Ερνστ Τρελτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ernst Troeltsch (Γερμανικά) |
Γέννηση | 17 Φεβρουαρίου 1865[1][2][3] Άουσμουργκ Χάουνστέττεν |
Θάνατος | 1 Φεβρουαρίου 1923[1][4][5] Βερολίνο[6][4] |
Τόπος ταφής | Invalids' Cemetery |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[7] |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[5][8] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν Πανεπιστήμιο Χούμπολτ[9] Πανεπιστήμιο Φρειδερίκου και Αλεξάνδρου των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης[10] Πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ[11] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός θεολόγος[12] διδάσκων πανεπιστημίου κοινωνιολόγος συγγραφέας[13] φιλόσοφος[14][12] ιστορικός[12] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Βόννης Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Πανεπιστήμιο Χούμπολτ Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν[15] |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος του κοινοβουλίου της Πρωσίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Έρνστ Τρέλτς (γερμανικά: Ernst Troeltsch, 17 Φεβρουαρίου 1865 - 1η Φεβρουαρίου 1923) ήταν Γερμανός θεολόγος, θρησκειολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας προτεσταντικού δόγματος. Ασχολήθηκε με τις κοινωνικές πτυχές της ιστορίας του Χριστιανισμού[16] και θεωρείται βασικός εκπρόσωπος της θρησκειοϊστορικής σχολής[17], ενώ με την αμφισβήτηση του ισχυρισμού πως η Εκκλησία κατέχει την απόλυτη αλήθεια, άσκησε μεγάλη επίδραση στους νεότερους θεολόγους της εποχής του. Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική[18], καταλαμβάνοντας δημόσια αξιώματα.
Ο Τρέλτς γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1865 στο Χάουνστέττεν της Σουαβίας, κοντά στο Άουγκσμπουργκ. Ήταν το μεγαλύτερο τέκνο της λουθηρανικής οικογένειας του Βαυαρού γιατρού[19] Έρνστ Τρελτς και της Ευγενίας Κέπελ[20] που προερχόταν από τη Νυρεμβέργη.
Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο γυμνάσιο του Άουγκσμπουργκ στη συνέχεια γράφτηκε το 1884 στο Πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν, όπου σπούδασε λουθηρανική θεολογία[21], καθώς αν και αρχικά σκεφτόταν να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, εν τέλει προτίμησε τη θεολογία, πιστεύοντας πως μελετώντας τη, θα συνδύαζε τα δύο κύρια ενδιαφέροντά του, τα οποία ήταν η μεταφυσική και η ιστορία[22].
Έπειτα από ένα χρόνο και έχοντας διαπιστώσει τη διαφορά φιλοσοφίας μεταξύ του ίδιου και του συντηρητικού κλίματος που κυριαρχούσε στον θεολογικό κλάδο του πανεπιστημίου[19][22], αποχώρησε, συνεχίζοντας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από εκεί στο Γκαίτινγκεν έχοντας το ίδιο κύριο αντικείμενο σπουδών. Από το 1891 και μετά δίδαξε σε αρκετά γερμανικά πανεπιστήμια: αρχικά στο Γκαίτινγκεν ως υφηγητής, μετά στη Βόννη ως έκτακτος καθηγητής, στη Χαϊδελβέργη ως τακτικός καθηγητής και αργότερα στο Βερολίνο[23].
Κατά τα 21 έτη παραμονής του στη Χαϊδελβέργη εξέδωσε το 1902 το βιβλίο «Θεμελιώδη προβλήματα της Ηθικής» και μια σειρά από άρθρα που πραγματεύονταν την ανάπτυξη των χριστιανικών εκκλησιών. Κυριότερο έργο του Τρελτς[24] θεωρείται το «Οι κοινωνικές θεωρίες των Χριστιανικών Εκκλησιών και ομάδων» (γερμ: Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen), το οποίο εκδόθηκε το 1912. Τρία χρόνια αργότερα, στράφηκε από την κλασική θεολογία στην φιλοσοφία της θρησκείας και ακολούθως ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, την οποία και κράτησε μέχρι τον θάνατό του.
Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου του 1923 στο Βερολίνο, όπου και θάφτηκε. Ήταν παντρεμένος από το 1901, ενώ από γάμο του απέκτησε το 1913 έναν γιο[23].
Ο Έρνστ Τρελτς μελέτησε την κοινωνική φιλοσοφία του Χριστιανισμού και ειδικότερα του Προτεσταντισμού[25]. Θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές της κοινωνιολογίας της θρησκείας βασισμένος σε μια κοινωνιολογία του Χριστιανισμού. Η έντονη ενασχόλησή του με τον ιστορισμό (Historismus) προκάλεσε τον χαρακτηρισμό του ως Φιλοσόφου της ιστορίας, και ταυτόχρονα ξεπερνά διλήμματα τύπου: θεολογία-θρησκειολογία. Ο Τρελτς, είδε τη σχέση θρησκείας και κοινωνίας με τη ματιά του θεολόγου κι όχι μόνο του οικονομολόγου. Αν ο Μαξ Βέμπερ έβλεπε μέσα από το έργο του, τους πόλους της θρησκείας και της κοινωνίας να ταυτίζονται και ο μαρξισμός τη θρησκεία ως εποικοδόμημα της κοινωνίας, ο Τρελς υπερβαίνει την όποια μεταξύ τους διάσταση[26]. Επιπλέον, δεν αντιμετώπισε την φιλοσοφία της θρησκείας από φιλοσοφική σκοπιά, αλλά σε σχέση με τη ζώσα θρησκεία[27].
