Ο Μπαλζάκ το 1836 | |
Συγγραφέας | Ονορέ ντε Μπαλζάκ |
---|---|
Τίτλος | La Grenadière |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1832 |
Μορφή | νουβέλα διήγημα[1] |
Σειρά | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
Προηγούμενο | La Grande Bretèche |
Δημοσιεύθηκε στο | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
δεδομένα ( ) |
Η Γρεναδιέρα (γαλλικός τίτλος: La Grenadière ) είναι διήγημα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1832 στο περιοδικό Επιθεώρηση του Παρισιού και εκδόθηκε το 1834. Περιλαμβάνεται στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας. Στο αρχικό χειρόγραφο, ο τίτλος ήταν Τα δύο ορφανά.[2]
Η Γρεναδιέρα είναι το όνομα μιας εξοχικής κατοικίας στις όχθες του Λίγηρα στο Σαιν-Σιρ-συρ-Λουάρ κοντά στην Τουρ. Το σπίτι είναι απλό αλλά άνετο, όπου τα πάντα αποπνέουν ηρεμία και απλότητα, από τους ηλικιωμένους υπηρέτες μέχρι τα απλά αλλά καλόγουστα έπιπλα και τον ιδιαίτερα περιποιημένο κήπο. Εκεί μένει η κυρία Βιλεμσάνς, 36 ετών, που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο χώρο με τα δύο της παιδιά Λουί Γκαστόν και Μαρί Γκαστόν και την ηλικιωμένη υπηρέτρια της Ανέτ. Η κυρία αφιερώνει όλο της τον χρόνο στα παιδιά της και φαίνεται να γνώρισε βάσανα και μεγάλες συμφορές στη ζωή της. Όμως παραμένει όμορφη, αξιοπρεπής και προσπαθεί να κρύψει την κακή κατάσταση της υγείας της από τα παιδιά της. Βασανισμένη από ένα μυστηριώδες μυστικό που την κατατρώει καθημερινά, εμπνέει σεβασμό στην καλή κοινωνία της περιοχής, σε σημείο να παραδεχτούν την απομονωμένη ζωή της χωρίς κανείς να κάνει ερωτήσεις. Μόνο οι δάσκαλοι των γιων της επισκέπτονται το σπίτι και μιλούν για την οικογένεια με θαυμασμό.[3]
Από την άλλη, ο αναγνώστης αναρωτιέται γι' αυτήν τη μυστηριώδη γυναίκα της οποίας ο συγγραφέας περιγράφει με υπαινιγμούς την προηγούμενη ζωή της. Ήταν παντρεμένη, χωρίς αμφιβολία, με έναν Άγγλο λόρδο και κρύβεται εδώ με ψεύτικο όνομα. Το παρελθόν της δεν εξηγείται. Βίωσε η ίδια έναν παράνομο έρωτα ή ο άντρας της την εγκατέλειψε; Τα παιδιά της, στα οποία σε μια στιγμή απελπισίας λέει ότι θα μείνουν χωρίς πατέρα και μητέρα επειδή πρόκειται να πεθάνει, είναι παιδιά του Άγγλου λόρδου ή κάποιου άλλου; Πριν πεθάνει, δίνει στα παιδιά της τα πιστοποιητικά γέννησής τους που όταν ενηλικιωθούν θα τους αποκαλύψει την ταυτότητα του πραγματικού τους πατέρα και επίσης ένα έγγραφο που αποδεικνύει την ταυτότητά της, ώστε να μπορέσει να ταφεί νόμιμα. Από το επίσημο έγγραφο, αποδεικνύεται ότι ονομάζεται λαίδη Μπράντον, σύζυγος του λόρδου Μπράντον.[4]
Η γυναίκα βιώνει μεγάλη αγωνία αφήνοντας τους δύο γιους της άπορους και απροστάτευτους, μια μοίρα για την οποία ένα σφάλμα του παρελθόντος την έκανε να αισθάνεται ένοχη. Στο κρεβάτι του θανάτου της, ζητά από τον 13χρονο Λουί να γράψει ένα γράμμα στον σύζυγό της λόρδο Μπράντον στην Αγγλία, ανακοινώνοντας τον θάνατό της και ότι τον συγχωρεί. Ζητά επίσης από τον Λουί να προστατέψει τον Μαρί και του δίνει όλες τις οικονομίες της ζωής της, ύψους 10.000 φράγκων. Ο Λουί της υπόσχεται να δώσει τα χρήματα στην Ανέτ που θα φροντίζει τον Μαρί ενώ αυτός θα φοιτά στο τεχνικό κολέγιο στην Τουρ. Ο Λουί αφιερώνεται στις σπουδές, ιδιαίτερα στα μαθηματικά, καθώς σχεδιάζει να ενταχθεί στο γαλλικό ναυτικό για να συντηρήσει τον εαυτό του και τον αδελφό του. Η κυρία Βιλεμσάνς παρηγορείται από την ωριμότητα του γιου της τις στιγμές πριν από τον θάνατό της.[5]