Εσάντ Πασάς Τοπτάνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Esad pashë Toptani (Αλβανικά) |
Γέννηση | 1863[1][2][3] Τίρανα[4] |
Θάνατος | 13 Ιουνίου 1920[5][6] Παρίσι[7] |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Κατοικία | Τίρανα |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία (έως 1912) Αλβανία |
Θρησκεία | Σουνιτισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Αλβανικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αλβανικά τουρκικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός στρατιωτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Νεότουρκοι |
Οικογένεια | |
Οικογένεια | Toptani family |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | υποστράτηγος |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Πολιορκία της Σκόδρας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Αλβανίας (1914–1916) Υπουργός Άμυνας (Μάρτιος 1914 – Μαΐου 1914) |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Μετζιντιγέ Τάγμα του Οσμανιέ Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Νισάν Ιφτιχάρ Ιππότης Ταξιάρχης του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Εσάντ Πασάς Τοπτάνι (αλβανικά: Esad Pashë Toptani, 1863 – 13 Ιουνίου 1920), κυρίως γνωστός ως Εσάντ Πασάς, ήταν αξιωματικός του οθωμανικού στρατού που υπηρέτησε ως Αλβανός βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Ήταν εξέχων πολιτικός στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αλβανία. Ο Τοπτάνι συνεργάστηκε με τον Βαλκανικό Συνασπισμό μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους[8] και δημιούργησε κράτος στην κεντρική Αλβανία, με έδρα το Δυρράχιο, το οποίο ονομάστηκε Δημοκρατία της Κεντρικής Αλβανίας.[9]
Ο Εσάντ Πασάς γεννήθηκε το 1863 στα Τίρανα, τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (σύγχρονη Δημοκρατία της Αλβανίας), και ήταν γιος του Αλί Μπέη Τοπτάνι και της Βασφιγιέ Αλιζότι.[10] Ήταν μέλος των Τοπτάνι, μιας εξέχουσας οικογένειας γαιοκτημόνων η οποία ίδρυσε τη σημερινή πόλη των Τιράνων.[11] Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην οθωμανική κυβέρνηση, ο Τοπτάνι υπηρέτησε ως υπολοχαγός (καϊμακάμης) και διοικούσε τη χωροφυλακή στα Τίρανα.[12] Το 1908, έχοντας υπηρετήσει ως διοικητής χωροφυλακής στα Ιωάννινα, εντάχθηκε στους Νεότουρκους (CUP) και έγινε μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου ως εκπρόσωπος του Δυρραχίου.[10][13] Μετά το οθωμανικό αντιπραξικόπημα του 1909, στις 27 Απριλίου 1909, τέσσερα μέλη των Νεότουρκων πήγαν να ενημερώσουν τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ για την εκθρόνισή του, με τον Τοπτάνι να είναι ο κύριος αγγελιοφόρος λέγοντας ότι «το έθνος σας έχει εκτοπίσει».[12] Ως αποτέλεσμα, το επίκεντρο της οργής του σουλτάνου ήταν προς τον Τοπτάνι, για τον οποίο ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ είχε αισθανθεί πως τον πρόδωσε.[12] Ο σουλτάνος τον ανέφερε ως «κακό άνθρωπο», δεδομένου ότι η οικογένεια Τοπτάνι είχε επωφεληθεί από την βασιλική προστασία για να κερδίσει προνόμια και θέσεις-κλειδιά στην οθωμανική κυβέρνηση.[12]
