Eπιγαμία ονομαζόταν το μέσω σύμβασης εξασφαλιζόμενο δικαίωμα γάμου μεταξύ πολιτών διαφορετικών πόλεων-κρατών στην αρχαία Ελλάδα.
Η επιγαμία ήταν προϋπόθεση για το γάμο. Αυτή γινόταν με σύμβαση μεταξύ του γαμπρού και του πατέρα (ή Κυρίου) της νύφης, αν ένα από τα μέρη δεν ήταν πολίτης του ίδιου κράτους με το άλλο.
Ο γάμος μεταξύ πολιτών διαφορετικών κρατών κατά βάση δεν επιτρεπόταν. Ο νόμος περί επιγαμιών του 451 π.Χ. στην Αθήνα απαιτούσε πλήρη υπηκοότητα και των δύο μερών για το γάμο[1]. Έτσι, στην Αθήνα οι μέτοικοι δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν Αθηναίους πολίτες. Για παράδειγμα, ο γάμος της Ασπασίας και του Περικλή σύμφωνα με τον Αττικό νόμο ήταν παράνομος, αφού δεν υπήρχε επιγαμία μεταξύ της Μιλήτου και της Αθήνας. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα επέτρεψε τον 5ο αιώνα π.Χ. τον γάμο πολιτών της με πολίτες πόλεων της Εύβοιας. Υπήρχαν επίσης -πιθανώς σε ορισμένες περιπτώσεις- ρητές απαγορεύσεις επιγαμίας, όπως για παράδειγμα μεταξύ των Αττικών Δήμων Παλλήνης και Αγνούσης[2] και μεταξύ πολιτών της Άνδρου και της Πάρου[3].
Το δικαίωμα, να επιτρέπεται σε πολίτες ενός κράτους να παντρευτούν γυναίκα από άλλο κράτος ή να δώσουν μία κόρη για γάμο σε πολίτη άλλου κράτους, συμφωνούνταν σε διακρατικές συμφωνίες. Αυτό ήταν συνήθως μια ιδιαίτερη εύνοια που χορηγούνταν από τα πιο διακεκριμένα κράτη[4]. Η αμοιβαιότητα επερχόταν αυτομάτως[5]. Ιδιαιτέρως στους ελληνιστικούς χρόνους, η επιγαμία όπως και η ἔγκτησις (το δικαίωμα απόκτησης ακινήτου στο εσωτερικό, το οποίο μπορούσε επίσης να παραχωρηθεί και σε μη πολίτες) ήταν μεταξύ των σπουδαιότερων συμβατικών όρων σε διακρατικές ενώσεις[6]. Ένα παράδειγμα είναι η Σύμβαση Συμμαχίας και Ισοπολιτείας μεταξύ Αιτωλικής και Ακαρνανικής Συμπολιτείας του 263/62 π.Χ.[7].