Ο Ζαν ντε Λατρ ντε Τασινύ (Jean Joseph Marie Gabriel de Lattre de Tassigny, 2 Φεβρουαρίου 1889 - 11 Ιανουαρίου 1952)[14] ήταν Γάλλος στρατιωτικός, ήρωας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και διοικητής στον πρώτο πόλεμο της Ινδοκίνας.
Ο ντε Τασινύ γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1889 στο Μουιγερόν-αν-Παρέ (Mouilleron-en-Pareds) στο νομό Βαντέ (Vendée). Ήταν γόνος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας: Ο πατέρας του καταγόταν από το Πουατού και ήταν δήμαρχος της πόλης Μουιγερόν και η μητέρα του από τη Βαντέ. Έλαβε πολύ καλή μόρφωση, φοιτώντας αρχικά στο Κολέγιο Saint-Joseph του Πουατού και στη συνέχεια σε σχολείο στο Παρίσι.[15] Αποφασίζοντας να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτικού, προετοιμάζεται γι' αυτήν και γίνεται δεκτός, το 1908, στη στρατιωτική Ακαδημία του Σεν Συρ (Saint Cyr) απ' όπου αποφοίτησε τέταρτος το 1911.[16] Μετά την Ακαδημία φοίτησε στη Σχολή Ιππικού (École de Cavalerie) στο Σωμύρ (Saumur) και, αποφοιτώντας και από αυτήν, το 1912, τοποθετείται στο 12ο Σύνταγμα Δραγώνων στο Πον-α-Μουσόν (Pont-à-Mousson).[17]
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετεί αρχικά στη δεύτερη μεραρχία Ιππικού και τραυματίζεται δύο φορές: Μία τον Αύγουστο του 1914 από θραύσμα οβίδας και το Σεπτέμβριο από ξιφολόγχη στο στήθος. Συνέπεια της ανδρείας του ήταν να ονομαστεί Ιππότης της Λεγεώνος της Τιμής (Chevalier de la Légion d'honneur) στις 14 Δεκεμβρίου 1914. Το 1915 ο ντε Λατρ ζητά να μετατεθεί στο Πεζικό και τοποθετείται, με προσωρινό βαθμό λοχαγού, στο 93ο Σύνταγμα Πεζικού (που έφερε το προσωνύμιο "Βαντέ") και λαμβάνει μέρος στη μάχη του Βερντέν, όπου παραμένει επί πολλούς μήνες και στη συνέχεια μεταβαίνει στον Chemin des Dames (όπου έγιναν τρεις μάχες κατά τη διάρκεια του Πολέμου). Η λήξη της σύρραξης τον βρίσκει επικεφαλής του 2ου γραφείου του Επιτελείου της 21ης Μεραρχίας.[18]
Το 1919 ο λοχαγός ντε Τασινύ υπηρετεί στο 49ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο εδρεύει στη Μπαγιόν. Ζητά να μετατεθεί στο Μαρόκο, η αίτησή του γίνεται αποδεκτή και κατά την περίοδο 1921 - 1926 ο ντε Λατρ υπηρετεί στο Μαρόκο, όπου τραυματίζεται δύο φορές και λαμβάνει τρία ακόμη μετάλλια. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1927, φοιτά στη Σχολή Πολέμου ως το 1929. Το 1927 νυμφεύεται τη Σιμόν Καλαρύ ντε Λαμαζιέρ (Simone Calary de Lamazière), με την οποία αποκτούν ένα γιο το 1928.[19] Το 1932 αποτελεί μέλος του ιδιαίτερου επιτελείου του στρατηγού Μαξίμ Βεϋγκάν (1932) και διατελεί αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Συμβουλίου Πολέμου. Επιδεικνύοντας μεγάλη δραστηριότητα, εμπλέκεται τόσο στα διεθνή ζητήματα όσο και στα γεγονότα της κρίσης της 6ης Φεβρουαρίου 1934 στο Παρίσι. Κατά την περίοδο 1935 - 1937 διοικεί το 151ο Σύνταγμα Πεζικού στο Μετς.[19]
Τον Μάρτιο του 1939 ο ντε Τασινύ προάγεται σε υποστράτηγο και είναι ο νεότερος στρατηγός στο Γαλλικό Στρατό, όταν ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο ντε Τασινύ μετά την προαγωγή του τοποθετείται αρχηγός του επιτελείου της 5ης Στρατιάς (Στρατιά της Αλσατίας). Τον Ιανουάριο του 1940 τού ανατίθεται η διοίκηση της 14ης Μεραρχίας Πεζικού. Κατά τη διάρκεια των μαχών του Μαΐου και του Ιουνίου 1940 η Μεραρχία του μάχεται αρχικά στην περιοχή του Ρετέλ (Rethel) των Αρδεννών και απωθεί τρεις φορές τα γερμανικά στρατεύματα εισβολής πριν αναγκαστεί να συμπτυχθεί και να λάβει μέρος στις μάχες επιβράδυνσης αρχικά στον ποταμό Μάρνη και στη συνέχεια στον ποταμό Λίγηρα.
