Χαρτόδετη έκδοση | |
Συγγραφέας | Φρέντερικ Φορσάιθ |
---|---|
Τίτλος | The Day Of The Jackal |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | Ηνωμένο Βασίλειο 7 Ιουνίου 1971 Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής 6 Αυγούστου 1971 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 7 Ιουνίου 1971 |
Μορφή | Κατασκοπικό θρίλερ, Ιστορικό μυθιστόρημα |
Θέμα | Δολοφονία του Σαρλ Ντε Γκωλ |
Τόπος | Ηνωμένο Βασίλειο |
Βραβεία | Best Crime Novel in Swedish Translation |
Πρώτη έκδοση | Hutchinson & Co (Ηνωμένο Βασίλειο) Viking Press (ΗΠΑ) |
Επόμενο | The Odessa File |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Μέρα του Τσακαλιού (αγγλικά: The Day Of The Jackal) είναι μυθιστόρημα θρίλερ του 1971 του Άγγλου συγγραφέα Φρέντερικ Φορσάιθ που αφηγείται την ιστορία ενός επαγγελματία δολοφόνου που αναλαμβάνει να σκοτώσει τον Γάλλο Πρόεδρο Σαρλ Ντε Γκωλ, για λογαριασμό της ΟΑΣ, μιας γαλλικής ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης.[1]
Το μυθιστόρημα έλαβε θετικές κριτικές και επαίνους όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1971 και έλαβε το βραβείο Έντγκαρ Καλύτερης Νουβέλας το 1972 από τους Αμερικανούς Συγγραφείς Μυστηρίου. Το μυθιστόρημα παραμένει ακόμη δημοφιλές και το 2003 συμπεριλήφθηκε στην έρευνα του BBC The Big Read. [2] Η ΟΑΣ, όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα, υπήρχε και το βιβλίο ξεκινά με μια ακριβή απεικόνιση της απόπειρας δολοφονίας του Ντε Γκωλ με επικεφαλής τον Ζαν-Μαρί Μπαστιέν-Τιρί στις 22 Αυγούστου 1962. Η επόμενη πλοκή, ωστόσο, είναι μυθοπλασία.
Το βιβλίο ξεκινά το 1962 με την (ιστορική) αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Ντε Γκωλ που σχεδιάστηκε, μεταξύ άλλων, από τον Αντισυνταγματάρχη Ζαν-Μαρί Μπαστιέν-Τερί στο προάστιο του Παρισιού Πετίτ- Κλαμάρ. Μετά τη σύλληψη του Μπαστιέν-Τερί και των εναπομεινάντων συνωμοτών, οι γαλλικές δυνάμεις ασφαλείας διεξάγουν έναν σύντομο αλλά εξαιρετικά άγριο «υπόγειο» πόλεμο με τους τρομοκράτες της ΟΑΣ, μιας παραστρατιωτικής ακροδεξιάς οργάνωσης που θεωρούσε ότι ο Ντε Γκωλ πρόδωσε τη Γαλλία καθώς παραχώρησε την ανεξαρτησία στην Αλγερία.
