![]() | ||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 23 Αυγούστου 1929 | |||||||||||||
Τόπος γέννησης | Κάποσβαρ, Ουγγαρία | |||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 1 Σεπτεμβρίου 1997 (68 ετών) | |||||||||||||
Τόπος θανάτου | Γκιορ, Ουγγαρία | |||||||||||||
Ύψος | 1,69 μ. | |||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | |||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1942–1945 | ΑΣ Κομαρόμ | |||||||||||||
1945–1948 | Κομαρόμ MÁV | |||||||||||||
1948–1950 | Φερεντσβάρος | 70 | (33) | |||||||||||
1951–1952 | Τσέπελ ΣΚ | 51 | (17) | |||||||||||
1953–1956 | Χόνβεντ | 80 | (58) | |||||||||||
1958–1961 | Μπαρτσελόνα | 38 | (17) | |||||||||||
1961–1962 | ΡΚΝ Εσπανιόλ | 10 | (2) | |||||||||||
1962–1963 | Αούστρια Βιέννης | - | (-) | |||||||||||
1962–1963 | Βασιλεία | 1 | (0) | |||||||||||
1965 | Τορόντο Ουγγάρια | - | (-) | |||||||||||
Σύνολο | 250 | (127) | ||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1949–1956 | Ουγγαρία | 43 | (17) | |||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Ζόλταν Τσίμπορ (ουγγρικά: Zoltán Czibor, 23 Αυγούστου 1929 – 1 Σεπτεμβρίου 1997) ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε πολλές ουγγρικές ομάδες και την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950 γνωστής ως «Μαγικοί Μαγυάροι», κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 και φτάνοντας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου μαζί τους το 1954.[1] Αγωνιζόταν ως αριστερός ακραίος επιθετικός και θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους στη θέση του όλων των εποχών.[2]
Ως νέος ο Τσίμπορ αρχικά ασχολήθηκε με το στίβο, διακρινόμενος στο άλμα εις ύψος παρά τα 1,69 μέτρα του ύψους του. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ωστόσο, άλλαξε την πορεία του και άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο και να εργάζεται ως οδηγός μηχανών τρένου προτού γίνει αντιληπτός τον προπονητή της ομάδας νέων της Ουγγαρίας. Αργότερα έπαιξε για τη Φερεντσβάρος με την οποία κέρδισε τον πρώτο του τίτλο στο πρωτάθλημα το 1949. Μετά από δύο χρόνια στην Τσέπελ μεταγράφηκε στην ομάδα του στρατού Χόνβεντ Βουδαπέστης, όπου αγωνιζόταν μαζί με τους Φέρεντς Πούσκας, Σάντορ Κότσις και Γιόζεφ Μπόζικ. Μαζί με τους δύο πρώτους δημιούργησαν μία εξαιρετική επιθετική γραμμή με τον Τσίμπορ να αγωνίζεται στο αριστερό άκρο της επίθεσης διαθέτοντας υψηλή τεχνική και ισχυρό σουτ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο σύλλογο κέρδισε δύο ακόμη τίτλους πρωταθλήματος το 1954 και το 1955.[3][4] Τερμάτισε το 1955 ως κορυφαίος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 20 γκολ.[5] Το 1956, η Χόνβεντ συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο και στον πρώτο γύρο κληρώθηκε κόντρα στην Αθλέτικ Μπιλμπάο. Η ουγγρική ομάδα έχασε τον εκτός έδρας αγώνα με 2–3, αλλά πριν ξεκινήσει ο εντός έδρας αγώνας, η Ουγγρική Επανάσταση είχε ξεσπάσει στη Βουδαπέστη. Οι παίκτες αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους και κανόνισαν τον επαναληπτικό με την Αθλέτικ να γίνει στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, στην αρχή του παιχνιδιού, ο τερματοφύλακας της Χόνβεντ τραυματίστηκε και, χωρίς επιτρεπόμενη αλλαγή, ο Τσίμπορ έπρεπε να αγωνιστεί ως τερματοφύλακας. Παρά την ισοπαλία με 3–3, η Χόνβεντ αποκλείστηκε με συνολικό σκορ 6–5.[6]
