Ως εξπρεσιονισμός στη μουσική εννοείται η επίδραση του εξπρεσιονισμού ως καλλιτεχνικό ιδίωμα στη μουσική σύνθεση, χάρη στο έργο του Άρνολντ Σαίνμπεργκ, και των μαθητών του Άντον Βέμπερν και Άλμπαν Μπεργκ, που συνέθεσαν επίσης έργα εξπρεσιονιστικά. Οι εξπρεσιονιστές συνθέτες, εκπρόσωποι της δεύτερης σχολής της Βιέννης με κεντρική φυσιογνωμία τον Σαίνμπεργκ, έσπασαν την παραδοσιακή αντίληψη της «μίμησης της φύσης» και τις παραδοσιακές αντιλήψεις της σύνθεσης γύρω από ένα επαναλαμβανόμενο κεντρικό θέμα[1].
Ο αποκαλούμενος δωδεκαφθογγισμός, για την ακρίβεια η «μέθοδος σύνθεσης με 12 συσχετισμένους φθόγγους»[2] οργανώνει την ατονικότητα μέσω μίας επιλεγμένης διαδοχής των 12 φθόγγων του συγκερασμένου μουσικού συστήματος. Η εκάστοτε διαδοχή των φθόγγων που επιλέγεται από τον συνθέτη ονομάζεται «δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς «σειρά». Η επιλογή, επεξεργασία και χρήση της σειράς έχει ως στόχο την κατάργηση των ιεραρχικών φθογγικών σχέσεων της τονικής μουσικής.
Η μέθοδος επισήμως φέρεται ότι αναπτύχθηκε από τον Αυστριακό συνθέτη Άρνολντ Σαίνμπεργκ και τους μαθητές του στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ωστόσο παρόμοιο σύστημα οργανωμένης ατονικότητας χρησιμοποίησε κατά την ίδια περίπου εποχή και προγενέστερα ο συνθέτης Γιόζεφ Ματίας Χάουερ, ανεξάρτητα από τον Σαίνμπεργκ[3].
Παρά τον ανταγωνισμό των δύο καλλιτεχνών για την πατρότητα του δωδεκαφθογγισμού και παρά το γεγονός ότι ο Χάουερ υπήρξε προγενέστερος στη διατύπωση του βασικού κανόνα περιοδικότητας του φθόγγου της χρωματικής κλίμακας[4], η μέθοδος του Σαίνμπεργκ ήταν αυτή που επηρέασε περισσότερο τους σύγχρονους και μεταγενέστερους συνθέτες του μοντερνισμού και έμεινε ως κύρια έκφραση του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη μουσική[5].
Η μέθοδος αυτή αφορά στον χειρισμό ταξινομημένων σειρών από φθόγγους της χρωματικής δωδεκαφθογγικής κλίμακας. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε για τον οποίο θεωρείται ότι ο Σαίνμπεργκ έθεσε τις βάσεις της σειραϊκής μουσικής[6]. Ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ υπήρξε, επίσης, ο πρώτος συνθέτης ο οποίος εφάρμοσε τρόπους επεξεργασίας μουσικών μοτίβων, χωρίς την επικυριαρχία ενός κεντρικού μελωδικού θέματος. Με αυτόν τον τρόπο, το μουσικό υλικό διαμορφώνεται όχι βάσει κάποιας ιεραρχημένης τονικότητας, αλλά μιας συγκεκριμένης και προσχεδιασμένης «σειραϊκής» οργάνωσης του υλικού.
Οι αφηρημένες συλλήψεις του Σαίνμπεργκ εξανθρωπίστηκαν και συμβιβάστηκαν με τη συναισθηματική έκφραση στις συνθέσεις του Άλμπαν Μπεργκ, ο οποίος φέρνει στοιχεία από τον γερμανικό ρομαντισμό και συνεπώς επεξεργάζεται περισσότερο τα συντηρητικά στοιχεία της διδασκαλίας του Σαίνμπεργκ[7].
Στον αντίποδα ο Άντον Βέμπερ αποκόπηκε ακόμη περισσότερο από το τονικό παρελθόν και επεκτείνει τον τρόπο συλλογισμού της σειραϊκής μουσικής, έτσι ώστε να αγκαλιάσει τα ηχοχρώματα, ακόμη και τους ρυθμούς. Ο Βέμπερν επηρέασε σημαντικά τη δωδεκαφθογγική σκέψη μέσω των μαθητών του, καθώς θεωρείται ότι τη μεγαλύτερη επίδρασή του την άσκησε ουσιαστικά μέσω της διδασκαλίας του, αν και περιβαλλόταν από μικρό αριθμό μαθητών. [8]
Στη συνέχεια του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη μουσική, σημαντική ανάπτυξη στη μεθοδολογία της σύνθεσης άσκησε η Β΄ Σχολή της Βιέννης και ιδιαίτερα η δωδεκαφθογγική μέθοδος την οποία ανέπτυξε ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ και επένδυσαν με διαφορετικούς τρόπους δύο από τους σημαντικότερους μαθητές του, ο Άλμπαν Μπεργκ και ο Άντον Βέμπερν. Η δωδεκαφθογγική σειρά ή απλώς σειρά έγινε το εργαλείο για ατονική χρήση της μουσικής και απελευθέρωσης από τα μοτίβα που μπορεί να παράγει ένα κεντρικό θέμα.