Στις 22 Ιουνίου 1940 ο Στρατάρχης Φιλίπ Πεταίν εισηγείται την υπογραφή ανακωχής με τη Ναζιστική Γερμανία, η οποία υπογράφεται στο "βαγόνι της Ρετόντ", ακριβώς σε αυτό που είχε υπογραφεί η συνθήκη της ανακωχής που τερμάτιζε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γαλλία υποχρεώνεται να αφοπλίσει και να καταργήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, διατηρώντας μόνον ένα μικρό ποσοστό τους, απαραίτητο για τη διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας.[20]
Ο ντε Τασινύ παραμένει στην ενεργό υπηρεσία, υπό την Κυβέρνηση του Βισύ και, το 1941 αποστέλλεται στην Τυνησία. Το 1942 αναλαμβάνει τη διοίκηση της 18ης Μεραρχίας στην Τυνησία και αρχίζει να οργανώνει αντιγερμανική κίνηση, παρά τη ρητή διαταγή υπακοής στους Γερμανούς που είχαν λάβει όλοι οι διοικητές στρατιωτικών μονάδων. Ο ντε Τασινύ ήδη μετά την υπογραφή της ανακωχής προσπαθούσε να εμψυχώσει τους νεαρούς Γάλλους με το σύνθημα "ne pas subir!" (μην υποτάσσεσθε!). Την ίδια τακτική ακολούθησε και στο Σαλαμπό (Salammbô) της Τύνιδας. Το 1942, διαβλέποντας την πρόθεση των Γερμανών να εισβάλουν και στην ως τότε ελεύθερη ζώνη (ελεγχόμενη από την Κυβέρνηση του Βισύ και όχι από τις δυνάμεις κατοχής) αντιτίθεται σθεναρότατα, δίνοντας διαταγή στις γαλλικές δυνάμεις να βγουν από τα καταλύματά τους και να προβάλουν αντίσταση. Ως αποτέλεσμα στις 11 Νοεμβρίου 1942 συλλαμβάνεται. Αρχικά εγκλείεται στο Κέντρο κρατήσεων της Τουλούζης και στη συνέχεια μεταφέρεται στο Φορ Μονλύκ (Fort Monluc) κοντά στη Λυών. Στις 9 Ιανουαρίου 1943 καταδικάζεται σε φυλάκιση δέκα ετών από το Ανώτατο Στρατοδικείο της Κυβέρνησης του Βισύ για εγκατάλειψη θέσης και στις 2 Φεβρουαρίου μεταφέρεται στο Ριόμ (Riom). Παραμένει έγκλειστος εκεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε με τη βοήθεια της συζύγου και του γιου τους, Μπερνάρ, καταφέρνει να δραπετεύσει. Παραμένει επί ένα σχεδόν μήνα κρυμμένος στην Ωβέρνη (Auvergne) και γύρω στα μέσα Οκτωβρίου καταφέρνει να διαφύγει στο Λονδίνο.[19]
Στις 20 Δεκεμβρίου 1943 ο ντε Τασινύ καταφθάνει στο Αλγέρι, το οποίο έχει γίνει πλέον πρωτεύουσα των δυνάμεων της Ελεύθερης Γαλλίας (France Libre). Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ του εμπιστεύεται τη συγκρότηση και τη διοίκηση της Δεύτερης Στρατιάς των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων. Ο ντε Τασινύ, επιδεικνύοντας τη γνωστή του έντονη δραστηριότητα συγκροτεί τη Στρατιά του, την οποία έχει έτοιμη και αποβιβάζει νικηφόρα τμήματά της στη νήσο Έλβα τον Ιούνιο του 1944. Τον Αύγουστο η Στρατιά του ντε Τασινύ αποβιβάζεται στην Προβηγκία μαζί με άλλες Συμμαχικές δυνάμεις και αποστολή, σύμφωνα με το αμερικανικό σχέδιο, να απελευθερώσει την Τουλόν και τη Μασσαλία στις 4 και 24 Σεπτεμβρίου το αργότερο. Ο ντε Τασινύ υπερκαλύπτει το αμερικανικό σχέδιο: Η Τουλόν απελευθερώνεται στις 27 και η Μασσαλία στις 28 Αυγούστου.[19]. Συνεχίζοντας την προέλασή της ανεβαίνει την κοιλάδα του Ροδανού ποταμού, απελευθερώνει στις 3 Σεπτεμβρίου τη Λυών και στη συνέχεια τις πόλεις Μακόν (Mâcon), Ωτέν (Autun) και Ντιζόν (Dijon), όπου ενώνεται με τη 2η Μεραρχία θωρακισμένων.
