Ζαν Μελιέ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Jean Meslier (Γαλλικά) |
Γέννηση | 15 Ιουνίου 1664[1][2][3] Mazerny |
Θάνατος | 17 Ιουνίου 1729[2] Étrépigny |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος ιερέας συγγραφέας[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Testament |
Σχετικά πολυμέσα | |
Αθεϊσμός |
---|
Ο Ζαν Μελιέ (γαλλικά: Jean Meslier ή Mellier· 15 Iουνίου 1664[6] – 17 Ιουνίου 1729), ήταν Γάλλος Καθολικός ιερέας (αββάς), ο οποίος έγραψε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο με σκοπό την προώθηση του αθεϊσμού, το οποίο ανακαλύφθηκε, μετά τον θάνατό του. Το κείμενο αυτό περιγράφεται από τον συγγραφέα ως «διαθήκη» για τους ενορίτες του και καταγγελία κάθε θρησκείας.
O Μελιέ γεννήθηκε στην κοινότητα Μαζερνί, ένα οικισμό στην επαρχία Αρδέννες της βόρειας Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν υφασματέμπορας. Άρχισε να μαθαίνει λατινικά από έναν γείτονά του ιερέα το 1678 και τελικά εντάχθηκε σε ιερατική σχολή όπου διακρίθηκε γα την ευφυΐα και φιλομάθεια του και τελικά εντάχθηκε σε ιερατική σχολή. Αργότερα ισχυρίστηκε, στον πρόλογο του βιβλίου του, ότι η ένταξη του έγινε για να ευχαριστήσει τους γονείς του. Στο τέλος των σπουδών του, χειροτονήθηκε, και στις 7 Ιανουαρίου 1689 έγινε ιερέας στο Ετρεπινύ, στην Καμπανία, σε ηλικία 25 χρονών.[7]
Εκτός από μία δημόσια διαφωνία με έναν τοπικό ευγενή, στην οποία ενεπλάκη, ο Μελιέ ήταν σε όλες τις εμφανίσεις του συμβατικός, και εκτελούσε το λειτούργημά του χωρίς παράπονα ή προβλήματα για 40 χρόνια. Ζούσε σαν άπορος, και τα ελάχιστα χρήματα που διαχειριζόταν τα δώριζε στους φτωχούς. Ο κλήρος εκείνη την εποχή, είχε εδραιωμένη παράδοση απείθειας προς τις αρχές κατά των κοινωνικών ανισοτήτων. Σε ένα επεισόδιο ενεπλάκη ο Μελιέ, όπου αρνήθηκε να συστήσει ευγενή στην Κυριακάτικη ανάγνωση των Ευαγγελίων, διότι ο ευγενής κακομεταχειρίστηκε τους αγρότες. Για το περιστατικό κρίθηκε από τον επίσκοπο, ο οποίος ήταν αρκετά αρνητικός έναντι στον Μελιέ. Πάντως ήταν η μόνη αρνητική αναφορά που είχε στη διάρκεια της ζωής του.[8]
Όταν ο Μελιέ πέθανε, βρέθηκε στο σπίτι του μία εισαγωγική επιστολή η οποία παρέπεμπε σε τρία αντίγραφα ενός χειρόγραφου 633 σελίδων που είχαν κατατεθεί στο αρμόδιο δικαστικό κατάστημα της ενορίας του Στην επιστολή με παραλήπτες τους εφημέριους της περιφέρειας του, αποκαλύπτει πως η θρησκεία είναι απλώς μόνο «πλάνη, ψέμα και απάτη» και παροτρύνει τους συναδέλφους του να αποσκιρτήσουν. Προβλέποντας την απάντηση των συναδέλφων του, συνεχίζει λέγοντας πως «να με καθυβρίσετε είναι ανώφελο». Κατηγορεί τον χριστιανισμό ως ειδωλολατρική θρησκεία, και σχολιάζει για τον Ιησού ως τυφλό που «ένας τυφλός που καθοδηγεί άλλον τυφλό, θα καταλήξουν και οι δυο στον λάκκο»[9]
Στην επιστολή του Μελιέ, διαφαίνεται η υλιστική του αθεΐα, η μηδενιστική του απαισιοδοξία, η πικρή ειρωνεία και η κοινωνική του εξέγερση. [10]
