Ζοζέφ Ντυπλεσί | |
---|---|
Αυτοπροσωπογραφία, 1801 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Duplessis (Γαλλικά)[1] |
Γέννηση | 22 Σεπτεμβρίου 1725[2][3][4] Καρπαντρά[5][6][7] |
Θάνατος | 1 Απριλίου 1802[2][8][3] Βερσαλλίες[9][5][10] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[11] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[12] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5][13][14] σκιτσογράφος[15] |
Αξιοσημείωτο έργο | Portrait of Louis XVI, King of France |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αυλικός ζωγράφος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζοζέφ-Σιφρέντ Ντυπλεσί (γαλλικά: Joseph-Siffred Duplessis) (22 Σεπτεμβρίου 1725 - 1 Απριλίου 1802) ήταν Γάλλος ζωγράφος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. [16]
Στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό πορτρέτο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ με ενδυμασία στέψης και το πορτρέτο του Βενιαμίν Φραγκλίνου που κοσμεί το χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων ΗΠΑ.[17]
Ο Ζοζέφ Ντυπλεσί γεννήθηκε το 1725 στο Καρπαντρά, κοντά στην Αβινιόν, σε μια οικογένεια με καλλιτεχνική κλίση και έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση από τον πατέρα του, χειρουργό και ταλαντούχο ερασιτέχνη καλλιτέχνη. Στη συνέχεια σπούδασε με τον Ζοζέφ Γκαμπριέλ Ιμπέρ, ο οποίος ήταν μαθητής του Σαρλ Λε Μπρεν. Από το 1744 έως το 1747 ή λίγο αργότερα εργάστηκε στη Ρώμη, στο ατελιέ του Πιέρ Συμπλερά, ο οποίος κατάγονταν επίσης από τη νότια Γαλλία. Στην Ιταλία, ο Ντυπλεσί έγινε φίλος με τον Ζοζέφ-Μαρί Βιέν και τον Ζοζέφ Βερνέ, έναν άλλο Οξιτανό.[18]
Επέστρεψε στο Καρπαντρά, πέρασε ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη Λυών και στη συνέχεια έφτασε περίπου το 1752 στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Σαιν-Λυκ. Το 1764 παρουσίασε μερικά πορτρέτα, στα οποία είχε ειδικευθεί. Έγινε γνωστός με την έκθεσή του στο Σαλόν του Παρισιού το 1769, με ιδιαίτερη μνεία από τον Ντενί Ντιντερό. Η Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής τον δέχτηκε στην κατηγορία του πορτραίτου, που θεωρούνταν τότε μικρότερη κατηγορία. Συνέχισε να εκθέτει στα Σαλόν του Παρισιού πίνακες και σκίτσα, μέχρι το 1791, και για άλλη μια φορά, το 1801.
Το πορτρέτο της δελφίνης Μαρίας Αντουανέτας το 1772[19] και ο διορισμός του ως ζωγράφος του βασιλιά διαβεβαίωσαν την επιτυχία του: τα περισσότερα από τα σωζόμενα πορτρέτα του χρονολογούνται από τις δεκαετίες του 1770 και 1780. Έλαβε το προνόμιο διαμονής στο Λούβρο. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, αποσύρθηκε σε ασφαλή αφάνεια στο Καρπαντρά κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας. Στη συνέχεια, από το 1796, υπηρέτησε ως επιμελητής στο νεοϊδρυθέν μουσείο που δημιουργήθηκε στις Βερσαλλίες. Μια αυτοπροσωπογραφία του εκείνης της εποχής βρίσκεται στις Βερσαλλίες, όπου και πέθανε την 1η Απριλίου 1802.[20]
Φιλοτέχνησε πολλά πορτρέτα, μεταξύ των οποίων: το πορτρέτο του κόμη ντ'Ανζιβιγιέ, διευθυντή των κτηρίων του βασιλιά, το επίσημο πορτρέτο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ με ενδυμασία στέψης (1776) [18], το πορτρέτο του συνθέτη όπερας Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη), το πορτρέτο του τραπεζίτη και υπουργού Οικονομικών Ζακ Νεκέρ, της συζύγου του Σουζάν Νεκέρ, το πορτρέτο της πριγκίπισσας του Λαμπάλ και άλλα.[21]
Το πιο διάσημο έργο του είναι το πορτρέτο του Βενιαμίν Φραγκλίνου (περίπου 1785), καθώς τυπώθηκε στο χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων ΗΠΑ. [22]