Το 1912, κατά τη διάρκεια της αλβανικής εξέγερσης και μετά από τις οθωμανικές βουλευτικές εκλογές, οι βουλευτές Τοπτάνι και Σύργια Βλόρα εκπροσώπησαν την αλβανική πλευρά σε κοινοβουλευτική συζήτηση με τους Νεότουρκους.[14] Και οι δύο ζήτησαν την παύση της κυβερνητικής βίας και την εφαρμογή της χρηστής διακυβέρνησης για να μετριάσουν την κατάσταση στα αλβανικά εδάφη.[14] Μέσα από την αλβανική εξέγερση του 1912 ο Εσάντ Πασάς Τοπτάνι υποχρεώθηκε να οργανώσει την εξέγερση στην Κεντρική Αλβανία και τη Μιρντίτα.[15] Στις 30 Ιανουαρίου 1913, ο Χασάν Ριζά Πασάς, διοικητής της Σκόδρας, έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε από τους Οσμάν Μπαλί και Μεχμέτ Καβάγια,[16] δύο Αλβανούς οι οποίοι ήταν υπάλληλοι του Εσάντ Πασά.[17] Ο Ριζά Πασάς ήθελε να διατηρήσει την υπεράσπιση της πολιορκημένης πόλης, και μετά τον θάνατό του ο Εσάντ Πασάς συνέχισε την αντίσταση μέχρι τον Απρίλιο του 1913. Παρέδωσε το οχυρό της Σκόδρας στο Μαυροβούνιο, τον Απρίλιο του 1913 μετά από παρατεταμένο πόλεμο και μεγάλο ηρωισμό Αλβανών και Τούρκων στρατιωτών. Ο Εσάντ Πασάς επετράπη σε αντάλλαγμα να εγκαταλείψει την πόλη με τον στρατό του και όλα τα όπλα του για να εμπλακεί στον αγώνα για την εξουσία στην κεντρική Αλβανία.[8]
Τον Ιούλιο του 1913 πείστηκε από την οικογένεια Βλόρα να αποδεχθεί τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών στην προσωρινή κυβέρνηση, αλλά στις 16 Οκτωβρίου 1913, για να εμποδίσει τον Ισμαήλ Κεμάλ, ο Τοπτάνι που παρουσίαζε τον Κεμάλ ως Έλληνα πράκτορα, δημιούργησε μια αντίπαλη κυβέρνηση στο Δυρράχιο, τη Δημοκρατία της Κεντρικής Αλβανίας. Επίσημα, η Σερβία βοήθησε ταυτόχρονα πολλούς άλλους μικρούς φυλετικούς αρχηγούς που αντιστάθηκαν στην κυβέρνηση του Ισμαήλ Κεμάλ, κατευθύνοντάς τους προς συνεργασία με τον Εσάντ Πασά.[8]
Με δυσφορία παραιτήθηκε όταν αναγκάστηκε να το πράξει από τις Μεγάλες Δυνάμεις την 1η Φεβρουαρίου 1914, αν και ως αποζημίωση του δόθηκε το δικαίωμα να ηγηθεί της αλβανικής αντιπροσωπείας που ταξίδεψε στο Νόιβιντ στον Ρήνο της Γερμανίας για να προσφέρει τον αλβανικό θρόνο στον πρίγκιπα Γουλιέλμο του Βιντ. Πίσω στην Αλβανία, οι σχέσεις μεταξύ του πρίγκιπα και του Τοπτάνι, Υπουργού Πολέμου και Εσωτερικών, σύντομα έφτασαν σε άσχημο επίπεδο. Ο Εσάντ Πασάς ηγήθηκε ομάδας στην Αγροτική εξέγερση στην Αλβανία εναντίον του Πρίγκιπα Γουλιέλμου. Ήταν το μόνο άτομο στην Αλβανία που είχε έναν δικό του αυτοτελή στρατό και προσπάθησε να αρπάξει όσο το δυνατόν περισσότερα από τη χώρα. Στις 9 Ιανουαρίου, οι άντρες του προσπάθησαν να καταλάβουν το Ελμπασάν, αλλά αποκρούστηκαν από τον κυβερνήτη της πόλης, Ακίφ Πασά Ελμπασάνι.[18]
Στις 19 Μαΐου 1914, όταν ο Τοπτάνι αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα όπλα του, οι ένοπλες δυνάμεις του Ολλανδού στρατοχωροφύλακα Γιόχαν Σλούις περιέβαλαν το σπίτι του στο Δυρράχιο, αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί. Συνελήφθη για συνωμοσία, αν και μετά από διαβουλεύσεις με τον πρίγκιπα του Βιντ, δε δικάστηκε αλλά απεστάλη στο Μπάρι στη νότια Ιταλία και του απαγορεύθηκε να επιστρέψει στην Αλβανία.[18][19]
Από την εξορία στη Ρώμη, διατήρησε στενούς δεσμούς με τις κυβερνήσεις της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τοπτάνι ταξίδεψε στη Νις του Βασιλείου της Σερβίας, όπου υπέγραψε τη μυστική Συνθήκη Σερβοαλβανικής Συμμαχίας με τον Σέρβο πρωθυπουργό Νίκολα Πάσιτς στις 17 Σεπτεμβρίου 1914.[20] Με χρηματοδότηση από την Ιταλία και τη Σερβία ο Τοπτάνι εισέβαλε στη Δίβρη στις 20 Σεπτεμβρίου, και στις 3 Οκτωβρίου 1914 είχε καταλάβει το Δυρράχιο δίχως αντίσταση. Ο Πρωθυπουργός της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς διέταξε να παρασχεθούν στους οπαδούς του χρήματα και όπλα.[8]
