Ζαν Σαρέ Jean Charest | |
---|---|
Πρωθυπουργός του Κεμπέκ | |
Περίοδος 29 Απριλίου 2003 – 19 Σεπτεμβρίου 2012 | |
Αναπληρωτής Κυβερνήτης | Λιζ Τιμπώ Πιέρ Ντυσέν |
Προκάτοχος | Μπερνάρ Λωντρύ |
Διάδοχος | Πωλίν Μαρουά |
Πρόεδρος του Φιλελεύθερου Κόμματος | |
Περίοδος 30 Απριλίου 1998 – 5 Σεπτεμβρίου 2012 | |
Προκάτοχος | Ντανιέλ Τζονσόν (υιός) |
Διάδοχος | Ζαν-Μαρκ Φουρνιέ* *Προσωρινός |
Επαρχιακός Βουλευτής του Σερμπρούκ | |
Περίοδος 30 Νοεμβρίου 2008 – 19 Σεπτεμβρίου 2008 | |
Προκάτοχος | Μαρί Μαλαβοϋ |
Διάδοχος | Σερζ Καρντέν |
Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης | |
Περίοδος 30 Απριλίου 1998 – 29 Απριλίου 2003 | |
Προκάτοχος | Μονίκ Γκαγνιόν-Τρομπλαί |
Διάδοχος | Σειλά Κοπς |
Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Καναδά | |
Περίοδος 25 Ιουνίου 1993 – 4 Νοεμβρίου 1993 | |
Προκάτοχος | Ντον Μαζανκοφσκύ |
Διάδοχος | Μπερνάρ Λωντρύ |
Ομοσπονδιακός Βουλευτής του Σερμπρούκ | |
Περίοδος 4 Σεπτεμβρίου 1984 – 30 Νοεμβρίου 1998 | |
Προκάτοχος | Ιρενέ Πελλετιέ |
Διάδοχος | Σερζ Καρντέν |
Υπουργός Περιβάλλοντος του Καναδά | |
Περίοδος 21 Απριλίου 1991 – 24 Ιουνίου 1993 | |
Προκάτοχος | Ρομπέ ντε Κοτρέτ |
Διάδοχος | Πιέρ Βισέντ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 24 Ιουνίου 1958Σερμπρούκ, Κεμπέκ, Καναδάς | ,
Εθνότητα | Κεμπεκιώτικη |
Υπηκοότητα | Καναδική |
Πολιτικό κόμμα | Φιλελεύθερο Κόμμα |
Σύζυγος | Μισέλ Ντιόν |
Παιδιά | Τρία παιδιά: Αμελί Οντουάν Αλεξάντρα |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Σερμπρούκ |
Επάγγελμα | Δικηγόρος |
Βραβεύσεις | Βαυαρικό Τάγμα Αξίας Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής d:Q126416270 (29 Νοεμβρίου 2009)[1] |
Θρήσκευμα | Καθολικός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζαν Σαρέ (γαλλικά: Jean Charest, πλήρες όνομα: John James Charest, γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1958 στο Σερμπρούκ[2]) είναι δικηγόρος και πολιτικός από το Κεμπέκ του Καναδά. Χρημάτισε διατελέσει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Καναδά από τις 25 Ιουνίου 1993 έως τις 3 Νοεμβρίου 1993 και κατόπιν πρόεδρος του ομοσπονδιακού Προοδευτικού-Συντηρητικού Κόμματος από το 1993 έως το 1998. Είναι γνωστός στο Κεμπέκ για την συμμετοχή του ως αντιπρόεδρος της "επιτροπής του Όχι" για το δημοψήφισμα του 1995 σχετικά με την ανεξαρτησία της επαρχίας. Από το 1998 είναι ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος του Κεμπέκ, το οποίο ανέδειξε πρώτο στις γενικές εκλογές το 2003, νίκη που του εξασφάλισε την πρωθυπουργία, θέση την οποία διατήρησε μέχρι τις γενικές εκλογές του 2012, όταν το Parti Québécois αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Μετά την εκλογική του ήττα και την αποτυχία του να εκλεγεί στην εκλογική περιφέρεια του Σερμπρούκ ανακοίνωσε την επομένη των εκλογών την παραίτησή του από την προεδρία του κόμματος και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Γεννήθηκε στο Σερμπρούκ της ιστορικής περιοχής του Εσρί του νοτίου Κεμπέκ. Οι γονείς του ήταν ο πατέρας του Κλωντ Ρεντ Σαρέ, γαλλοκαναδικής καταγωγής και η μητέρα του Ριτά Λεονάρ, καναδοϊρλανδικής καταγωγής.