Η επίθεση της Μεζ-Αργκόν ήταν η τελευταία επίθεση του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν μια σημαντική στρατιωτική επιχείρηση, νότιο τμήμα της τελικής «Επίθεσης των εκατό ημερών» που εξαπέλυσαν τα στρατεύματα της Αντάντ σε όλο το Δυτικό μέτωπο τους θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες του 1918. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε στον τομέα του Βερντέν, στα βόρεια και βορειοδυτικά της πόλης, από την κοινότητα Φορζ στον ποταμό Μεζ έως το δάσος της Αργκόν, μεταξύ 26 Σεπτεμβρίου και 11 Νοεμβρίου 1918, συνολικά για 47 ημέρες. Η επίθεση στη Μεζ-Αργκόν ήταν η μεγαλύτερη στην στρατιωτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς έλαβαν μέρος 1,2 εκατομμύρια Αμερικανοί στρατιώτες.
Αυτή η επιχείρηση, παράλληλα με τις επιθέσεις που διέταξε ο Στρατάρχης Φερντινάν Φος σε όλα τα μέτωπα -Βαλκανικό, Μέσης Ανατολής, Ιταλικό- και οι οποίες στέφθηκαν από επιτυχία καθώς η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολόγησαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο αντίστοιχα,[1] ώθησε το γερμανικό στρατό στην τελική ήττα και την υπογραφή της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου, η οποία έθεσε τέλος στον πόλεμο.
Συμμαχικές δυνάμεις
Γερμανική αυτοκρατορία
3η και 5η Στρατιά. Οι γερμανικές δυνάμεις αποτελούνταν περίπου από 40 μεραρχίες της στρατιάς του πρίγκιπα Γουλιέλμου της Γερμανίας.
Ο σκοπός της συμμαχικής επίθεσης ήταν να επανακτήσει τα χαμένα εδάφη και κυρίως να καταλάβει τη σιδηροδρομική διασταύρωση στο Σεντάν που προσέφερε υλικοτεχνική υποστήριξη στους Γερμανούς στη Βορειοανατολική Γαλλία και τη Φλάνδρα και έτσι να ωθήσει τον εχθρό να παραδοθεί. Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους, ο Γάλλος στρατάρχης Φερντινάν Φος έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του για γενική επίθεση για να σπάσει τη γραμμή Χίντεμπουργκ, μια σειρά αμυντικών οχυρών που δημιουργήθηκαν από τους Γερμανούς για να υπερασπιστούν τις θέσεις που είχαν κατακτήσει στο γαλλικό έδαφος. Το σχέδιο περιλάμβανε τρεις επιθέσεις: μία στο βορρά, μία στα δυτικά και μία στο νότο, σε όλο το δυτικό μέτωπο. Στις 26 Σεπτεμβρίου, οι Αμερικανοί άρχισαν την επίθεση στο νότο με την επίθεση στην Μεζ-Αργκόν ενώ οι Γάλλοι υπό τον Γκουρώ προωθήθηκαν στην Καμπανία και οι Αγγλοκαναδοί υπό τον Ντάγκλας Χαίηγκ στη Φλάνδρα, όπου σημείωσαν μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες απελευθερώνοντας το Καμπραί και τη Λιλ. [2]
Η αμερικανική επίθεση άρχισε στις 5:30 π.μ. στις 26 Σεπτεμβρίου κατά μήκος ενός μετώπου περίπου 30 χιλιομέτρων στην κοιλάδα του ποταμού Μεζ, [3]από με τα αμερικανικά στρατεύματα να συναντούν σημαντικές δυσκολίες στην προέλαση, κυρίως λόγω απειρίας. Την επόμενη μέρα, στις 27 Σεπτεμβρίου, κατάφεραν να καταλάβουν το Μονφωκόν και κοντινές περιοχές. Στις 29 Σεπτεμβρίου 6 γερμανικές μεραρχίες αναπτύχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τα αμερικανικά στρατεύματα, αλλά αποκρούστηκαν.
Παρά τις αμερικανικές επιτυχίες, η γερμανική αντίσταση ήταν σθεναρή και η αμερικανική 35η μεραρχία υπέστη σοβαρές απώλειες, πολλοί αξιωματικοί της έπεσαν. Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να προχωρήσει 9 χιλιόμετρα μέσα στις γερμανικές γραμμές μέχρι το Σομ-Πυ και βορειοδυτικά της Ρενς (μάχη του Σαιν-Τιερύ).
Συγχρόνως, η γαλλική προέλαση ήταν ευρύτερη, σε πιο βατό πεδίο μάχης, πιο ανοιχτό και ευρύτερο από τα πυκνά και δύσβατα δάση της Αργκόν.
