Συγγραφέας | Απόστολος Βαρνάβας |
---|---|
Γλώσσα | Ελληνιστική Κοινή |
δεδομένα ( ) |
Η Επιστολή Βαρνάβα είναι ένα πρωτοχριστιανικό, απόκρυφο κείμενο που γράφτηκε κάποια στιγμή ανάμεσα στο 70 και το 130 μ.Χ. και περιλαμβάνει στοιχεία από προγενέστερες ιουδαϊκές και χριστιανικές παραδόσεις. Θεωρείται πιθανό ότι γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Το ελληνικό κείμενο της Επιστολής Βαρνάβα έχει διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι κύριες πηγές του κειμένου είναι ο Σιναϊτικός Κώδικας του 4ου αιώνα που περιέχει το μεγαλύτερο μέρος της Αγίας Γραφής και συμπεριλαμβάνει την Επιστολή μεταξύ των υπολοίπων βιβλίων της Καινής Διαθήκης και ο Ιεροσολυμιτικός κώδικας του 11ου αιώνα. Το έργο σώζεται και σε λατινική μετάφραση του 3ου αιώνα.
Ο Κλήμης Αλεξανδρείας παραθέτει φράσεις από την Επιστολή,[1] θεωρώντας ως συγγραφέα τον ίδιο τον Βαρνάβα, ενώ ο Ωριγένης την αποκαλεί «καθολική».[2] Το ότι περιέχεται στον Σιναϊτικό κώδικα φανερώνει ότι ορισμένες φορές θεωρούνταν μέρος του Βιβλικού κανόνα μέχρι και τον 4ο αιώνα. Άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ευσέβιος[3] και ο Ιερώνυμος, την κατατάσσουν στα αμφιλεγόμενα ή και στα απόκρυφα συγγράμματα.
Είναι κοινός τόπος στη σύγχρονη έρευνα ότι η Επιστολή Βαρνάβα είναι ψευδεπίγραφη, καθώς δεν συνεγράφη από τον Βαρνάβα τον συνεργάτη τού αποστόλου Παύλου. Μια τέτοια αξίωση δεν εγείρει ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας της επιστολής, ο όποιος παραμένει ανώνυμος.
Η επιθετικότητα προς το εβραϊκό στοιχείο, που διακρίνει την Επιστολή, κάνει πολλούς μελετητές να πιστεύουν ότι ο συγγραφέας είτε ανήκε σε Εθνική Θρησκεία, μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και είχε πρόσβαση σε πηγές σχετικά με τις ιουδαϊκές παραδόσεις, είτε, κατ' άλλους, ήταν κάποιος Εβραίος χριστιανός, πιθανόν και μαθητής του απόστολου Βαρνάβα.
Το πρώτο μέρος της γράφτηκε οπωσδήποτε μετά το 70 και ίσως μέχρι το 130, καθώς ο συγγραφέας αναφέρεται στα γεγονότα της καταστροφής του Ναού στην Ιερουσαλήμ (16:3) ενώ ο φόβος του ιουδαϊσμού, η ελαφρά επίδραση του γνωστικισμού, η έλλειψη οργανώσεως της Εκκλησίας και το πνευματικό κλίμα του κειμένου ταιριάζουν περισσότερο στους χρόνους αυτούς. Τα κεφ. 18-21 θεωρούνται προσθήκη που έγινε στο τέλος του 2ου αιώνα χωρίς όμως να αποκλείεται και το δεύτερο μέρος να συντάχθηκε μέχρι το 130. Άλλη υπόθεση αναφέρει ότι επεξεργάσθηκαν το κείμενο δύο συντάκτες, ένας ιουδαιοχριστιανός ελληνιστής περί το 90-115 και ένας αντινομιστής γνωστικός περί το 130. Εντούτοις, η πρώτη αδιαμφισβήτητη αναφορά στην Επιστολή Βαρνάβα γίνεται γύρω στο 190 από τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό.
Οι περισσότεροι λόγιοι θεωρούν την Αλεξάνδρεια ως τον τόπο συγγραφής του έργου. Άλλες απόψεις κάνουν λόγο για την Παλαιστίνη, την Συρία και τη Μικρά Ασία.
Το κείμενο δεν είναι πράγματι επιστολή αλλά ένα θεολογικό έργο προς οικοδόμηση των Ιουδαίων, στην προσπάθεια να τους απομακρύνει από το γράμμα του Νόμου και να τους κατευθύνει προς μια πνευματική-αλληγορική κατανόησή του, ώστε να δεχθούν το Ευαγγέλιο. Κατά τον ψευδο-Βαρνάβα, η κατά γράμμα, επιφανειακή –και όχι η σκοπούμενη πνευματική– ερμηνεία από το έθνος Ισραήλ των απαιτήσεων του Θεού στη Διαθήκη του Νόμου είναι προϊόν ενός «πονηρού αγγέλου» ο οποίος τους παραπλάνησε. (9:4). Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι χριστιανοί –οι αληθινοί κληρονόμοι της Διαθήκης– κατανοούν τις Γραφές ορθά, με πνευματική έννοια όπως γίνεται φανερό στην Προς Εβραίους Επιστολή που ίσως γράφτηκε από τον απόστολο Παύλο.
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει την αξία της Παλαιάς Διαθήκης μόνο στο ότι μερικά σημεία της οδηγούν στην αλήθεια της Καινής, με αλληγορική ερμηνεία (σε μεγαλύτερο βαθμό και από τον Φίλωνα), η οποία όμως δεν έχει όρια και μέτρο και ταυτίζει ουσιαστικά Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Μάλιστα αναζητεί μια γεματρική προτύπωση της μορφής του σταυρού του Χριστού σε σχήμα Τ στη Βιβλική αφήγηση της Γένεσης. (Επ. Βαρνάβα 9:8, 9) Δεν υπάρχει κατ' αυτόν χώρος για ιστορία της Θείας αποκαλύψεως, αφού Νόμος και Ευαγγέλιο τελικά έχουν το ίδιο νόημα.
Οι κύριες θεολογικές θέσεις της επιστολής είναι οι εξής:
Ορισμένοι θεωρούν ότι καθώς υποβιβάζει και περιφρονεί την Παλαιά Διαθήκη και παρουσιάζει γενικά απόκλιση προς το Γνωστικισμό καθώς μιλά για τη «γνώση» την οποία χρειάζεται η αλληγορική κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης, ο ψευδό-Βαρνάβας μπορεί να θεωρηθεί το προστάδιο του Μαρκίωνα. Για τον λόγο αυτό, η Επιστολή Βαρνάβα θεωρήθηκε απόκρυφο κείμενο και απορρίφθηκε από τον τελικό Κανόνα της Καινής Διαθήκης, αν και έχαιρε εκτιμήσεως από κάποιους πρώιμους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως ο Ωριγένης.
Το έργο αυτό αποτελείται βασικά από δύο μέρη:
Η δομή του κειμένου είναι η εξής:
1. Εισαγωγή, κεφ. 1
2. Πρώτο μέρος, Θεωρητικό: η ορθή κατανόηση των γραφών, 2:1 - 16:10
3. Μεταβατικό τμήμα που οδηγεί στο δεύτερο μέρος του κειμένου, 17:1-18:1α
4. Δεύτερο μέρος, Πρακτικό: Η παράδοση περί «Δύο Οδών», 18:1β - 20:2
5. Επίλογος, 21