[3][4] Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην πρωτεύουσα πόλη του Εσρί μέσα σε ένα ταυτοχρόνως γαλλόφωνο και αγγλόφωνο οικογενειακό περιβάλλον, όπου η χρήση των δύο κύριων γλωσσών της επαρχίας ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Οι γονείς του φρόντισαν να τον μεγαλώσουν σε αυτό το δίγλωσσο περιβάλλον, μιλώντας του και στις δύο γλώσσες. Η συνύπαρξη αυτών των πολιτισμών θα χαρακτηρίσει μετέπειτα την πολιτική του διαδρομή.[5] Το πατρικό του σπίτι, βρίσκονταν στην συνοικία του Βιέ-Νορ (Vieux-Nord) του Σερμπρούκ, όπου οι μικτοί γάμοι αγγλόφωνων και γαλλόφωνων ήταν σύνηθεις.[6] Απέκτησε το πτυχίο της Νομικής Σχολής από το Πανεπιστήμιο του Σερμπρούκ (Université de Sherbrooke) και έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο του Κεμπέκ (Barreau du Québec) το 1981. Είναι παντρεμένος με την Μισέλ Ντιόν (Michèle Dionne) από το 1980 και έχουν τρία παιδιά, την Αμελί, τον Οντουάν, και την Αλεξαντρά. Ο Σαρέ είναι πλήρως δίγλωσσος στα γαλλικά και στα αγγλικά.
Άσκησε το επάγγελμά του δικηγόρου μέχρι την εκλογή του ως βουλευτή του Προοδευτικού-Συντηρητικού Κόμματος στη Βουλή των Κοινοτήτων του Καναδά στην εκλογική περιφέρεια του Σερμπρούκ στις καναδικές ομοσπονδιακές εκλογές του 1984. Από το 1984 έως το 1986, υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων. Το 1986, στην ηλικία των 28 ετών, διορίσθηκε Υπουργός Νεολαίας στο υπουργικό συμβούλιο του πρωθυπουργού Μπράιαν Μουλρόνεϋ (Brian Mulroney). Εξακολουθεί αν είναι το νεότερο μέλος του υπουργικού συμβουλίου στην ιστορία του Καναδά. Διορίστηκε Υπουργός για την Άθληση και τον Ερασιτεχνικό Αθλητισμό το 1988, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1990, όταν ο δικαστής Μακερόλα (Macerola) τον κατήγγειλε ότι προσπάθησε να τον πιέσει για το θέμα του προπονητή Μαρκ Σαν-Ιλαίρ (Marc Saint-Hilaire).[7][8] Η επόμενη υπουργική θέση που ανέλαβε ήταν του Υπουργού Περιβάλλοντος από το 1991 έως το 1993.
Μετά την παραίτησή του επιέστρεψε στον υπουργικό θώκο, αυτήν την φορά ως Υπουργός Περιβάλλοντος, το 1991. Μαζί με τον ηγέτη του αποσχιστικού κόμματος του Κεμπέκ , Parti Québécois, και πρωθυπουργό Λυσιέν Μπουσάρ (Lucien Bouchard), συμμετείχε στις προπαρασκευαστικές διαπραγματεύσεις που διαμόρφωσαν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Επίσης έλαβε μέρος στην επίτευξη της Συμφωνίας της λίμνης Μητς (αγγλικά: Meech Lake Accord, γαλλ.: Accord du lac Meech) που οδήγησε έπειτα στην υπογραφή μεταξύ των επαρχιών νέου ομοσπονδιακού συντάγματος, με εξαίρεση το Κεμπέκ, που αρνήθηκε να υπογράψει, προκαλώντας έτσι πολιτικό ζήτημα που διατηρήθηκε και τις επόμενες δεκαετίες.
