Η φράση «Ζωή ανάξια να βιωθεί» (στα Γερμανικά «Lebensunwertes Leben» και στα Αγγλικά «Life unworthy of life»), προέρχεται από τίτλο βιβλίου του 1920 και χρησιμοποιούνταν από τους Ναζί για να χαρακτηρίσει στοχοποιημένα από το καθεστώς άτομα που θεωρούνταν ότι δεν είχαν το «δικαίωμα στη ζωή». Επίσης, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει σε φιλοσοφικό επίπεδο τη θέση ότι υπάρχουν ζωές που είναι ανάξιες να βιώνονται.
Ο όρος χρησιμοποιούνταν από τους Ναζί[1] για να χαρακτηρίσει τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού, τα οποία σύμφωνα με το Ναζιστικό καθεστώς, δεν είχαν το «Δικαίωμα στη ζωή». Τα δε στοχοποιημένα άτομα κινδύνευαν να υποστούν υποχρεωτική ευθανασία από τα κρατικά όργανα. Ο όρος συμπεριελάμβανε ανθρώπους με σοβαρά προβλήματα υγείας καθώς και διανοητικά προβλήματα και αυτούς που θεωρούνταν έντονα κατώτεροι, σύμφωνα με τη φυλετική/ ρατσιστική πολιτική της Ναζιστικής Γερμανίας.
Ως όρος σε φιλοσοφικό επίπεδο χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιδέα ότι η ζωή εφόσον δεχτούμε ότι δεν έχει από μόνη της απόλυτη ηθική αξία, τότε υπάρχουν περιπτώσεις όπου απαξιώνεται και κατά συνέπεια δεν είναι άξια να βιώνεται, προκρίνοντας τον τερματισμό της.[2] Η ιδέα αυτή επέδρασε καθοριστικά στην ιδεολογία του Ναζισμού, συμβάλλοντας στο Ολοκαύτωμα.[3]
Το Ναζιστικό κόμμα όντας στην εξουσία για να προωθήσει τις ρατσιστικές του πολιτικές, ανέλαβε de facto ρόλο κριτή για το ποια μορφή ζωής ήταν άξια να βιώνεται και ποια, έχοντας απαξιωθεί, έπρεπε να τερματιστεί. Επίκλησης της ιδέας στις πολιτικές του καθεστώτος, υπήρξε στην υπόθεση ευθανασίας παιδιού με σοβαρές αναπηρίες (ονομαζόταν Gerhard Kretschmar), μετά από αίτηση των γονέων του προς τον Αδόλφο Χίτλερ, που εξουσιοδότησε έναν από τους προσωπικούς του γιατρούς, τον Karl Brandt, για τη διενέργειά της. Την 1 Σεπ. 1939 διακηρύχθηκε με διαταγή του Αδόλφου Χίτλερ και υιοθετήθηκε επίσημα από το Ναζιστικό καθεστώς πρόγραμμα Ευθανασίας, με βάση το χειρισμό αυτής της υπόθεσης. Το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε ένταση και εύρος, ξεκινώντας με τη Δράση Τ4, που τερματίστηκε επισήμως τον Αύγουστο του 1941 κατόπιν έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας και διαδηλώσεων, και κορυφούμενο με τη Δράση 14f13 ενάντια στους τροφίμους των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Παρά τον επίσημο τερματισμό της Δράσης T4, η ευθανασία των ατόμων με αναπηρίες συνεχίστηκε πιο διακριτικά, μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέθοδοι όπως θανατηφόρες ενέσεις και αέρια, που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά στα γερμανικά νοσοκομεία, αποτέλεσαν τη βάση για τις υποδομές των Στρατοπέδων εξόντωσης, όπου χτίστηκαν θάλαμοι αερίων για τη συστηματική εξολόθρευση Εβραίων (Τελική Λύση), Τσιγγάνων, ομοφυλόφιλων και άλλων .[4][5]