Ο τίτλος του χειρογράφου είναι εύγλωττος: «Υπόμνημα των σκέψεων και των συναισθημάτων του Ζαν Μελιέ, ιερέως, εφημερίου του Ετρεπενύ και του Μπαλβαϊβ, επί μιας σειράς σφαλμάτων και καταχρήσεων της διαγωγής και της πολιτείας των ανθρώπων, όπου ο καθείς διακρίνει αποδείξεις σαφείς και προφανείς της ματαιότητας και της αναλήθειας όλων των θεοτήτων και όλων των θρησκειών του κόσμου, με παραλήπτη τους ενορίτες του, μετά τον θάνατο του, ώστε να χρησιμεύσει ως τεκμήριον αληθείας εις αυτούς και εις όλους τους ομοίους του»[10] Το υπόμνημα αυτό, χωρίζεται σε οκτώ μέρη, καθένα το οποίο αποτελεί μια «απόδειξη της ματαιότητας και της αναλήθειας των θρησκειών»
Ένα από τα βασικά θέματα του έργου του Μελιέ είναι πως θεός δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, η ύπαρξη του θα ήταν προφανής, θα ήταν ορατή. Σύμφωνα με τον Μελιέ, θα γνωστοποιούσε τη βούληση του αντί να αφήνει τους ανθρώπους να ερίζουν για αυτό. Από την επιμονή της αόρατης θεότητας, συνάγεται το συμπέρασμα πως είτε ο θεός χλευάζει τον άνθρωπο, εγκαταλείποντας τον στην άγνοια, είτε ότι δεν υπάρχει. Υποστηρίζει πως πρέπει κάποιος να εγκαταλείψει τη λογική του για να πιστέψει, ενώ βλέπει το σύμπαν ως ένα μέρος ελεεινότατο, γεμάτο συμφορές κι ελαττώματα όπου οι άνθρωποι υποφέρουν. Επιπλέον, κάνει επίθεση στο οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού. Σύμφωνα με τον Μελιέ, η πίστη είναι μια τυφλή δοξασία.[11]
Το μοναδικό αναγκαίο ον είναι η ύλη, σύμφωνα με τον Μελιέ. Ο υλισμός του βασίζεται στο έργο του Καρτέσιου, χωρίς να το αποδέχεται εξ ολοκλήρου. Ο Μελιέ επαναδιαπραγματεύεται το θέμα της λεπτεπίλεπτης ύλης το οποίο ανακάλυψε στον Λουκρήτιο. Απορρίπτει και την ύπαρξη της ψυχής ξέχωρης από την ύλη, όπως και το ενδεχόμενο της μετεμψύχωσης ως γελοιωδέστατη ιδέα. Ωστόσο δεν διακατέχεται από θεοποίηση της ύλης ως μια μορφή πανθεϊσμού. Δεν αποδίδει μεταφυσικές ιδιότητες στο Μέγα Όλον, όπως ο Σπινόζα. [12]
Ο Μελιέ στην πραγματεία του, επιδίδεται σε μια ανελέητη κριτική της Βίβλου. Αμφισβητεί την αξιοπιστία των βιβλικών και ευαγγελικών αφηγήσεων. Ο τρόπος γραφής τους είναι άγνωστος, όπως επίσης και τα πρόσωπα των ευαγγελιστών. Γιατί οι τέσσερις (Λουκάς, Μάρκος Ματθαίος και Ιωάννης) είναι αξιόπιστοι; Πώς εξηγούνται οι αποκλίσεις στις μαρτυρίες τους; Πως έγινε η επιλογή των κειμένων τους; Ο Μελιέ αναρωτιέται ποιο νόημα έχουν οι ιστορίες παρανοϊκών, οι αιματοχυσίες και οι θυσίες που ενορχηστρώθηκαν από ένα Θεό- υποτιθέμενο ο οποίος είναι πάνσοφος και πανάγαθος. Στην κριτική αυτή ο Μελιέ χρησιμοποιεί βασικούς κανόνες της ιστορικής κριτικής. Πρέπει να γνωρίζουμε για τις αφηγήσεις κάποιου:
Ο Μελιέ ταξινομεί τις ασυνέπειες της Βίβλου, των μύθων του κατακλυσμού, της κιβωτού, σχολιάζει τον θεό που σκοτώνει εβδομήντα χιλιάδες ανθρώπους για να τιμωρήσει τον Δαβίδ επειδή έκανε απογραφή του λαού. Ο Μελιέ σχολιάζει την επινόηση της αλληγορικής ερμηνείας των Γραφών, που συνεπώς είναι δυνατή πλέον μια οποιαδήποτε ερμηνεία των κειμένων. Καταλογίζει πως την αλληγορική ερμηνεία την επινόησε «αυτός ο μέγας φανφαρόνος, ο Παύλος» O Μελιέ ανθολογεί σαράντα σελίδες από τις πλέον κραυγαλέες ερμηνείες των Πατέρων της Εκκλησίας. [13]
