γκόζο το 1915 και εξελέγη[4]. Εργάστηκε ακούραστα για να αναπτύξει ένα Σύνταγμα, που ήταν ανεξάρτητο από την αγγλική κυριαρχία εκείνη την εποχή.
Το 1916 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους, επειδή ανακήρυξε τον εαυτό του εκπρόσωπο της ιταλικής εθνικότητας της Μάλτας - η ποινή του μειώθηκε σε επίπληξη από τον κυβερνήτη της εποχής λόγω υποψίας παρέμβασης. Τον Μάιο του 1917 συνελήφθη και δικάστηκε από στρατοδικείο για ανταρσία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Αν και αυτή η ποινή μειώθηκε και πάλι, έχασε το δικαίωμά του να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στη χώρα[8].
Στα νιάτα του, ο Ενρίκο Μίτσι αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του Φορτουνάτο Μίτσι, ο οποίος ήταν μέλος της φιλο-ιταλικής Μαλτέζικης κοινότητας, της οποίας η πολιτική δραστηριότητα έδειξε ισχυρή υποστήριξη προς το κίνημα για την Ιταλική ενοποίηση (Risorgimento) και την επίσημη χρήση της ιταλικής γλώσσας στη Μάλτα.
«Ο Μίτσι πρώτα εκλέχθηκε στο Συμβούλιο της κυβέρνησης από το Γκόζο στα 1915 ως μέλος της Πατριωτικής Επιτροπής. Ενώ πάλευε να αποκτήσει η χώρα ένα φιλελεύθερο σύνταγμα, συνελήφθηκε στην κατοικία του στις 7 Μαΐου δικάστηκε σε στρατοδικείο με τις κατηγορίες της εξέγερσης το 1917 σύμφωνα με τους κανονισμούς άμυνας της Μάλτας για γραπτές και προφορικές δηλώσεις εναντίον των Βρετανών. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους με σκληρή εργασία, απώλεια των πολιτικών του δικαιωμάτων και στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Η ποινή ελαττώθηκε από τον κυβερνήτη Μέθουεν σε μία «αυστηρή επίπληξη», ενώ τα πολιτικά του δικαιώματα και το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος αποκαταστάθηκαν μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών το 1918»[6].
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μίτσι ήταν μέρος του μεγάλου και μετριοπαθούς συνασπισμού, που ονομάζεται Πολιτική Ένωση της Μάλτας ( Unjoni Politika Maltija, UPM), με επικεφαλής τον Ούγκο Πασκουάλε Μίφσουντ (Ugo Pasquale Mifsud) . Διασπάστηκε από αυτό, μαζί με το πιο εξτρεμιστικό και φιλο-ιταλικό ρεύμα, για να σχηματίσει το Δημοκρατικό Εθνικιστικό Κόμμα (Partit Demokratiku Nazzjonalista, PDN), με επικεφαλής τον Μίτσι.
Τα δύο κινήματα συμμετείχαν χωριστά στις γενικές εκλογές της Μάλτας το 1921, αλλά υιοθέτησαν μια μορφή ανοχής, ώστε να μην βλάψουν ο ένας τον άλλον. Το PDN εξέλεξε 4 βουλευτές από το Γκόζο. [9]
Το UPM και το PDN κατήλθαν στις εκλογές του 1924 για άλλη μια φορά ξεχωριστά, αν και σε συνασπισμό. Μετά τις εκλογές του 1924, το κόμμα του Μίτσι σχημάτισε κυβέρνηση σε συνασπισμό με την Unione Politica Maltese και εξέλεξαν 15 κοινοβουλευτικές έδρες. Κατά τη διάρκεια αυτού του νομοθετικού σώματος, ο Μίτσι ήταν Υπουργός Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, Γεωργίας και Αλιείας μαζί με τη Βιομηχανία και το Εμπόριο. [10]
Στις 23 Ιανουαρίου 1926 τα δύο κόμματα ενώθηκαν για να σχηματίσουν το Partit Nazzjonalista, με τον Μίτσι να ενεργεί ως συν-ηγέτης μαζί με τον Σερ Ούγκο Μισφούντ μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1942[11] [12]. Ωστόσο, το νέο ενιαίο κόμμα ηττήθηκε από τις εκλογές του 1927 από το «Σύμφωνο», την εκλογική συμμαχία μεταξύ του Συνταγματικού Κόμματος της Μάλτας και της Εργασίας.
