Ζυλί ντε Λεσπινάς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Julie de Lespinasse (Γαλλικά) |
Γέννηση | 9 Νοεμβρίου 1732[1][2][3] Λυών |
Θάνατος | 23 Μαΐου 1776[4][5][6] Παρίσι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Γαλλικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[7] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού συγγραφέας[8] συγγραφέας απομνημονευμάτων |
Οικογένεια | |
Γονείς | Julie Claude Hilaire d'Albon[9] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ζαν Ζυλί Ελεονόρ ντε Λεσπινάς (γαλλικά: Jeanne Julie Éléonore de Lespinasse), 1732-1776, ήταν Γαλλίδα οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού και επιστολογράφος στα μέσα του 18ου αιώνα. Ενέπνευσε μεγάλο πάθος στον εγκυκλοπαιδιστή Ζαν ντ'Αλαμπέρ.[10]
Η Ζυλί ντε Λεσπινάς γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1732 στη Λυών. Ήταν νόθα κόρη της κόμισσας του Αλμπόν, η οποία μετά τη γέννηση χώρισε από τον σύζυγό της. Η πατρότητά της αποδίδεται γενικά στον κόμη Γκασπάρ ντε Βισί-Σαμρόντ (1699-1781), του οποίου η αδερφή, μαρκησία ντυ Ντεφάν, διατηρούσε διάσημο λογοτεχνικό σαλόνι στο Παρίσι. Αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια και την παράνομη γέννησή της, είχε δυστυχισμένη παιδική ηλικία που χαρακτηρίστηκε από παραμέληση. Απέκτησε τη βασική εκπαίδευση σε μοναστήρι, αλλά σε μεγάλο βαθμό μορφώθηκε μόνη της, ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα δεδομένου ότι αργότερα μπόρεσε να κρατήσει τη θέση της ανάμεσα στους κορυφαίους διανοούμενους της Γαλλίας. Ο πατέρας της στη συνέχεια παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή της και η Ζυλί βρέθηκε γκουβερνάντα των παιδιών τους.
Το 1754, η φυσική θεία της μαρκησία ντυ Ντεφάν, που αναγνώρισε τα εξαιρετικά προσόντα της ανιψιάς της, νιώθοντας την όρασή της να μειώνεται, την πήρε ως συνοδό και αναγνώστρια στο σαλόνι που διατηρούσε στο Παρίσι.[11]
Από το 1747, όταν η Μαρί ντυ Ντεφάν συνδέθηκε με φιλία με τον ντ'Αλαμπέρ, στο σαλόνι της σύχναζαν διπλωμάτες, αριστοκράτες, φιλόσοφοι, πολιτικοί και συγγραφείς, μεταξύ των οποίων οι Φοντενέλ, Μοντεσκιέ, Μαρμοντέλ, Μαριβώ και Κοντορσέ. Σ' αυτόν τον κόσμο παρουσίασε την ανιψιά της, η οποία, έξυπνη και πολύ επιδέξια στην καθοδήγηση της συζήτησης, έλαμψε σύντομα. Ιδού τι λέει ο Σαιντ-Μπεβ για τη συγκατοίκησή τους [12]: «Αυτή η συμβίωση άρχισε το 1754 και κράτησε μέχρι το 1764: 10 χρόνια οικογενειακής ζωής και αρμονίας, ήταν πολύς χρόνος, περισσότερος από όσο θα μπορούσαν να έχουν δύο πνεύματα ισάξια σε ποιότητα και με τέτοιο ορμητικό χαρακτήρα. Αλλά προς το τέλος, η μαντάμ ντυ Ντεφάν, η οποία ξυπνούσε αργά και δεν σηκωνόταν ποτέ πριν από τις έξι το απόγευμα, παρατήρησε ότι η νεαρή συνοδός της δεχόταν στον ιδιωτικό της χώρο, μια ώρα πριν, τους περισσότερους τακτικούς καλεσμένους της και ότι συμμετείχε ισάξια στις συνομιλίες». Η μαντάμ ντυ Ντεφάν θεώρησε τον εαυτό της προδομένο και ζήλεψε, έτσι τελικά την απέλυσε το 1764.[13]