Ο Μελιέ ασχολήθηκε και με το κεντρικό πρόσωπο του Χριστιανισμού. Παραδέχεται πως είναι υπαρκτό πρόσωπο όμως «υπήρξε ένας άνδρας απολύτως ανάξιος, χωρίς χάρισμα, πνεύμα, γνώση δεξιότητα, ένας άνδρας που περιφρονήθηκε εντελώς στον κόσμο· ένας τρελός, ένας άμυαλος, ένας άθλιος φανατικός, ένας δύστυχος αχρείος». O Ιησούς υπήρξε παρανοϊκός με εξεζητημένες παραβολές και διαθέτει μια διεστραμμένη πλευρά: δοξάζει την οδύνη και ενώ δηλώνει πως ήρθε να σώσει τους ανθρώπους, δηλώνει ότι στην πλειονότητα τους είναι καταδικασμένοι. Η διδασκαλία του ασυνάρτητη: μην μεριμνάτε για τροφή και ενδυμασία, εμπιστευθείτε τη θεία πρόνοια όπως τα πετεινά του ουρανού. Θα ήταν όντως περίεργο να εμπιστευτούν οι άνθρωποι μια τέτοια υπόσχεση. Η ιστορία περί κόλασης- που θα πάνε ένα πλήθος ψυχών- και περί λυτρώσεων, εξηγείται με δυο τρόπους: είτε είναι αξιοθρήνητη αποτυχία, είτε είναι απάτη. Ο Μελιέ διαλέγει τη δεύτερη εκδοχή. Διερωτάται αν ο Χριστός ήρθε ως σωτήρας της ανθρωπότητας, γιατί απαιτούνται ακόμη μετάνοιες; [14]
Το επιστέγασμα της κριτικής στον Ιησού είναι: προκειμένου ο Θεός να λυτρώσει ένα ανθρώπινο σφάλμα, αντί να επινοήσει κάτι καλύτερο, στέλνει τον γιο του να θανατωθεί εξαναγκάζοντας τους συνεπώς να διαπράξουν μια αμαρτία σοβαρότερη από την πρώτη, με στόχο τη σωτηρία τους! Διότι η σταύρωση δεν παρέχει σωτηρία αφενός και αφετέρου πρέπει να πραγματοποιηθεί από ανθρώπους.[15]
Τον Μελιέ τον απασχολεί «πως πείστηκαν επομένως, άνθρωποι λογικοί και συνετοί για πράγματα τόσο παράδοξα και παράλογα;» Αναρωτιέται αν οι άνθρωποι όντως πιστεύουν αυτές τις θεωρίες. Φαίνεται πως ο Μελιέ, ο οποίος ήταν εξομολόγος για σαράντα χρόνια, δεν πιστεύει πως οι χριστιανικές πεποιθήσεις είχαν ισχύ. Γράφει πως «όσοι από του ανθρώπους του λαού έχουν έστω ελάχιστο πνεύμα και λογική, παρά την απόλυτη άγνοια τους στον τομέα των ανθρώπινων επιστημών, διακρίνουν και διαισθάνονται, ίσως, κατά κάποιον τρόπο τη ματαιότητα και την πλαστότητα των όσων τους παρουσιάζονται ως αληθή σχετικά με το θέμα, εμφανιζόμενοι κατά κάποιον τρόπο να πιστεύουν μόνο δια της βίας, παρά τη θέληση τους, ενάντια στη δική τους σοφία, ενάντια στην ίδια τη λογική τους και ενάντια στα ίδια τους τα αισθήματα, ή μάλλον πασχίζουν να πιστέψουν ότι τους λένε σχετικά.[16]
Ο Μελιέ, καταλογίζει στην Εκκλησία την υποστήριξη της τυραννίας και της κοινωνικής αδικίας. Κανονικά οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ίσοι, όμως οι ευγενείς μαζί με τον εκκλησία (μαζί με δικαστικούς) κατέστρεψαν δια της βίας αυτή την ισότητα. Πάντως δεν εκθειάζει την επανάσταση και ζητεί απλώς διάδοση των ανατρεπτικών του ιδεών. [17]
