Η Επίχειρηση: Άγριες Χήνες (Πρωτότυπος τίτλος: The Wild Geese) είναι βρετανική ταινία δράσης του 1978 σε σκηνοθεσία Αντριου ΜακΛάγκλιν βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ντάνιελ Κάρνεϊ The Thin White Line (που δημοσιεύθηκε αργότερα από τις Εκδοσεις Corgi υπό τον τίτλο Άγριες Χήνες). Πρωταγωνιστούν οι Ρίτσαρντ Μπάρτον, Ρότζερ Μουρ, Ρίτσαρντ Χάρις και ο Χάρντι Κρούγκερ.
Η ταινία μιλά για τις ενέργειες μιας ομάδας μισθοφόρων που αναλαμβανουν μια ιδιωτική στρατιωτική επιχείρηση στην Αφρική. Το μυθιστόρημα βασίστηκε στις φήμες και τις εικασίες που ακολούθησαν την προσγείωση ενος μυστηριώδους αεροπλάνου στη Ροδεσία το 1968, το οποίο λέγεται ότι υπηρχαν μισθοφόροι και «ένας πρόεδρος της Αφρικής» που πιστεύεται ότι ήταν ο Μόιζε Τσόμπε.
Ο συνταγματάρχης Άλλεν Φόλκνερ, κάποτε αξιωματικός του βρετανικού στρατού και τώρα μισθοφόρος, συναντάται στο Λονδίνο με τον τραπεζίτη Σερ Έντουαρντ Μάθερσον και αναλαμβανει μια αποστολη γι αυτον. Θα πρέπει να απελευθερώσει από τη φυλακή τον πρώην ηγέτη μιας χώρας της Κεντρικής Αφρικής, τον Τζούλιους Λιμπάνι. Ο Λιμπάνι επίσημα θεωρείται νεκρός, αλλά στην πραγματικότητα κρατείται σε φυλακή της Ουγκάντα και ο στρατηγός Ντόφου ο οποίος τον ανετρεψε εκβιάζεται από τη δυνατότητα δημοσιοποίησης αυτού του γεγονότος. Ο Μάθερσον δεν ενδιαφέρεται περισσότερο για τον ίδιο τον Λιμπάνι, αλλά για τις παραχωρήσεις άδειας εξόρυξης χαλκού, οι οποίες αποτελούν σημαντικό κέρδος γι αυτόν.
Ο Φόλκνερ αρχίζει να αναζητά τους μισθοφόρους που συμμετείχαν μαζί του σε προηγούμενες επιχειρήσεις. Ο πιλότος Σον Φυν εργαζόταν για λαθρεμπόρους, αλλά όταν έμαθε ότι μετέφερε ναρκωτικά και όχι χρήματα, σκότωσε τον πελάτη του και μόνο η επιρροή του Μάθερσον ανάγκασε τον αφεντικό της μαφίας να ακυρώσει την εντολή για να ττην δολοφονία του. Ο Φυν φέρνει επίσης τον Πίτερ Κουτζε, έναν πρώην στρατιώτη της Νότιας Αφρικής, που επιθυμεί μόνο να επιστρέψει στο σπίτι και να αγοράσει ένα αγρόκτημα.
Ο Ρέιφερ Τζάντερς άλλαξε το επάγγελμά του τα τελευταία δέκα χρόνια και σκοπεύει να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων με τον γιο του Έμιλ, αλλά ο Φόλκνερ καταφέρνει να τον πείσει να πάρει μέρος στην επιχείρηση. Ο συνταξιούχος στρατιωτικός Σαντι Γιανγκ συμφωνεί ευχαρίστως να συμμετάσχει στην επιλογή του προσωπικού της ομάδας και στην εκπαίδευσή της. Με τη σιωπηρή υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης, 50 άτομα πηγαινουν σε ενα στρατοπεδο (κάπου στην Αφρική), όπου εκπαιδεύονται υπό την αυστηρή καθοδήγηση του Γιανγκ. Πριν ξεκινήσει η αποστολή, ο Τζάντερς ζητάει από τον Φόλκνερ να φροντίσει τον γιο του σε περίπτωση θανάτου.