Μετά την αποχώρηση του Μπράιαν Μαλρόνεϊ από τη θέση της προεδρίας του Προοδευτικού-Συντηρητικού Κόμματος και την διεκδίκηση μιας ακόμα πρωθυπουργικής θητείας, ο Σαρέ έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος το 1993. Μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του έτυχε της προσοχής των μελών της παράταξης και στις εσωκομματικές εκλογές κατάφερε να αναδειχθεί στην δεύτερη θέση, μετά τον τότε Υπουργό Άμυνας Κιμ Κάμπελ (Kim Campbell) ο οποίος κατάφερε να εκλεγεί με σημαντική διαφορά από τον Σαρέ. Ο τελευταίος τοποθετήθηκε από το Κάμπελ για βραχύ χρονικό διάστημα Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Καναδά και Υπουργός Βιομηχανίας, Επιστημών και Τεχνολογίας.
Στις Ομοσπονδιακές εκλογές του 1993, οι Προοδευτικοί-Συντηρητικοί ηττήθηκαν κατά κράτος, αφού μόνο δύο από τους 293 εκλέκτορες καταφέρνουν να εκλεγούν, από τους οποίους δυο ο ένας ήταν ο Ζαν Σαρέ και ο άλλος η Έλσι Γουέιν (Elsie Wayne). Ως το μόνο μέλος του υπουργικού συμβουλίου που "επέζησε" της εκλογικής διαδικασίας, ο Σαρέ αναδείχθηκε προσωρινός αρχηγός του κόμματος και εκλέχθηκε στη θέση του προέδρου του κόμματος τον Απρίλιο του 1995.
Το διάστημα μέχρι την εκλογή του στην προεδρία του κόμματος των Προοδευτικών-Συντηρηρικών ασχολήθηκε με την ανασύνταξη του κόμματος. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1997, οι προοδευτικοί-συντηρητικοί συγκέντρωσαν το 19% των ψήφων του εκλογικού σώματος του Καναδά αποκομίζοντας 20 από τις 301 έδρες, κυρίως στις παραθαλάσσιες επαρχίες (αγγλικά: Maritines Provices, γαλλικά: Provinces Maritines) της χώρας. Παρά την σημαντική αύξηση των ποσοστών της εκπροσώπησης του κόμματος στη Βουλή των Κοινοτήτων, τον Απρίλιο του 1998 ο Σαρέ υποχώρησε στις παροτρύνσεις παραγόντων και πολιτών του Κεμπέκ να διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων του Κεμπέκ, ενός κόμματος που δεν πρέπει να συγχέεται με το ομοσπονδιακό Φιλελεύθερο Κόμμα του Καναδά.
Ο Σαρέ θεωρήθηκε από τους υποστηρικτές του ως η βέλτιστη λύση των φεντεραλιστών του Κεμπέκ (fédéralistes), οι οποίοι υποστήριζαν την παραμονή του Κεμπέκ στο ομοσπονδιακό κράτος του Καναδά, ώστε να μπορέσουν να επικρατήσουν στις επόμενες επαρχιακές εκλογές επί της αποσχιστικής κυβέρνησης του Παρτί Κεμπεκουά (γαλλικά: Parti Québécois). Στις γενικές εκλογές του 1994 το Φιλελεύθερο Κόμμα του Κεμπέκ είχε συγκεντρώσει υπό την αρχηγία του Ντάνιελ Τζόνσον περίπου τον ίδιο αριθμό εδρών με το Παρτί Κεμπεκουά, το οποίο διατηρούσε την κυβερνητική πλειοψηφία.
Λίγους μήνες αργότερα, στις επαρχιακές εκλογές του Κεμπέκ στις 30 Νοεμβρίου 1998, οι Ζαν Σαρέ εκλέχθηκε αυτή τη φορά βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Σερμπρούκ του Κεμπέκ. Οι Φιλελεύθεροι, υπό την ηγεσία του Σαρέ, επέτυχαν να συγκεντρώσουν μεγαλύτερο ποσοστό των εκλογέων από το Parti Québécois το οποίο όμως κέρδισε τις περισσότερες έδρες στις εκλογικές περιφέρειες της επαρχίας. Λόγω όμως του εκλογικού νόμου, που καθόριζε ότι το κόμμα που συγκέντρωνε τις περισσότερες έδρες μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση, το Παρτί Κεμπεκουά κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Ο Ζαν Σαρέ ανέλαβε για πρώτη φορά την θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ολοκλήρωσε την ίδια περίοδο την αυτοβιογραφία του. Τότε περίπου εκδόθηκε και η βιογραφία του από τον συγγραφέα και δημοσιογράφου της La presse Οντρέ Πραττ (André Pratte).
Στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 14 Απριλίου 2003, το Φιλελεύθερο Κόμμα κατάφερε να αναδειχθεί στην κυβέρνηση, μετά από εννέα συναπτά έτη του Κόμματος του Κεμπέκ στην εξουσία. Κύριοι παράμετροι που καθόρισαν την εκλογική νίκη, υπήρξαν οι δεσμεύσεις του φιλελεύθερου κόμματος την μεταρρύθμιση της δημόσιας υγείας, την μείωση των διδάκτρων, την μείωση των φόρων των φυσικών προσώπων, τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, την δυνατότητα εφαρμογής τοπικών δημοψηφισμάτων για την απόσχιση δήμων που συνενώθηκαν με την αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση του 2002 και την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, αλλά και λόγω της φθοράς των κυβερνήσεων του Παρτί Κεμπεκουά. Στις 29 Απριλίου 2003, ο Ζαν Σαρέ ορκίσθηκε και ανέλαβε επίσημα την διακυβέρνηση της Επαρχίας του Κεμπέκ.
Τα δύο πρώτα χρόνια της πρώτης κυβέρνησης του Ζαν Σαρέ χαρακτηρίζονται από τις μη δημοφιλείς στα εργατικά συνδικάτα και κοινωνικές ομάδες μεταρρυθμίσεις, ενώ η μη εφαρμογή των προεκλογικών υποσχέσεων σχετικά με την μείωση των φορολογικών συντελεστών. Αντίθετα, με στόχο την εξεύρεση νέων δημοσίων εσόδων, αυξάνεται η χρέωση του ηλεκτρικού ρεύματος της δημόσιας εταιρίας Hydro-Québec, η αναπροσαρμογή των ασφαλιστηρίων συμβολαίων με την αύξηση των εισφορών, η αύξηση των τελών για τις διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες, καθώς και για την επιβολή φόρου διοξειδίου του άνθρακα για τις επιχειρήσεις. Η ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων προέκυψε από την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Στίβεν Χάρπερ, να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές. Από την άλλη, διατήρησε το μέτρο της προηγούμενης κυβέρνησης του Μπερνάρ Λωντρύ για την παροχή επιδοτήσεων και φορολογικών ελαφρύνσεων σε οικογένειες με παιδιά.
Ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Σαρέ, βασίζονταν στην προσδοκία ότι θα μπορούσαν να ληφθούν ανταποδοτικές διευκολύνσεις από την κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνησης, όταν αυτή εφάρμοσε την εξίσωση των φορολογικών συντελεστών που σύμφωνα με την κυβέρνηση του Καναδά δημιουργούσε ένα κλίμα δημοσιονομικής ανισορροπίας μεταξύ των ομοσπονδιακών και επαρχιακών κυβερνήσεων, ενώ στερούσε έσοδα από τις επαρχίες με υψηλότερο επαρχιακό φορολογικό συντελεστή. Ωστόσο η κυβέρνηση Χάρπερ για να αντιμετωπίσει την διαφαινόμενη δημοσιονομική υστέρηση των δημοσίων εσόδων, αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές, περιορίζοντας σημαντικά την κατανάλωση στην επαρχία του Κεμπέκ και στερώντας πιθανές ανταποδοτικές εισφορές από την κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, λόγω της πρώτης προσαρμογής των φορολογικών συντελεστών.
Η αύξηση του φόρου διοξειδίου για τις επιχειρήσεις έγινε στην κατεύθυνση, εκτός της αύξησης των δημοσίων εσόδων και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος από την κλιματική αλλαγή, στην εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Κιότο που είχε υπογράψει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Απολαμβάνει την στήριξη των πολιτικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών ομάδων, όταν εναντιώνεται στην απόρριψη τελικώς του Πρωτοκόλλου από τον Καναδά, δηλώνοντας ότι η επαρχία του Κεμπέκ θα το εφαρμόσει στο ακέραιο. Όμως δέχεται αργότερα κριτική στην απόφαση για την οικοδόμηση συγκροτήματος παραθεριστικών κατοικιών στο χιονοδρομικό κέντρο του όρους Ορφόρτ.