Η δεύτερη φάση της μάχης ξεκίνησε στις 4 Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια των πρώτων επιθέσεων, στην ταχεία προέλαση εναντίον των γερμανικών θέσεων, ένα τάγμα της 77ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζικού, το «χαμένο τάγμα», δημιούργησε κενό στις εχθρικές γραμμές και περικυκλώθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις μένοντας χωρίς πυρομαχικά και προμήθειες, έχοντας αποκοπεί από τις συμμαχικές γραμμές, σε απελπιστική κατάσταση καθώς δέχονταν πυρά από παντού. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης των Αμερικανών κατά των γερμανικών επιθέσεων, από τους 575 άνδρες, μόνο 194 διασώθηκαν στις 7 Οκτωβρίου από τις συμμαχικές δυνάμεις χάρη σε ένα μήνυμα που κατάφεραν να στείλουν στους συμπατριώτες τους χρησιμοποιώντας ένα ταχυδρομικό περιστέρι που ονομάζονταν Σερ Αμί, που στα γαλλικά σημαίνει «αγαπητός φίλος».
Οι Αμερικανοί κατά τη διάρκεια της επίθεσης ξεκίνησαν σειρά αιματηρών μετωπικών επιθέσεων για να σπάσουν τη γερμανική άμυνα της γραμμής Χίντενμπουργκ μεταξύ 14-17 Οκτωβρίου (Μάχη του Μονφωκόν). Στα τέλη Οκτωβρίου, τα αμερικανικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει περίπου 15 χιλιόμετρα και κατέκτησαν το δάσος του Αργκόν, ενώ στα αριστερά τους οι Γάλλοι προχώρησαν περίπου 30 χιλιόμετρα, φτάνοντας στον ποταμό Αιν.
Στις 31 Οκτωβρίου, οι Αμερικανοί είχαν προχωρήσει περίπου 15 χιλιόμετρα και στα αριστερά τους οι Γάλλοι περίπου 30, φτάνοντας στον ποταμό Αιν. Οι αμερικανικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν σε δύο στρατούς, ο πρώτος υπό τον στρατηγό Λίγκετ, συνέχισε προς την κατεύθυνση του Σεντάν, η δεύτερη υπό τον υποστράτηγο Ρομπέρ Λι Μπάλλαρντ, κατευθύνθηκε ανατολικά προς το Μετς. Η προέλαση συνεχίστηκε κατά τις πρώτες έντεκα ημέρες του Νοεμβρίου. Οι Σύμμαχοι αντιμετώπισαν τη γερμανική αντίσταση, αλλά η πίεσή τους δεν σταμάτησε, η γερμανική άμυνα κάμφθηκε στο Μπυζανσί, επιτρέποντας στα γαλλικά στρατεύματα να διασχίσουν τον ποταμό Αιν, από όπου προχώρησαν καταλαμβάνοντας το Σεν, στη μάχη του Σεν. Στις 6 Νοεμβρίου, τα συμμαχικά στρατεύματα Γάλλων-Αμερικανών προσέγγισαν το Σεντάν και αντιμετώπισαν τις γερμανικές δυνάμεις που προστάτευαν την κρίσιμη σιδηροδρομική γραμμή Σεντάν-Μετς, καθώς η απώλειά της θα απειλούσε μια βασική γερμανική γραμμή τροφοδοσίας. Τις τελευταίες μέρες οι Γάλλοι κατέκτησαν τον πρωταρχικό στόχο, δηλαδή τη σιδηροδρομική διασταύρωση του Σεντάν και από τις 6 Νοεμβρίου οι αμερικανικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τα γύρω εδάφη. [4] Η μάχη τελείωσε με την τελική ανακωχή, στις 11.00 π.μ. στις 11 Νοεμβρίου 1918.
Ήταν η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή επίθεση του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου για το Αμερικανικό Εκστρατευτικό Σώμα,Ήταν η πιο θανατηφόρα μάχη στην αμερικανική ιστορία, με απώλειες 26.277 νεκρούς για τους Αμερικανούς και 96.000 τραυματίες. Οι απώλειες των Γάλλων ήταν 35.000 νεκροί και των Γερμανών 28.000 νεκροί.
Οι απώλειες των Η.Π.Α. επιδεινώθηκαν από την απειρία πολλών στρατευμάτων, τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις πρώτες φάσεις της επιχείρησης και την ευρεία εκδήλωση της παγκόσμιας έκρηξης της γρίπης που ονομάστηκε «ισπανική γρίπη».