Συγγραφέας | Άρνολντ Μπένετ |
---|---|
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1902 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Πρώτη έκδοση | Chatto & Windus |
δεδομένα ( ) |
Η Άννα των Πέντε Πόλεων (αγγλικός τίτλος: Anna of the Five Towns) είναι μυθιστόρημα του Άρνολντ Μπένετ που εκδόθηκε το 1902 και είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή αυτοδημιούργητων επιχειρηματικών τάξεων στην επαρχιακή βικτωριανή Αγγλία. Αναφέρεται στην περιθωριοποίηση και καταπίεση των γυναικών σε έναν βιομηχανικό κόσμο που διαποτίζεται από τον θρησκευτικό αυταρχισμό και την αυστηρότητα.[1]
Η πλοκή επικεντρώνεται στην Άννα Τελράιτ, κόρη ενός πλούσιου αλλά δεσποτικού πατέρα, και στον αγώνα της για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο γάμος προσφέρεται ως διέξοδος από αυτή τη ζωή υποταγής και εκφοβισμού, αλλά ενώ το μυθιστόρημα τελειώνει με την Άννα να παντρεύεται τον αρραβωνιαστικό της, αυτό δεν είναι το ευτυχισμένο ρομαντικό τέλος των προηγούμενων βικτωριανών μυθιστορημάτων.[2]
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο Στόουκ ον Τρεντ, στην κομητεία Στάφορντσιρ, πόλη που έχει σχηματιστεί από την συνένωση (από το 1910) έξι πόλεων. Η πόλη είναι βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο κεραμικών. «Οι Πέντε Πόλεις» είναι το όνομα της πόλης σε αρκετά μυθιστορήματα του Άρνολντ Μπένετ, ο οποίος γεννήθηκε και έζησε στην περιοχή.
Η Άννα ζει με τη μικρότερη ετεροθαλή αδερφή της και τον δύο φορές χήρο πατέρα της, Εφραίμ Τελράιτ, στο (φανταστικό) Μπέρσλι των «Πέντε Πόλεων». Ο κ. Τελράιτ είναι μισάνθρωπος και φιλάργυρος. Αν και είναι πλούσιος, δεν ξοδεύει για οποιαδήποτε άνεση – η ζωή είναι δύσκολη και θλιβερή. Η κοινωνική ζωή της Άννας επικεντρώνεται στην τοπική εκκλησία των Μεθοδιστών όπου ο πατέρας της ήταν ιεροκήρυκας και δάσκαλος.
Η μονοτονία της καθημερινής ζωής υποχωρεί προσωρινά όταν στα 21α γενέθλιά της, ο κ. Τελράιτ παραδίδει στην Άννα μια απροσδόκητη κληρονομιά από τη γιαγιά της: πολλές μετοχές μαζί με ακίνητα και εργοστάσια που ο ίδιος έχει αξιοποιήσει προσεκτικά και επανεπενδύσει για πολλά χρόνια. Η Άννα είναι τώρα μια πλούσια γυναίκα, αλλά καθώς δεν έχει εμπειρία σε επιχειρηματικές και οικονομικές συναλλαγές, ο πατέρας της ελέγχει κάθε πρόσβαση στον λογαριασμό της και στην πράξη δεν έχει περισσότερα χρήματα από πριν και συνεχίζει να τα βγάζει πέρα με τα λιγοστά που της δίνει απρόθυμα ο πατέρας της κάθε εβδομάδα για τη συντήρηση του σπιτιού.[3]
Ως μέρος της κληρονομιάς της, είναι ιδιοκτήτρια ενός εργοστασίου που λειτουργούσαν ο Τίτους και ο Γουίλι Πράις, πατέρας και γιος. Η επιχείρηση των Πράις πλησιάζει στη χρεοκοπία, αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα μεγαλύτερα αγγειοπλαστεία της περιοχής. Στην Άννα χρωστάνε καθυστερημένα ενοίκια, αλλά καταφέρνουν να δώσουν στην Άννα ένα μικρό ποσό. Αντίθετα, η σύγχρονη και ακμαία επιχείρηση του Χένρι Μάινορς ευημερεί και ο πατέρας της τη συμβουλεύει να τον παντρευτεί. Η Άννα σέβεται τον Μάινορς, τον οποία γνωρίζει μέσω κοινών εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων, και ξέρει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν είναι σίγουρη για τα συναισθήματά της.