Ο Μελιέ δεν φαίνεται να κινήθηκε από θέληση για εκδίκηση, αλλά από αγάπη για την αλήθεια και την αποστροφή του για την αδικία και μοχθηρία των ισχυρών. Το ύφος του σχολιάστηκε αρνητικά, αλλά ο στοχασμός του είναι δυναμικός και το σύστημα του χαρακτηρίζεται από τέλεια συνοχή. Υπό αυστηρά κριτήρια το έργο του είναι φιλοσοφικό, ανήκει στην υλιστική φιλοσοφία αλλά δεν είναι οπαδός του Gassendi ή του Σπινόζα. Η μεθοδολογία του είναι Καρτεσιανή. Παρόλα αυτά, φαίνεται να αγνοεί τη σύγχρονη του επιστημονική βιβλιογραφία και βασίζεται περισσότερο στους αρχαίους, τον Διαγόρα, τον Θεόδωρο, τον Πλίνιο, τον Τριβωνιανό και άλλους. [18]
Για τη σύνταξη ενός τέτοιου ογκωδέστατου έργου, ο Μελιέ εργάστηκε πεισματικά. Αντέγραψε με πένα από φτερό χήνας, με μια λεπτότατη γραφή, συνολικά τρεις χιλιάδες πεντακόσιες τυπωμένες σελίδες, υπό το αμυδρό φως του κεριού, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα. Απαιτείται γερή δόση ψυχρού μίσους κατά της θρησκείας για να καταφέρει κάτι τέτοιο, χωρίς να λυγίσει. Ο Μελιέ πάντως γνωρίζει ότι θα συκοφαντηθεί μετά θάνατον, όμως ο ίδιος σπέρνει απλά ένα σπόρο: «αυτό θα γίνει υπόθεση ανθρώπων με πνεύμα και κύρος, ας γίνει υπόθεση σοφών γραφίδων, ανθρώπων εύγλωττων, ώστε να πραγματευθούν επάξια το θέμα και να υποστηρίξουν, όπως πρέπει, την πλευρά της δικαιοσύνης και της αλήθειας, θα το κάνουν με ένα τρόπο ασύγκριτα καλύτερα από το δικό μου» [18]
Στον πρόλογο της μεταθανάτιας πραγματείας του, ο Μελιέ εξηγεί γιατί γράφει το έργο του: για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τους ενορίτες του. Συναισθανόμενος ότι μπορεί να κατηγορηθεί για υποκρισία, εξηγεί ότι ποτέ δεν έδειξε ζήλο στην εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία εκπλήρωνε με δυσφορία. Εξήγησε ότι δεν είχε πει όσο ήταν ζωντανός τις απόψεις του, φοβούμενος τη βαναυσότητα των τυράννων. Πράγματι, το 1700 στη Ρεμς, ο Λεφέβρε είχε παραδοθεί στην πυρά, στη Φρεν το 1728, ιερέας κατηγορήθηκε για αθεϊσμό και μόλις κατάφερε να γλυτώσει από τη θανατική ποινή, αποδεχόμενος να εγκλειστεί δια παντός σε μοναστήρι, ενώ ο κριτικός της εκκλησίας Pietro Gianonne πέθανε στη φυλακή. [19]
Στη «Διαθήκη» ((Testament), ο Μελιέ αποκηρύττει όχι μόνο το συμβατικό Θεό του Χριστιανισμού, αλλά ακόμα και τον Θεό της φυσικής θρησκείας των θεϊστών,.[20] Για τον Μελιέ, η ύπαρξη του κακού είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα ενός καλού και σοφού Θεού.[21] Επίσης αρνήθηκε οποιαδήποτε πνευματική αξία που θα μπορούσε να αποκτηθεί από τον πόνο,[22] και χρησιμοποίησε την επιχειρηματολογία για τον σχεδιασμό (argument from design) ενάντια στον Θεό, δείχνοντας τα κακά που έχει επιτρέψει σε αυτόν τον κόσμο.[23] Για τον Μελιέ οι θρησκείες είναι κατασκευάσματα που προωθούνται από την άρχουσα τάξη. Αν και οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν υποδειγματικοί στο μοίρασμα των αγαθών τους, ο Χριστιανισμός είχε από καιρό εκφυλιστεί ενθαρρύνοντας την αποδοχή του πόνου και την υποταγή στην τυραννία που ασκούνταν από τους βασιλείς της Γαλλίας: η αδικία εξηγούνταν ως το θέλημα ενός πάνσοφου Θεού.