Εφαρμόστηκε επίσης η προεκλογική δέσμευση του φιλελεύθερου κόμματος για την διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων που θα έδιναν την δυνατότητα σε πρώην δήμους που συνενώθηκαν με την διοικητική μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, να διαχωριστούν και να ανασυσταθούν. Ορισμένες συνοικίες (arrondissement) και πρώην δήμοι της πόλης του Μόντρεαλ και άλλων επαρχιακών πόλεων αυτονομήθηκαν. Το μέτρο εφαρμόστηκε περισσότερο στις αγγλόφωνες συνοικίες της πόλης του Μόντρεαλ και της πόλης του Κεμπέκ, ενώ χρησιμοποιήθηκε και από γαλλόφωνες συνοικίες που επιθυμούσαν μεγαλύτερη αυτοδιοικητική αυτοτέλεια. Παράλληλα, υπό το φόβο γενικότερων διαχωρισμών δήμων, δόθηκαν περισσότερες αρμοδιότητες στις συνοικίες που περιόριζαν τις αρμοδιότητες του κεντρικού δήμου, όπως η εκλογή τοπικών συμβουλίων. Ωστόσο, ισχυροποίησε τις μεγάλες πληθυσμιακά συνοικίες εις βάρος των μικρότερων συνοικιών στην λήψη αποφάσεων σε διάφορα ζητήματα.
Κατά την διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης, η δημοφιλία της κυβέρνησης σύμφωνα με δημοσκοπήσεις ήταν χαμηλή λόγω κυρίως της αύξησης των φόρων, αλλά αυτό δεν συνυπολόγιζε την διασπορά των εδρών σε μελλοντική εκλογική αναμέτρηση, όπου η φιλελεύθερη κυβέρνηση απολάμβανε μεγαλύτερα ποσοστά, ιδιαίτερα στην αγγλόφωνες και τις αλλόφωνες εκλογικές περιφέρειες. Τα σημαντικότερα ζητήματα που αποσχόλησαν την κυβέρνηση Σαρέ, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, ήταν η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη του βακτηρίου C. Difficile, η στεγαστική κρίση με την ανεπαρκή προσφορά κατοικιών, η κρίση της πανεπιστημιακής χρηματοδότησης, η κατάρρευση της υπερυψωμένης διάβασης της λεωφόρου ντε λα Κονκόρ (Boulevard de la Concorde) στην πόλη του Λαβάλ, οι πυροβολισμοί στο Κολλέγιο Ντοσόν (Collége Dawson), το ζήτημα των εύλογων προσαρμογών (accommodent raisonable) των μειονοτήτων με την χρήση ή όχι αμφιλεγόμενων δικαιωμάτων όπως των θρησκευτικών συμβόλων, η μόλυνση των υδροφορέων με κυανοβακτηρίδια και το πρόβλημα της άσκησης της δημοκρατίας στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Σε επίπεδο κυβέρνησης, δεν ανέκυψαν σημαντικά ζητήματα. Σημειώθηκαν ενδοπαραταξιακές έριδες με την αποχώρηση του πρών υπουργού Πιερ Παραντί (Pierre Paradis) που δυσαρεστήθηκε από την μη υπουργοποίησή του, καθώς και με τις παραιτήσεις για διάφορα ζητήματα, όπως του υπουργού Οικονομικών Υβ Σεγκυέν (Yves Seguin), του υπουργού Δικαιοσύνης Μαρκ Μπελμάρ (Marc Bellemare) και του υπουργού Περιβάλλοντος Τομά Μυλκαίρ (Thomas Mulcair). Ακόμη, έπειτα την ψήφιση της πρόταση της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο του Κεμπέκ, ο Ζαν Σαρέ κλήθηκε να απαντήσει στην ομοσκονδιακή κοινοβουλευτική επιτροπή κατά της διαφθοράς σχετικά με την χρηματοδότηση που φέρεται να έλαβε από Γερμανό επιχειρηματία, όταν ήταν υποψήφιος του Συντηρητικού Προοδευτικού κόμματος το 1993, στα πλαίσια ενός οικονομικού και πολιτικού σκανδάλου.
