Επαρχία της Σπανίας | |
---|---|
552–624 | |
Χώρα | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Διοικητική υπαγωγή | Εξαρχάτο της Αφρικής |
Πρωτεύουσα | Carthago Spartaria |
Ίδρυση | 552 |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 36°43′0″N 4°25′0″W |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Επαρχία της Σπανίας (λατινικά: Provincia Spaniae) υπήρξε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 6ου και 7ου αιώνα. Αποτέλεσε την πιο δυτική επαρχία της Αυτοκρατορίας και προέκυψε ως αποτέλεσμα των εκστρατειών του Ιουστινιανού Α΄ που είχαν ως σκοπό την ανασύσταση της ευρύτερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η επικράτειά του εντοπίζεται στη σημερινή νότια Ισπανία και Πορτογαλία, στις πρώην ρωμαϊκές επαρχίες της Βαιτικής και της Καρχηδονιακής.[1] Τα εδάφη αυτά είχαν αποτελέσει πριν την βυζαντινή κατάκτηση μέρος του Βησιγοτθικού Βασιλείου του Τολέδο, το οποίο και εν τέλει ήταν αυτό που τα ανέκτησε. Η σημερινή ισπανική πόλη Θέουτα επίσης ανήκε στην Αυτοκρατορία, αν και ήταν μέρος της επαρχίας της Δεύτερης Μαυριτανίας.
Οι πηγές που αναφέρονται στην αυτοκρατορική παρουσία στην νότια Ιβηρία δεν είναι ιδιαίτερα γλαφυρές. Ο μόνος βυζαντινός συγγραφέας που αναφέρεται μερικώς στα γεγονότα που οδήγησαν στην εμπλοκή του αυτοκρατορικού στρατού στις εσωτερικές διαμάχες των Βησιγότθων είναι ο Ιορδάνης στο βιβλίο του Getica («Περί της καταγωγής και πράξεων των Γότθων/Γετών»).[2] Η κύρια πηγή είναι η Historia Gothorum του Ισιδώρου της Σεβίλλης, που εν τούτοις είναι ξεκάθαρα ταγμένη υπέρ του Βησιγοτθικού Βασιλείου.
Το κύριο σχετικό αρχαιολογικό εύρημα είναι η Πλάκα του Κομεντιόλου, μια αναθεματική στήλη των τειχών της βυζαντινής πρωτεύουσας της επαρχίας, Καρθαγένης.
Ήδη από το 546 ένα βυζαντινό στράτευμα είχε νικήσει τον γότθο βασιλιά Θεύδι και είχα κατακτήσει τη Θέουτα. Η πρώην ρωμαϊκή περιοχή της Ιβηρίας είχε τεθεί ως ο νέος στόχος της κατακτητικής ορμής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, μετά την ανάκτηση και της επαρχίας της Αφρικής (το 533 από τους Βάνδαλους) και της Ιταλίας (το 554 από τους Οστρογότθους). Με την κατάληψη των Βαλεαρίδων Νήσων, η Αυτοκρατορία απέκτησε άμεσο έλεγχο στo Στενό του Γιβραλτάρ και ήταν σε θέση να αποτρέψει μια πιθανή βησιγοτθική απόβαση στην Αφρική.[3] Σύμφωνα με τον Ισίδωρο της Σεβίλης, το 552 ο αυτοκράτορας υπέγραψε μια συμφωνία με τον βησιγότθο ευγενή Αθαναγίλδο, βάσει της οποίας του υπόσχετο στρατιωτική βοήθεια στις διαμάχες του εναντίον του γότθου μονάρχη Άγιλα.[2] Πιθανότατα η συμφωνία περιελάμβανε την παράδοση στην Αυτοκρατορία παραλιακών εδαφών.
Η βυζαντινή απόβαση έλαβε χώρα στην Καρθαγένη. Η ανίσχυρη βησιγοτθική παρουσία στο νότο της Ιβηρικής, σε συνδυασμό με τον ισχυρά ρωμαϊκό χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής λειτούργησε θετικά για τους βυζαντινούς που έφτασαν μέχρι και την πρώην ρωμαϊκή μητρόπολη, Κορδούη.[4] Ένα άλλο σώμα είχε αποβιβαστεί στην Μάλακα και είχε προχωρήσει μέσω της Ίσπαλις μέχρι τη Εμέριτα Αουγκούστα. Ωστόσο, η δολοφονία του Άγιλα και η συσπείρωση των Βησιγότθων γύρω από το νέο βασιλειά, Αθαναγίλδο, οδήγησε σε ήττα το δεύτερο αυτό σώμα και απέτρεψε την δημιουργία κοινού μετώπου προς το βορρά.
Η αντεπίθεση των βησιγότθων περιόρισε τους βυζαντινούς, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να είχαν σκοπό να ανακτήσουν ολόκληρη την Ιβηρία.[5] Εκεί, με πρωτεύουσα την Καρθαγένη, τότε Carthago Spartaria, ιδρύθηκε η επαρχία της Σπανίας. Η πρωτεύουσα ανοικοδομήθηκε (είχε καταστραφεί από τους Βάνδαλους έναν αιώνα πριν) και ενισχύθηκε με αμυντικά έργα.[6] Τουλάχιστον μέχρι το 572 πιθανολογείται ότι η Αυτοκρατορία ήλεγχε βόρεια μέχρι την Κορδούη και δυτικά μέχρι την Ασιδόνα, την Καρτηία και τα Γάδειρα όπου έχουν βρεθεί βυζαντινές επιγραφές.[2][7]
Από το 572 και μέχρι το θάνατό του, ο βησιγότθος μονάρχης Λεοβίγιλδος ανέκτησε σημαντικό μέρος των δυτικών περιοχών της επαρχίας.[8] Το 613 μάλλον έπεσε η Μάλαγα[9] και το οριστικό τέλος της επαρχίας μάλλον επήλθε το 624, όταν και κατακτήθηκε η Καρθαγένη που καταστράφηκε ολοσχερώς.[10]
Μεταξύ των δύο σφαιρών επιρροής του νότου της Ιβηρικής, της βυζαντινής και τη βησιγοτθικής, υφίστατο ένα ουσιαστικό ιδεολογικό σύνορο που προστίθετο στο αντίστοιχο στρατιωτικό. Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους Βησιγότθους αρχικά ως αιρετικούς αρειανιστές και μετά την μεταστροφή τους στον νικαϊκό χριστιανισμό ως απλώς «βαρβάρους»[11] ενώ οι Βησιγότθοι έβλεπαν την βυζαντινή παρουσία εχθρική και βάρβαρη. Ωστόσο οι σε καμία περίπτωση δεν έζησαν απομονωμένες η μία από την άλλη. Παρά την διαρκή επιφυλακή στην οποία βρίσκονταν οι δύο πλευρές και την ιδεολογική αντιπαλότητα που τους χώριζε, υφίσταντο διαρκείς οικονομικές και διπλωματικές ανταλλαγές.[11]