Οι μισθοφόροι πέφτουν με αλεξίπτωτο στον προβλεπόμενο τόπο και προχωρούν στην περιοχή των φυλακών Zembala. Ο Κουτζε σκοτώνει τους αστυνομικούς φυλακες με μια βαλλίστρα με δηλητηριασμένα βέλη και τους υπόλοιπους φύλακες τους σκοτώνει με δηλητηριώδες αέριο. Ο Λιμπάνι είναι ελεύθερος, αλλά είναι πολύ αδύναμος. Η ομάδα κατευθύνεται προς ένα μικρό αεροδρόμιο απ' όπου θα φτάσει ενα αεροπλάνο να τους παραλάβει. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, οι διοργανωτές της αποστολής, με επικεφαλής τον Μάθερσον, συνάπτουν συμφωνία με την σημερινή κυβέρνηση της χωρας για τις αδειες παραχωρήσεις εξορυξης χαλκού, και δινουν εντολή στο αεροπλάνο την τελευταία στιγμή να γυρίσει πίσω.
Οι μισθοφόροι πρέπει να βρουν τώρα τρόπο να εγκαταλείψουν την χώρα, καταδιώκομενοι από κυβερνητικές δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι σχέσεις μεταξύ του Λιμπανι και του Κουτζε αντικαθίστανται από την αμοιβαία εχθρότητα σε αμοιβαία κατανόηση. Οι μισθοφόροι μπαίνουν στο χωριό του Λιμπάνι, ελπίζοντας να ξεκινήσουν μια εξέγερση, αλλά ανακαλύπτουν ότι ο λαός του είναι πάρα πολύ κακός εξοπλισμένος για να πολεμήσει. Ένας ιρλανδός ιεραπόστολος που ζει εκεί ενημερώνει την ομάδα για την ύπαρξη ενός παλαιού αεροσκάφους μεταφοράς Douglas Dakota (Douglas C-47). που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να δραπετεύσουν.
Ο Φόλκνερ αποφασίζει να σκοτώσει τους σοβαρά τραυματισμένους στρατιώτες ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ο Κούτζε μαζί με τον Γουίτι σκοτώνονται στην προσπάθεια τους να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στις εχθρικές δυνάμεις, για να μπορεσουν οι υπόλοιποι σύντροφοι τους να διαφύγουν.
Στη μάχη που ακολούθει, η ομάδα φτάνει στο αεροδρόμιο, αν και πολλοί πεθαίνουν. Ο Φυν τραυματίζεται στο πόδι, αλλά μπορεί να πετάξει το αεροπλάνο. Ο Τζάντερς τραυματίζεται σοβαρά και αδυνατεί να τρέξει προς το αεροσκάφος, ικετεύοντας τον Φόλκνερ να τον σκοτώσει, κάτι που ο ιδιος θα το κάνει. Αρχικά, το αεροπλάνο δεν παιρνει άδεια να προσγειωθεί στη Ροδεσία, αλλά αφού έλαβε στοιχεία ότι ο πρώην πρόεδρος του Λιμπανι βρίσκεται επί του αεροπλάνου, του επιτρέπουν να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο Carib. Ωστόσο, τη στιγμή που το αεροπλάνο προσγειώνεται έχοντας ελάχιστα καύσιμα, ο Λιμπανι πεθαίνει.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Φόλκνερ επιστρέφει στο Λονδίνο και μπαινει στο σπίτι του Μάθερσον, αναγκάζοντάς τον να του δωσει απο το χρηματοκιβώτιο του, μισό εκατομμύριο δολάρια για να αποζημιώσει οσους επιζώντες και τις οικογένειες εκείνων που πέθαναν. Ο Φόλκνερ σκοτώνει τότε τον Μάθερσον και κάνει μια γρήγορη διαφυγή με τον Φυν. Στο τέλος ο Άλλεν Φολκνερ εκπληρώνει την υπόσχεσή του που ειχε δωσει στον Τζάντερς, επισκέπτοντας τον γιο του Εμίλ στο οικοτροφείο του.
Επτά χρόνια αργότερα, το 1985 κυκλοφόρησε και το σίκουελ της ταινίας, η Επιχείρηση: Άγριες Χήνες II, βασισμένη επίσης στο μυθιστόρημα Square Circle του Daniel Carney (που αργότερα επανεκδόθηκε ως Άγριες Χήνες II). Ο Μπάρτον έπρεπε να παίξει ξανά το ρόλο του συνταγματάρχη Άλλεν Φόλκνερ, αλλά πέθανε πριν ξεκινήσει η κινηματογράφηση. Αντικαταστάθηκε από τον Έντουαρντ Φοξ, ο οποίος υποδυθηκε τον Aλεξ Φόλκνερ, τον αδελφό του Άλλεν. Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, έπρεπε να απελευθερώσει τον Ρούντολφ Ες από τη φυλακή του Σπαντάου στο Βερολίνο.