Πριν την παραίτηση της κυβέρνησης στις 21 Φεβρουαρίου 2007 ενώπιον του Γενικού Κυβερνήτη με σκοπό την ανακήρυξη των εκλογών από το Ζαν Σαρέ, προηγήθηκε συνάντηση του πρωθυπουργού με τον υπουργό Οικονομικών Μισέλ Ωντέτ (Michel Audet) για την κατάθεση του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το Φιλελεύθερο Κόμμα υποσχέθηκε αντί των 200 εκατομμυρίων δολαρίων σε μειώσεις φόρων που ανακοίνωσε στην αρχή, να κοπούν οι φορολογικές εισφορές κατά 700 εκατομμύρια, την μείωση της αναμονής στα νοσοκομεία, την αύξηση των ωρών διδασκαλίας της γαλλικής γλώσσας στην εκπαίδευση, την αύξηση του αριθμού των θέσεων στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς και την αύξηση των διδάκτρων κατά 50 δολάρια ανά τετράμηνο στα πανεπιστήμια. Η τελευταία εξαγγελία προξένησε τις έντονες αντιδράσεις των φοιτητικών οργανώσεων που προχώρησαν σε απεργιακή κινητοποίηση.
Στις γενικές εκλογές στις 26 Μαρτίου 2007, το Φιλελεύθερο Κόμμα με τον Ζαν Σαρέ καταφέρνει να επανεκλεγεί με μικρή πλειοψηφία, που του επιτρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, ενώ ο ίδιος ο Σαρέ, όντας υποψήφιος στην εκλογική περιφέρεια του Σερμπρoύκ, καταφέρνει να επνεκλεγεί με 36.56% και με μικρή διαφορά από τον υποψήφιο του Παρτί Κεμπεκουά για την ίδια περιφέρεια Κλωντ Φοργκ (Claude Forgues). Συνολικά, το Φιλεύθερο Κόμμα συγκέντρωσε ποσοστό 33% και 48 έδρες, ενώ η Δημοκρατική Δράση του Κεμπέκ (Action démocratique du Québec) υπό την ηγεσία του Μαριό Ντυμόν (Mario Dumont) και το Παρτί Κεμπεκουά υπό την ηγεσία του Οντρέ Μπουακλαίρ (André Boisclair) συγκέντρωσαν 31% και 41 έδρες και 28% και 36 έδρες.
Αυτή η κυβέρνηση μειοψηφίας, ήταν η πρώτη που δημιουργήθηκε μετά το 1878, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Σαρλ Μπουσέ ντε Μπουσερβίλ (Charles Boucher de Boucherville). Σε αυτήν την βραχύβια θητεία της δεύτερης κυβέρνησης Σαρέ, αφού η επόμενη εκλογική αναμέτρηση διεξήχθη μόλις ένα χρόνο αργότερα, δεν ανέκυψαν σημαντικά ζητήματα. Στα θετικά της κυβέρνησης καταλογίσθηκε σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης, η δυναμική παρουσία των γυναικών στους υπουργικούς θώκους, αφού υπήρχαν δέκα άνδρες και εννέα γυναίκες με τον υπολογισμό της θέσης του πρωθυπουργού στο υπουργικό συμβούλιο, που χαρακτηρίστηκε ως «συμμετοχικό» (γαλλικά: paritaire) λόγω της αναλογικής αντιπροσώπευσης των δυο φύλων.
Οι γενικές εκλογές στις 8 Δεκεμβρίου 2008, εξαγγέλθηκαν από τον Ζαν Σαρέ με το επιχείρημα ότι χρειάζονταν μια κυβέρνηση πλειοψηφίας για να προωθήσει τα αναγκαία μέτρα, ενόψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε αυτές τις πρόωρες εκλογές, το Φιλελεύθερο Κόμμα συγκέντρωσε 66 από τις 125 έδρες του Εθνικού Κοινοβουλίου του Κεμπέκ, συγκεντρώνοντας ποσοστό 42% των ψήφων, δίνοντάς στον Σαρέ την απαρραίτητα αντιπροσώπευση ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Σε αυτήν την τρίτη κυβερνητική θητεία, η κυβέρνηση Σαρέ θα έρθει αντιμέτωπη με ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνά τα 220 δισεκατομμύρια δολλάρια.