[24] Κανένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται από τον Μελιέ ενάντια στην ύπαρξη του Θεού δεν ήταν πρωτότυπο. Στην πραγματικότητα προέρχονταν από βιβλία γραμμένα από ορθοδόξους θεολόγους στη συζήτηση μεταξύ των Ιησουιτών, Καρτεσιανών, και Γιανσενιστών. Η αδυναμία των παραπάνω να συμφωνήσουν σε μια απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ήταν ένας πολύ καλός λόγος για τον Μελιέ, για να πειστεί ότι υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για τη μη πίστη στον Θεό.
Η φιλοσοφία του Μελιέ ήταν αθεϊστική.[25] Επίσης αρνήθηκε την ύπαρξη της ψυχής και απέρριπτε την ιδέα της ελεύθερης βούλησης. Στο Κεφάλαιο V, ο ιερέας γράφει: «Αν ο Θεός είναι ακατάληπτος στον άνθρωπο, φαίνεται λογικό να μην Τον σκέφτομαι καθόλου». Ο Μελιέ αργότερα περιγράφει τον Θεό ως «χίμαιρα» και υποστηρίζει ότι η υπόθεση του Θεού δεν είναι προϋπόθεση για την ηθική. Στην πραγματικότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «είτε υπάρχει Θεός ή όχι [...] οι άνθρωποι έχουν ηθικά καθήκοντα και θα είναι πάντα έτσι, εφόσον διαθέτουν τη δική τους φύση».
Το πιο διάσημο απόσπασμα του Μελιέ αναφέρεται σε κάποιον που «...ευχήθηκε ότι όλοι οι μεγάλοι άνδρες του κόσμου και όλοι οι άρχοντες θα μπορούσαν να κρεμαστούν, και στραγγαλιστούν με τα έντερα των ιερέων.»[26] Ο Μελιέ παραδέχεται ότι η δήλωση αυτή μπορεί να φαίνεται ακατέργαστη και σοκαριστική, αλλά δείχνει τι αξίζει στους ιερείς και ευγενείς, όχι για λόγους εκδίκησης ή μίσους, αλλά για την αγάπη της δικαιοσύνης και της αλήθειας.[27]
Εξίσου γνωστή είναι η έκδοση από τον Ντιντερό: «Και με τα έντερα του τελευταίου παπά ας στραγγαλίσουμε τον λαιμό του τελευταίου βασιλιά.»[28] Κατά τη διάρκεια των πολιτικών ταραχών του Μάη του 1968, οι ριζοσπάστες φοιτητές της Επιτροπής Κατοχής της Σορβόννης παραφράζοντας τον Μελιέ, δήλωναν ότι «Η ανθρωπότητα δεν θα είναι ευχαριστημένη μέχρι ο τελευταίος καπιταλιστής κρεμαστεί με τα έντερα του τελευταίου γραφειοκράτη..»[29]
Ο Μελιέ, επίσης, επιτέθηκε σφοδρά στην κοινωνική αδικία και σκιαγράφησε ένα είδος αγροτικού πρωτο-κομμουνισμού. Ως εκ τούτου διακήρυττε ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκουν σε μια κοινότητα στην οποία ο πλούτος θα αποδίδεται στο κοινό καλό, και ο καθένας θα μπορεί να εργαστεί. Βασισμένες στην αγάπη και την αδελφοσύνη αυτού του είδους οι κοινότητες θα συμμαχούν για να βοηθήσει η μία την άλλη και να διατηρούν την ειρήνη.[30]
Ο Βολταίρος έγραψε διάφορες επεξεργασίες περιλήψεων (γνωστές ως extraits) της Διαθήκης τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν, συμπυκνώνοντας το πρωτότυπο χειρόγραφο πολλών τόμων με προσθήκες οι οποίες μερικές φορές δεν ήταν γραμμένες από τον Μελιέ. Ο Βολταίρος αναφέρει συχνά τον Μελιέ (αναφέρεται σε αυτόν ως ο «καλός παπάς») στην αλληλογραφία του, στην οποία λέει στην κόρη του να τον διαβάσει ξανά και ξανά. Επίσης αναφέρει ότι η διαθήκη του Μελιέ είναι μοναδικό έργο, που «κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να έχει στην τσέπη του.»
