Η Εξοχότητα είναι τιμητικός τίτλος που δίνεται σε ορισμένους υψηλόβαθμους αξιωματούχος ενός κυρίαρχου κράτους, σε αξιωματούχους ενός διεθνούς οργανισμού, ή και σε μέλη της αριστοκρατίας. Όταν δοθεί ο τίτλος «Εξοχότητα», ο κάτοχος συνήθως διατηρεί το δικαίωμα να τον χρησιμοποιεί καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ο τίτλος είναι συνδεδεμένος με ένα συγκεκριμένο πόστο, και χρησιμοποιείται μόνο κατά την εργασία σε αυτό.[1]
Γενικά, όσοι προσφωνούνται ως Εξοχότατοι είναι αρχηγοί κρατών, αρχηγοί κυβερνήσεων (πρωθυπουργοί), πρέσβεις, ορισμένοι κληρικοί, βασιλείς και όσοι άλλοι κατέχουν ισοδύναμο βαθμό (π.χ. επικεφαλής των διεθνών οργανισμών, όπως οι ύπατοι αρμοστοί στην Κοινοπολιτεία των Εθνών).
Μερικές φορές παρερμηνεύεται ως τίτλος πόστου, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας τιμητικός τίτλος που προηγείται διαφόρων άλλων τίτλων τόσο στην ομιλία όσο και στη γραφή. Σε επίσημη αναφορά, παίρνει τη μορφή Η Αυτού Εξοχότης και Η Αυτής Εξοχότης (ή Εξοχότητα στη ν.ε.) ή Εξοχότατε και Εξοχότατη.
Οι διοικητές των αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είχαν το δικαίωμα να προσφωνούνται ως Εξοχότατοι και αυτό παραμένει στα συμβούλια των διοικητών στα Βρετανικά Υπερπόντια Εδάφη.[2]
Οι δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης προσφωνούνται ως Εξοχότατοι.
Με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου του Τελετουργικό της 31ης Δεκεμβρίου 1930 η Αγία Έδρα χορηγεί σε επισκόπους της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον τίτλο Η Αυτού Αιδεσιμότατη Εξοχότης (λατινικά, Excellentia Reverendissima).