Ο Τρελτς θεωρείται ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της θρησκειοϊστορικής σχολής της κοινωνιολογίας, καθώς και της ιστορικής θεώρησης της θρησκείας[28].
Ο Τρελτς διακρίνει τρεις μορφές του χριστιανικού φαινομένου: την Εκκλησία, τη θρησκευτική αίρεση ή σέκτα και τον μυστικισμό[29]. Πρόκειται για τρεις ιδεότυπους με βάση τις ιστορικές εμπειρίες του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού. Από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με την μελέτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν είναι γνωστό σε ποια έκταση μπορεί να εφαρμοστούν οι παρατηρήσεις του και εκεί[30]. Σύμφωνα με τον Τρελτς:
«Εκκλησία είναι ένας θεσμός στον οποίο έχει δοθεί η χάρη και η σωτηρία σαν αποτέλεσμα της Λύτρωσης του ανθρώπου. Είναι σε θέση να δεχθεί τις μάζες και να προσαρμοστεί στις συνθήκες του κόσμου γιατί, ως ένα σημείο, μπορεί να αγνοεί την ανάγκη της υποκειμενικής αγιότητας προς όφελος των αντικειμενικών θησαυρών της χάρης και της λύτρωσης. Η θρησκευτική μερίδα ή σέκτα είναι μια εκούσια κοινωνία που τη συνθέτουν χριστιανοί με αυστηρές και καθορισμένες πεποιθήσεις, που τους συνδέει μεταξύ τους το γεγονός ότι έχουν όλοι τους την εμπειρία της νέας γέννησης. Οι πιστοί αυτοί ζουν ξέχωρα από τον κόσμο, σε μικρές ομάδες, δίδουν έμφαση στο νόμο μάλλον παρά στη χάρη, και δημιουργούν, σε ποικίλους βαθμούς τη χριστιανική τάξη που βασίζεται στην αγάπη μέσα στον ιδιαίτερο κύκλο τους. Όλα αυτά γίνονται σαν προπαρασκευή και σε αναμονή της έλευσης της βασιλείας του Θεού. Ο μυστικισμός σημαίνει ότι ο κόσμος των ιδεών, που κρυσταλλώθηκε σε τυπικά τελετουργικά και δόγματα, μετατρέπεται σε μια καθαρά προσωπική και εσωτερική εμπειρία. Αυτό οδηγεί στο σχηματισμό ομάδων σε καθαρά προσωπική βάση, χωρίς μόνιμες μορφές , ου τείνουν να εξασθενίσουν τη σημασία των λατρευτικών μορφών του δόγματος και του ιστορικού στοιχείου [31]
Αυτές οι έννοιες έχουν γίνει από τότε κεντρικής σημασίας για την κοινωνιολογική μελέτη των θρησκειών[32].
Έχουν αναφερθεί ως επιδρώντες επί της σκέψης του Τρελτς οι Γκέοργκ Ζίμελ, Φ. Τένις, Κάρολος Μαρξ (αν και ο ίδιος απέρριπτε τον μαρξισμό[23]), Καντ, Ντιλνάι[24], Σπένγκλερ, Σλάιερμάχερ και ο Μαξ Βέμπερ, αλλά και οι Αλβέρτος Ρίτσλ[19], Χέρμαν Λότζε[33], Lagerde, η ιστορικοθρησκευτική έρευνα, το νεοϊδεαλιστικό κίνημα, και η υπερλογική φιλοσοφία της ζωής[34].
Αν και υπήρξε διαπρεπής προσωπικότητα της εποχής του, αμέσως μετά τον θάνατό του, ο Τρελτς και το έργο του θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι και πέρασαν στη λήθη, κυρίως υπό το βάρος των αρνητικών πορισμάτων του Καρλ Μπαρτ, στο πλαίσιο της ευρύτερης απόρριψης της προτεσταντικής φιλελεύθερης θεολογίας (της οποίας κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Τρελτς), από το αντίστοιχο ρεύμα της νεορθοδοξίας. Ωστόσο με αφετηρία τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Τρελτς και η θεολογία του επανήλθαν στο προσκήνιο[35].
Στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στην εκεί υπάρχουσα θεολογική σχολή λειτουργεί ερευνητικό κέντρο με αντικείμενο τη μελέτη της σκέψης και την έκδοση του έργου του Γερμανού θεολόγου[18].
Παράλληλα με τη συγγραφική και επιστημονική του πορεία, ο Τρελτς ασχολήθηκε ενεργά και με τα πολιτικά πράγματα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Χαϊδελβέργη ήταν μέλος της Άνω Βουλής του Μπάντεν, ενώ μετέπειτα συμμετείχε στην Πρωσική Βουλή[23]. Κατά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μεταξύ των διανοούμενων που στήριξαν δημόσια την είσοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στη σύγκρουση, ωστόσο από τα τέλη του 1916 αναθεώρησε τις απόψεις του. Μεταπολεμικά διετέλεσε μέλος του φιλελεύθερου Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος[36] και μεταξύ των ετών 1919 και 1921 τοποθετήθηκε στη θέση του γραμματέα του Γερμανικού Υπουργείου Πολιτισμού[37], με αρμοδιότητα στα θρησκευτικά ζητήματα.