Ο Βολταίρος δημοσίευσε τη δική του λογοκριμένη έκδοση ως Extraits de sentiments de Jean Meslier (πρώτη έκδοση, 1762). H έκδοση του Βολταίρου άλλαξε την ουσία των επιχειρημάτων του Μελιέ[31], έτσι ώστε αυτός να φαίνεται ότι είναι θεϊστής—όπως ο ίδιος—και όχι άθεος. Ένα άλλο βιβλίο με τίτλο Good Sense (γαλλικά: Le Bon Sens),[32] που δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1772, είχε συχνά αποδοθεί στον Μελιέ, αλλά στην πραγματικότητα είχε γραφτεί από τον Baron d'Holbach.[33]
Η πλήρης Διαθήκη του Μελιέ δημοσιεύθηκε σε αγγλική μετάφραση (από τον Michael Shreve) για πρώτη φορά το 2009.[34]
Ο σύγχρονος φιλόσοφος Μισέλ Ονφρέ (Michel Onfray) στο βιβλίο του «In Defense of Atheism» (για την Υπεράσπιση του Αθεϊσμού), περιγράφει τον Μελιέ ως το πρώτο πρόσωπο που έγραψε ένα πλήρες κείμενο για την υποστήριξη του αθεϊσμού. Ο θεωρητικός του πολιτισμού Ραούλ Βανεγκέμ (Raoul Vaneigem) που ανήκε στην Καταστασιακή Διεθνή εξήρε τον Μελιέ για την αντίθεσή του στην ιεραρχική εξουσία, υποστηρίζοντας ότι «το τελευταία ολοκληρωμένα δείγματα ιερέων πραγματικά πιστών στην επαναστατική προέλευση της θρησκείας τους ήταν ο Μελιέ και ο Ζακ Ρου (Jacques Roux) οι οποίοι προήγαγαν την εξέγερση».
Σύμφωνα με τον Κόλιν Μπρούερ (2007), ο οποίος είναι συμπαραγωγός ενός έργου για τη ζωή του Μελιέ:
Οι ιστορικοί διαφωνούν για το ποιος ήταν ο πρώτος απροκάλυπτα, μετακλασικός άθεος, αλλά ο Μελιέ ήταν δίχως αμφιβολία ο πρώτος που έβαλε το όνομά του σε ένα αναμφισβήτητα αθεϊστικό έγγραφο. Ότι αυτό το σημαντικό γεγονός είναι σε μεγάλο βαθμό μη αναγνωρισμένο (ο Μελιέ δεν αναφέρεται καθόλου από τον Ρίτσαρντ Ντόκινς και τον Τζόναθαν Μίλερ στην πρόσφατη τηλεοπτική σειρά τους για τον αθεϊσμό) οφείλεται, εν μέρει στον Βολταίρο, που δημοσίευσε, το 1761, ένα εντελώς διαστρεβλωμένo απόσπασμα του έργου του, στο οποίο παρουσιάζεται ως θεϊστής ενώ αποσιωπούνται οι αντιμοναρχικές και πρωτοκομμουνιστικές απόψεις του.