Η Άννα προσκαλείται να επισκεφθεί το νησί του Μαν από τη φίλη της Μπέατρις Σάτον και την οικογένειά της. Καλεσμένος είναι και ο Μάινορς. Στο τέλος των σύντομων διακοπών, η Άννα και ο Χένρι αρραβωνιάζονται, δεν είναι ερωτευμένη αλλά τον βλέπει σαν διέξοδο από τη θλιβερή ζωή που της επέβαλε ο πατέρας της. Ωστόσο, η Άννα τρέφει κρυφά συναισθήματα για τον Γουίλι Πράις, ξέρει ότι είναι ακατάλληλος, πολύ περισσότερο τώρα που ο πατέρας του είναι σχεδόν χρεοκοπημένος, αλλά τον σκέφτεται.
Επιστρέφοντας στο Μπέρσλι, συντετριμμένη μαθαίνει για την αυτοκτονία του Τίτους Πράις, ο οποίος αντιμέτωπος με την οικονομική καταστροφή και πιθανή φυλάκιση, απαγχονίστηκε. Κατηγορεί τον εαυτό της και τον πατέρα της που πίεσαν την επιχείρηση και φαίνεται να επαναστατεί ενάντια στην τυραννία του.
Ο Γουίλι αναγκάζεται να κηρύξει πτώχευση και οι πιστωτές του αφήνουν κάποια χρήματα για να μεταναστεύσει στην Αυστραλία.
Συνηθισμένη εδώ και καιρό να κυριαρχείται από τον πατέρα της, η Άννα τελικά είναι τραγικά ανίκανη να ανταποκριθεί στον από καιρό καταπιεσμένο έρωτά της για τον Γουίλι Πράις και καταλήγει σε έναν συμβατικό γάμο με τον Χένρι Μάινερς, ο οποίος εμφανίζεται όλο και πιο απογοητευτικός και αυταρχικός. Δεν ακούγεται τίποτε άλλο για τον Γουίλι Πράις. Η ιστορία αφήνει να εννοηθεί ότι κι αυτός αυτοκτονεί.[4]
Ο Άρνολντ Μπένετ πίστευε ακράδαντα ότι η λογοτεχνία έπρεπε να είναι προσιτή στους απλούς ανθρώπους και αποδοκίμαζε τις λογοτεχνικές κλίκες και τις ελίτ. Τα βιβλία του απευθύνονταν στο ευρύ κοινό και είχαν τεράστια επιτυχία. Είναι γνωστός για τη λογοτεχνική διαμάχη του με τη Βιρτζίνια Γουλφ και άλλους μοντερνιστές που αποδοκίμασαν τα μυθιστορήματα του Μπένετ, όπως και εκείνα των Χ. Τζ. Γουέλς και Τζον Γκάλσγουορθι επειδή ενδιαφέρονταν για τη δράση, την πλοκή και την παρουσίαση των εξωτερικών χαρακτηριστικών των ηρώων και του χώρου, ενώ οι μοντερνιστές αναφέρονταν στα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων τους. Με αυτόν τον τρόπο χαράχθηκε η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των παραδοσιακών μυθιστοριογράφων που αφηγούνται ιστορίες σύμφωνα με τη βικτωριανή παράδοση και των μοντερνιστών μυθιστοριογράφων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με τον Μπένετ να θεωρείται ευρέως εμβληματικός εκπρόσωπος των πρώτων, με ρεαλιστικά μυθιστορήματα που αναφέρονται σε ανθρώπους μέσα σε αναγνωρίσιμα περιβάλλοντα και έχουν αρχή, μέση και τέλος.[5]