Οι Άγριες Χήνες πραγματοποίησαν μια βασιλική πρεμιέρα με τα περισσότερα από τα αστέρια της ταινίας, μαζί με άλλους μεγάλους ηθοποιούς όπως ο John Mills. Η ταινία έκανε μια σημαντική εμπορική επιτυχία στη Βρετανία και σε άλλες χώρες παγκοσμίως,[7] με εύκολη ανάκαμψη του κόστους της, αλλά δεν τα πήγε καλά στις ΗΠΑ λόγω της κατάρρευσης της αμερικανικής εταιρείας και διανομέα της ταινίας Allied Artists και από την έλλειψη Αμερικανών ηθοποιών. Ως αποτέλεσμα, η ταινία διανεμήθηκε μόνο εν μέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του 1978 στο βρετανικό box office.[8]
Η παραγωγή αποτέλεσε επίσης αντικείμενο διαφωνίας, επειδή η κινηματογράφηση πραγματοποιήθηκε στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του απαρτχάιντ και λόγω της απεικόνισης των μαύρων χαρακτήρων της ταινίας. Πραγματοποιήθηκαν διαμαρτυρίες με εκστρατείες κατά του απαρτχάιντ στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο. Ωστοσο, ο παραγωγός Έβαν Λόιντ έφερε αντίγραφα άρθρων εφημερίδων που ανέφεραν την πρεμιέρα της ταινιας στον δήμο Σοβέτο, όπου είχε ληφθεί με ενθουσιασμό.
Η κύρια κινηματογράφηση πραγματοποιήθηκε στη Νότιο Αφρική το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1977, με επιπλέον γυρίσματα στα στούντιο Twickenham Film Studios στο Μιντλεσεξ. Ο Ρότζερ Μουρ εκτίμησε ότι η κινηματογράφηση της τοποθεσίας στην Αφρική χρειάστηκε περίπου τρεις μήνες, ενώ υπήρξε και μια μονάδα η οποία ανέλαβε ένα κέντρο υγείας κοντά στο Tshipisie στο βόρειο Transvaal (τώρα Limpopo). Γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν επίσης στη συνοριακή περιοχή Messina. Η φανταστική χώρα που φερεται να διαδραματιζεται η ταινια βρίσκεται στα σύνορα με το Μπουρούντι, τη Ροδεσία και τη Ρουάντα και τη Ζάμπια, την Ουγκάντα και τη Σουαζιλάνδη.
Για τον ρόλο του τραπεζίτη Μαθερσον αρχικα ειχε επιλεγει ο Τζόζεφ Κότεν. Ενώ για τον ρόλο του Τζαντερς αναμενόταν να πάρει ο Μπαρτ Λάνκαστερ, αλλά δεν μπόρεσε να συμμετάσχει, γιατι εκείνη την περίοδο ηταν απασχολημένος με μια άλλη ταινία. Ο Χάρντι Κρούγκερ δεν ήταν ο πρώτος ηθοποιός που εξετάστηκε για το ρόλο του Πίτερ Κούτζε. Ο Λόιντ σκέφτηκε αρχικά τον Κουρντ Γιούργκενς, αλλά θεώρησε ότι "ο Χάρντι φάνηκε να ταιριάζει". Ο Ίαν Γιουλ, ο οποίος υποδυθηκε τον Tosh Donaldson, υπήρξε πραγματικός μισθοφόρος στην Αφρική τη δεκαετία του 1960 και του 1970.[9]
Στην ταινία ζητήθηκε να πάρει μέρος ο Mike Hoar, ένας πολύ γνωστός μισθοφορος που συμμετείχε στις μάχες κατά τη διάρκεια της κρίσης στο Κονγκό, ο οποιος για να συμμετάσχει στην ταινία, προσκλήθηκε από τον Ίαν Γιουλ.[10]
Οι συγγενείς του παραγωγού Έβαν Λόιντ επίσης πρωταγωνίστησαν: Η κόρη του Ροζαλίντ στο ρόλο της Χίδερ και η συζύγο του Τζέιν Χίλτον η οποία υποδύθηκε την κυρία Γιανγκ.
Οι κριτικές ανασκόπησης στην ιστοσελίδα Rotten Tomatoes, δίνουν βαθμολογία θετικής έγκρισης σε ποσοστό 60%, με βάση 28 κριτικές και μέση βαθμολογία 6/10. [11]