Μετά τη συνένωση των δύο μονάδων και τη μετονομασία τους σε 1η Γαλλική Στρατιά, ο ντε Τασινύ συνεχίζει μέσω της κοιλάδας του Ρήνου, απελευθερώνει την Αλσατία, τις κυριότερες πόλεις της και την πρωτεύουσά της Στρασβούργο και, μέσω της κοιλάδας του Δούναβη, εισέρχεται σε γερμανικό έδαφος. (31 Μαρτίου 1945).[17] Η προέλαση του ντε Τασινύ συνεχίζεται και οι δυνάμεις του καταλαμβάνουν την Καρλσρούη και τη Στουτγκάρδη προωθούμενες προς Ουλμ.
Στις 9 Μαΐου 1945 ο ντε Λατρ ντε Τασινύ υπογράφει, εκπροσωπώντας τη Γαλλία, την πράξη παράδοσης άνευ όρων της Ναζιστικής Γερμανίας στους Συμμάχους. Εκδίδει και σχετική ημερησία διαταγή[17]
Το 1948 οι πέντε χώρες που υπέγραψαν το σύμφωνο των Βρυξελλών του εμπιστεύονται τη διοίκηση των επίγειων δυνάμεων της Δύσης που προορίζονται να ανακόψουν ενδεχόμενη Σοβιετική επίθεση.
Το 1950 η κατάσταση στην Ινδοκίνα εκτραχύνεται. Ο ντε Λατρ δέχεται να αναλάβει τη θέση του ανώτατου επιθεωρητή των εκεί γαλλικών δυνάμεων. Ο "Βασιλεύς Ιωάννης" (Le roi Jean), όπως του αποδίδουν το προσωνύμιο, αποκαθιστά τις εκεί ισορροπίες και δοκιμάζει να πείσει τις ΗΠΑ ότι ο παρατεινόμενος πόλεμος στην Ινδοκίνα έχει ως συνέπεια την παράταση της σύρραξης και στην Κορέα. Για το σκοπό αυτό μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο και στη Ρώμη, ενώ αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς του. Επιστρέφει στην Ινδοκίνα όπου, στις 30 Μαΐου 1951 ο στρατηγός υφίσταται μεγάλη δοκιμασία: Ο μοναδικός του γιος, Μπερνάρ, φονεύεται ενώ ηγείται μιας βιετναμικής διμοιρίας στο Nihn Binh.[17]
Ο στρατηγός, ωστόσο, πάσχει πράγματι από καρκίνο και επιστρέφει στο Παρίσι προκειμένου να αναφέρει την κατάσταση αλλά και να χειρουργηθεί. Η εγχείρηση πραγματοποιείται, αλλά ο ντε Λατρ δεν αντέχει: Πεθαίνει στις 11 Ιανουαρίου του 1952.
Σε αναγνώριση των προς τη Γαλλία υπηρεσιών του, το Κοινοβούλιο του απονέμει, τέσσερις ημέρες μετά την κηδεία του, μεταθανατίως τον τίτλο του Στρατάρχη της Γαλλίας.[19]