Η Ζυλί ντε Λεσπινάς άνοιξε το δικό της σαλόνι το 1764, στο οποίο σύχναζαν επίσης οι Ετιέν Μπονό ντε Κοντιγιάκ και Αν Ρομπέρ Ζακ Τυργκό, πέραν αυτών που προηγουμένως επισκέπτονταν τη θεία της. Έχει ειπωθεί για το σαλόνι της ότι ήταν το «εργαστήριο της Εγκυκλοπαίδειας», του οποίου ήταν η μούσα.[14] Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητεύτηκαν από τη νέα γυναίκα με τον ένθερμο και παθιασμένο χαρακτήρα, αλλά με τον Ζαν ντ'Αλαμπέρ ανέπτυξε μια βαθιά φιλία που φαίνεται ότι ήταν μόνο πλατωνική. Ήταν και ο ίδιος παράνομο παιδί και είχαν και οι δύο κοινά βιώματα που τους έφεραν κοντά. Όταν ο ντ'Αλαμπέρ αρρώστησε, έμεινε στο σπίτι της και αυτή τον περιποιήθηκε ώσπου αποκαταστάθηκε η υγεία του. Δεν άφησαν ποτέ ο ένας τον άλλον.
Ωστόσο, η Ζυλί ήταν πολύ ερωτευμένη με τον μαρκήσιο ντε Μόρα, γιο του Ισπανού Πρέσβη το 1766, και εκείνος ανταποκρίνονταν. Σκέφτονταν τον γάμο, αλλά η οικογένεια του Μόρα έκανε ό, τι μπορούσε για να ματαιώσει αυτό το σχέδιο και το πέτυχε. Όταν αυτός επέστρεψε στην Ισπανία, αρρώστησε και έμεινε εκεί για θεραπεία. Η αλληλογραφία τους αντικατοπτρίζει ήδη τον παθιασμένο έρωτα που θα αναπτυχθεί στη ρομαντική λογοτεχνία. Για να ξεχάσει τη λύπη που της προκαλούσε η αποξένωση του αγαπημένου της, επισκεπτόταν τα εξοχικά των φίλων της όπου το 1772 συνάντησε τον κόμη ντε Γκιμπέρ, για τον οποίο ανέπτυξε ένα ακαταμάχητο πάθος που κράτησε μέχρι τον θάνατό της, παρά την αδιαφορία αυτού.[15]
Για πολλούς μήνες, έτρεφε συναισθήματα ενοχής, μοιρασμένα μεταξύ των δύο εραστών της, μη μπορώντας να ξεχάσει τον έναν αλλά επιθυμώντας συγχρόνως τον άλλο. Ο Μόρα, επιστρέφοντας στη Γαλλία για να τη συναντήσει μετά την ασθένειά του, πέθανε στο Μπορντώ το 1774. Αυτή την εποχή η Λεσπινάς και ο Γκιμπέρ έγιναν εραστές. Όταν αυτή έμαθε τη σύμπτωση, η απελπισία την κατέλαβε, η θλίψη και η μετάνοια κλόνισαν την υγεία της. Σκέφτονταν την αυτοκτονία: «Υπέφερα, μίσησα τη ζωή, επικαλέστηκα τον θάνατο, έγραψε, και ορκίζομαι να μην τον φοβηθώ και να τον δεχτώ αντίθετα ως απελευθέρωση.»[16]
Μετά τον γάμο του Γκιμπέρ το 1775, απελπισμένη για την αποτυχία των δύο σχέσεών της, πέθανε στις 23 Μαΐου 1776 στο Παρίσι σε ηλικία 43 ετών, έχοντας στο προσκέφαλό της τον τον Ζαν ντ'Αλαμπέρ. Η αλληλογραφία της με τον Γκιμπέρ δημοσιεύθηκε το 1809 από τη χήρα του και αποτελεί ένα ψυχολογικό και ιστορικό έγγραφο.[17]
Ο Ντιντερό την έκανε, ανάμεσα σε άλλους, έναν από τους χαρακτήρες στο έργο του Το Όνειρο του ντ' Αλαμπέρ.