Στα χρόνια από το 1924 έως το 1933 ο Μίτσι κατείχε πολλές υπουργικές θέσεις, ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Dante Alighieri και διευθυντής της Gazzetta maltese, υπό την ιδιότητά του ως υποστηρικτή του ιταλικού χαρακτήρα της Μάλτας.
Ο Μίτσι, ο «ιππότης χωρίς λεκέ ή φόβο»[13], παρέμεινε γνωστός για την προώθηση του Μαλτέζικου πατριωτισμού και του εθνικισμού σε μια εποχή που η Μάλτα ήταν αποικία[14]. Συνδέθηκε επίσης με την ιταλική ταυτότητα του λαού της Μάλτας και με την αιτία επιλογής της ιταλικής ως επίσημης γλώσσας της χώρας. Ήταν ισχυρός υποστηρικτής της ρωμαιοκαθολικής πίστης σε αντίθεση με την προτεσταντική των αποικιακών αρχών[15].
Στις 30 Μαΐου 1940, ενώ ο Μίτσι βρισκόταν στο Τυπογραφείο της Μάλτας, συνελήφθη και μαζί με 47 άλλους Μαλτέζους φυλακίστηκαν, επειδή φέρεται ότι είχαν συμπάθεια προς του Ιταλούς. Τον Φεβρουάριο του 1942, ο κυβερνήτης Ντόμπι εξέδωσε ένταλμα για την παράνομη απέλαση 47 Μαλτέζων στην Ουγκάντα, μεταξύ των οποίων και ο Μίτσι[4][16]. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του, ο Μίτσι έκανε ό,τι μπορούσε για να μείνει ενημερωμένος για τα γεγονότα στη Μάλτα. Έμεινε σε στενή επαφή με άλλα μέλη του Partit Nazzjonalista, όπως ο Γκοργκ Μποργκ Ολιβιέρ και ο Τζιουσέπε Σκέμπρι[17].
Η ομάδα των εξόριστων επετράπη να επιστρέψει στη χώρα στις 8 Μαρτίου 1945. Ο Μίτσι επανήλθε γρήγορα στην πολιτική και παρακολούθησε τη συνεδρίαση του Συμβουλίου στις 15 Μαρτίου. Ο Μίτσι σχεδίαζε να αναδιοργανώσει το Εθνικιστικό κόμμα από την αρχή. Η ιδεολογία του Κόμματος και η υποστήριξή του στον ιταλικό πολιτισμό και γλώσσα αποτέλεσαν το βασικό στοιχείο αυτού, και συχνά χρησιμοποιήθηκε εναντίον του από τους πολιτικούς εχθρούς του. Μεταξύ 1939 και 1942, οι Times της Μάλτας και η Il-Berqa, δύο εφημερίδες που ανήκαν στον Τζέραλντ Στρίκλαντ, τον ονόμασαν προδότη του έθνους και υποστηρικτή του ιταλικού φασισμού[18].
Στις εκλογές του 1950, το Εθνικιστικό Κόμμα (Partit Nazzjonalista) κατήγαγε μεγάλη νίκη και ο Μίτσι διορίστηκε πρωθυπουργός σε ένα αβέβαιο κοινοβούλιο. Πέθανε στη Βαλέτα μόλις τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1950[4] και του έγινε κρατική κηδεία. Μέχρι σήμερα, είναι ο μόνος πρωθυπουργός της Μάλτας που πέθανε εν ενεργεία[19][16].
Οι Μαλτέζοι θυμούνται τον Μίτσι για τη δυναμική του συνεισφορά στην εθνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα της Μάλτας[20].
Η Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας εξέδωσε ένα ασημένιο νόμισμα με τη μορφή του ως μέρος της σειράς Διακεκριμένων Μαλτέζικων Προσωπικοτήτων το 2001[20].
Ένα ίδρυμα ιδρύθηκε το 2010, για την προώθηση και την καλύτερη εκτίμηση της ζωής και των έργων του καθώς και εκείνων του πατέρα του, του Φορτουνάτο[21].