Η έκφραση εμφανίστηκε πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στον τίτλο βιβλίου του 1920, "Die Freigabe der Vernichtung Lebensunwerten Lebens" (στα ελληνικά: «Το δικαίωμα τερματισμού της ζωής που δεν είναι άξια να βιωθεί», στα αγγλικά: "Allowing the Destruction of Life Unworthy of Life"), από δύο ακαδημαϊκούς, τον ομότιμο καθηγητή νομικής Καρλ Μπίντινγκ (συνταξιοδοτημένος από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας) και τον καθηγητή ψυχιατρικής Άλφρεντ Χόχε (από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ).[6] Σύμφωνα με τον Hoche, κάποιοι ζωντανοί άνθρωποι που είχαν υποστεί εγκεφαλική βλάβη ή που ήταν διανοητικά καθυστερημένοι ή αυτιστικοί καθώς και οι ψυχικά ασθενείς, θεωρούνταν «πνευματικά νεκροί», «ανθρώπινα έρματα» και «κενά κελύφη ανθρώπινων όντων» και η θανάτωση αυτών θα ήταν επωφελής και φιλάνθρωπη καθώς απάλλασσε από το βάρος της επώδυνης ύπαρξης τα υποκείμενα και την κοινωνία. Με βάση αυτές τις ιδέες, τέτοιοι άνθρωποι θεωρούνταν απλώς αναλώσιμοι.[7] Αργότερα η Ναζιστική ιδεολογία επέκτεινε τους διωγμούς και τη θανάτωση και σε όσους θεωρούνταν «φυλετικά κατώτεροι» ή ανήκαν σε «μιαρή φυλή».[8] Τα Ναζιστικά Στρατόπεδα εξόντωσης αποτέλεσαν τη θανατηφόρα έξαρση του ανωτέρω τρόπου σκέψης, με τη συστηματική εξόντωση αυτών που θεωρήθηκαν ανάξιοι να ζουν. Επίσης, λειτούργησε ως ιδεολογικό υπόβαθρο για προγράμματα ευγονικής και πειραμάτων σε ανθρώπινα υποκείμενα, καθώς και σε διάφορες Ναζιστικές ρατσιστικές πολιτικές.
Σύμφωνα με το συγγραφέα του «Medical Killing and the Psychology of Genocide», ψυχιάτρου Ρόμπερτ Τζέι Λίφτον, η εφαρμογή της πολιτικής πέρασε από μία σειρά δοκιμών και τροποποιήσεων:
"Από τα 5 διαπιστωμένα βήματα με τα οποία οι Ναζί εφάρμοσαν την αρχή της «Ζωής ανάξιας να βιώνεται», η υποχρεωτική στείρωση ήταν το πρώτο. Μετά ακολούθησε η θανάτωση των "ελαττωματικών" παιδιών στα νοσοκομεία, και στη συνέχεια η θανάτωση των "ελαττωματικών" ενηλίκων, προερχόμενων κυρίως από τα ψυχιατρικά νοσοκομεία, σε κέντρα ειδικά εξοπλισμένα με Μονοξείδιο του άνθρακα. Αυτό το πρόγραμμα επεκτάθηκε (στα ίδια κέντρα θανάτου) στους "ελαττωματικούς" τροφίμους των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και τελικώς στους μαζικούς θανάτους στα Στρατόπεδα εξόντωσης."
— Ρόμπερτ Τζέι Λίφτον, Medical Killing and the Psychology of Genocide[3]
Η ιδέα έχει απασχολήσει τη σύγχρονη Βιοηθική, σε θέματα όπως η άμβλωση και η ευθανασία, καθώς με την παραδοχή ότι η ανθρώπινη ζωή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να μην αξίζει να βιώνεται, η αξία της σχετικοποιείται, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη, κυρίως στη δυτική σκέψη, ότι σε κάθε περίπτωση η ανθρώπινη ζωή περιβάλλεται με απόλυτη ηθική αξία. Η ιδέα αυτή αποτελεί Ολισθηρό έδαφος (slippery slope) για την Ηθική φιλοσοφία, με την έννοια ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις συνέπειες στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η αρχική αποδοχή της.[2]