Ο αποκλεισμός άφησε τον Χόνβεντ σε αδιέξοδο. Οι παίκτες κάλεσαν τις οικογένειές τους από τη Βουδαπέστη και, παρά την αντίθεση της FIFA και των ουγγρικών ποδοσφαιρικών αρχών, οργάνωσαν περιοδεία συγκέντρωσης χρημάτων στην Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Βραζιλία. Μετά την επιστροφή τους στην Ευρώπη, οι παίκτες χώρισαν. Κάποιοι επέστρεψαν στην Ουγγαρία, ενώ άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Τσίμπορ, Κότσις και Πούσκας, βρήκαν νέους συλλόγους στη Δυτική Ευρώπη συνεχίζοντας εκεί την καριέρα τους.[7]
Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας το 1949. Έπαιξε 43 φορές και σημείωσε 17 γκολ σε διάστημα επτά ετών.[8] Αποτέλεσε κομμάτι του πυρήνα της "Χρυσής Ομάδας" που έμεινε αήττητη για 32 συνεχόμενα παιχνίδια. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας έγινε Ολυμπιονίκης το 1952, νικώντας τη Γιουγκοσλαβία στον τελικό του Ελσίνκι με τον Τσίμπορ να σκοράρει στη νίκη με 2–0.[1] Αγωνίστηκε επίσης στις δύο ιστορικές νίκες επί της Αγγλίας με 6–3 στο Στάδιο Γουέμπλεϊ το 1953 και στη συνέχεια με 7–1 στη Βουδαπέστη το 1954. Το 1953 κατέκτησε επίσης το Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης. Η πορεία της ομάδας (κατά πολλούς η καλύτερη όλων των εποχών σε σειρά ετών[9][10] [11]) ουσιαστικά ολοκληρώθηκε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 όταν προς έκπληξη όλων, η Δυτική Γερμανία επικράτησε με 3–2 με τον Τσίμπορ να ανοίγει το σκορ στο έκτο λεπτό. Ο αγώνας έμεινε στην ιστορία ως το "Θαύμα της Βέρνης".[12][13][14] Είχε ανοίξει το σκορ και στον δραματικό ημιτελικό με την Ουρουγουάη που κρίθηκε στην παράταση με 4–2. Η απουσία του Πούσκας στον προημιτελικό και ημιτελικό οδήγησε τον Τσίμπορ στην ανάληψη του ρόλο του, και τα κατάφερε εξαιρετικά.[15] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου.[16]
Ο Τσίμπορ πήγε αρχικά στην Ιταλία και έπαιξε μερικά ανεπίσημα παιχνίδια με την Ρόμα, αλλά η τιμωρία της FIFA (που ήταν διετής αποκλεισμός) δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί.[17] Ένας άλλος Ούγγρος, ο Λάζλο Κουμπάλα, τον έπεισε μαζί με τον Σάντορ Κότσις να τον ακολουθήσουν στην Μπαρτσελόνα, όπου έγινε σημαντικό μέλος της ομάδας. Σκόραρε στο ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα στη νίκη με 6–0 επί της Βαλένθια και κέρδισε ένα νταμπλ το 1959 και ένα ακόμα πρωτάθλημα την επομένη χρονιά. Παράλληλα, το 1960 γνώρισε την ευρωπαϊκή καταξίωση με την κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Σκόραρε δύο φορές στον τελικό, καθώς η Μπαρτσελόνα κέρδισε την Μπέρμιγχαμ Σίτι με 4–2.[18][19] Ο καταλανικός σύλλογος και ο Τσίμπορ έφτασαν επίσης στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1961, όπου η Μπαρτσελόνα έχασε με 3–2 από την πορτογαλική Μπενφίκα στο ίδιο γήπεδο και με τον ίδιο τρόπο όπως στον τελικό του 1954. Ο Τσίμπορ σημείωσε ένα σπουδαία γκολ στον τελικό, ένα εκπληκτικό μισό βολέ με το αριστερό πόδι από την περιοχή που πάλι όμως δεν ήταν αρκετό.[18][12]
Μετά από τρεις σεζόν στη Βαρκελώνη, εντάχθηκε στην Εσπανιόλ για τη χρονιά 1961–62, αλλά ήδη στα 33 του η καριέρα του βρισκόταν στη δύση της με συνέπεια τις βραχυχρόνιες παραμονές σε ευρωπαϊκούς και καναδικούς συλλόγους.[20] Το 1990 επέστρεψε στην Ουγγαρία, όπου και απεβίωσε.
Φερεντσβάρος
Χόνβεντ
Μπαρτσελόνα
Ουγγαρία
Ατομικές διακρίσεις