Η βάση εξουσίας του στην κεντρική Αλβανία αποδυναμώθηκε τον Νοέμβριο του 1914 από μια εξέγερση μουσουλμάνων ανταρτών που στράφηκαν εναντίον του, αλλά κατάφερε, με ιταλική υποστήριξη, να παραμείνει στην πόλη του Δυρραχίου. Όταν οι σερβικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Αλβανία στα μέσα Ιουνίου του 1915, καταλαμβάνοντας ταχέως το Πόγραδετς, το Ελμπασάν, τα Τίρανα και την Καβάγια, ο Τοπτάνι ορίστηκε κυβερνήτης της κεντρικής Αλβανίας από το Δυρράχιο, αν και η διακυβέρνησή του δεν ήταν σταθερή εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα τέλη του 1914, ο Εσάντ συμφώνησε κρυφά με την ελληνική κυβέρνηση να υποστηρίξει την προσάρτηση των νότιων επαρχιών, γνωστών στους Έλληνες ως Βόρεια Ήπειρος, στο Βασίλειο της Ελλάδας.[21] Κήρυξε σύντομα τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία για να δείξει την στήριξη του στην Αντάντ και ωφελήθηκε σε σημαντικό βαθμό από την κατάσταση, φορολογώντας όλες τις παραδόσεις των Συμμάχων που στέλνονταν στους Σέρβους. Όταν οι Αυστροουγγρικές δυνάμεις προέλασαν στην κεντρική και βόρεια Αλβανία κατά την άνοιξη του 1916, ο Τοπτάνι διέφυγε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί πήγε στη Γαλλία, για να εκπροσωπήσει την Αλβανία στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού.
Για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Εσάντ Πασάς παρέμεινε στο Παρίσι προσπαθώντας να οργανώσει την αναγνώριση της Αλβανίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και να απορρίψει το μυστικό σύμφωνο του Λονδίνου στο οποίο σχεδιαζόταν η διαίρεση της Αλβανίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα Τίρανα και μεγάλο μέρος της κεντρικής Αλβανίας ελέγχονταν από τον Στρατάρχη Οσμάν Μπαλί και τον πιο αξιόπιστο σύμβουλό του Ραμαζάν Μπίμπα, μέλος εξέχουσας οικογένειας των Τιράνων.[22]
Στις 13 Ιουνίου 1920, ο Αβνί Ρουστέμι δολοφόνησε τον Εσάντ Πασά στο Παρίσι όταν έφυγε από το Hotel Continental. Ο Εσάντ Πασάς τάφηκε στο Σερβικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο στο Παρίσι[23] [24] αφού έμεινε για μεγάλο χρονικό άταφος στο νεκροταφείο.[25]
Ο Εσάντ Πασάς είχε φήμη ως αδίστακτος οπορτουνιστής[10] και μνημονεύεται μεταξύ των Αλβανών ως μία από τις πιο αρνητικές ιστορικές μορφές και σύμβολο της προδοσίας.[23][26][27][28] Η Έντιθ Ντέρχαμ θεωρούσε τον Εσάντ Πασά ως «ένα παράξενο κατάλοιπο του Μεσαίωνα … παρόμοιο με τους γενναιόδωρους ψευτοπαλληκαράδες οι οποίοι πωλούσαν τον εαυτό τους και τις υπηρεσίες τους στους αντίπαλους μονάρχες, πρίγκιπες και δούκες του 15ου και του 16ου αιώνα, και πήγαιναν χαρούμενοι στον εχθρό αν προσέφερε καλύτερους μισθούς – άνδρες στους οποίους δεν αναπτύχθηκε καθόλου η αίσθηση της εθνικότητας και των οποίων η αίσθηση της τιμής ήταν, εν μέρει, ανεπαρκής».[29]
Το 2014, ο υπουργός Εργασίας της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βουλίν, απέδωσε φόρο τιμής στον τάφο του, για τις συνεισφορές του στη Σερβία.[30]
The Toptani family were in many ways the founders of contemporary Tirana
It was obvious to Wied and the Dutch officers that Essad Pasha had his hand in the unrest.