Η διεύθυνση μυστικών επιχειρήσεων των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματική στη διείσδυση στην ΟΑΣ και συλλαμβάνει και ανακρίνουν τον διοικητή επιχειρήσεων της ΟΑΣ, Αντουάν Αργκούν. Ωστόσο ο διάδοχος του Αργκούν, αντισυνταγματάρχης Μαρκ Ροντέν, εξετάζει προσεκτικά τις λίγες επιλογές του και διαπιστώνει ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει τη δολοφονία του Ντε Γκωλ είναι να προσλάβει έναν επαγγελματία δολοφόνο, κάποιον εντελώς άγνωστο τόσο στη γαλλική κυβέρνηση όσο και στην ίδια την ΟΑΣ. Μετά από εκτεταμένες έρευνες, επικοινωνεί με έναν Άγγλο δολοφόνο, και συναντιέται μαζί του με τον οποίο συμφωνεί να δολοφονήσει τον Ντε Γκωλ, έναντι 500.000 δολαρίων ΗΠΑ (περίπου 3,5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2021[3]). Στη συνάντηση αυτή ο Άγγλος δολοφόνος αναφέρει για πρώτη φορά το κωδικό του όνομα ως «Τσακάλι»
Με ένα ψεύτικο διαβατήριο στο όνομα Αλεξάντερ Ντάνκαν, το Τσακάλι ταξιδεύει στις Βρυξέλλες, όπου αναθέτει σε έναν εξειδικεύμενο οπλουργό να του κατασκευάσει ένα ειδικό τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή. Αποκτά επίσης ένα σετ πλαστών γαλλικών εγγράφων ταυτότητας από έναν πλαστογράφο, τον οποίο και σκοτώνει καθώς εκείνος επιχείρησε να τον εκβιάσει ζητώντας του περισσότερα χρήματα.
Μετά από μια σειρά ένοπλων ληστειών στη Γαλλία, η ΟΑΣ κατορθώνει να συγκεντρώσει τα χρήματα και να καταθέσει το 50% της αμοιβής του Τσακαλιού. Εν τω μεταξύ, οι γαλλικές αρχές, ανήσυχες για τον Ροντέν και τους υφισταμένους του στο ξενοδοχείο, συλλαμβάνουν τον Βίκτορ Κοβάλσκι, έναν από τους σωματοφύλακες του Ροντέν στη Γαλλία, και τον βασανίζουν μέχρι θανάτου. Ερμηνεύοντας τις ασυναρτησίες του, η μυστική υπηρεσία καταφέρνει μόνο να αποκρυπτογραφήσει τη συνομωσία του Ροντέν και το κωδικό όνομα του δολοφόνου. Ωστόσο όταν ενημερώνεται για το σχέδιο, ο Ντε Γκωλ αρνείται να ακυρώσει οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Έτσι οποιαδήποτε έρευνα, θα πρέπει να γίνει με απόλυτη μυστικότητα.
Ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών Ροζέ Φρέι συγκαλεί διάσκεψη των αρχηγών των γαλλικών αρχών ασφαλείας. Εκεί οι αρχηγοί δείχνουν αδυναμία πώς να προχωρήσουν, έως ότου ένας Επιθεωρητής της Αστυνομίας αναφέρει ότι το πρώτο και ουσιαστικό καθήκον τους είναι να προσδιορίσουν την αληθινή ταυτότητα του Τσακαλιού και προσφέρει εθελοντικά τον δικό του βοηθό, τον Κλοντ Λεμπέλ για να αναλάβει τον εντοπισμό του Τσακαλιού.
Με ειδικές εξουσίες έκτακτης ανάγκης για να διεξαγάγει την έρευνά του, ο Λεμπέλ κάνει ό,τι είναι δυνατό για να αποκαλύψει την ταυτότητα του Τσακαλιού. Έτσι σε μια επικοινωνία που έχει με άλλες χώρες για να μάθει εάν διατηρούν αρχεία για έναν πολιτικό δολοφόνο οι έρευνες αποδεικνύονται άκαρπες, Ωστόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, η έρευνα μεταβιβάζεται στον Ειδικό Κλάδο της Σκότλαντ Γιαρντ και σε έναν άλλο βετεράνο ντετέκτιβ, τον Μπράιαν Τόμας, ο οποίος κατάφερνει να μάθει ότι το Τσακάλι είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Προέδρου της Δομινικανή Δημοκρατία Ραφαέλ Τρουχίγιο. Επιπλέον, ο Τόμας μαθαίνει επίσης ότι ο δολοφόνος ήταν Άγγλος και χρησιμοποιούσε το όνομα Τσαρλς Κάλθροπ.
Ο Τόμας παίρνει μια εντολή από τον Βρετανό Πρωθυπουργό παρόμοια με αυτή του Λεμπέλ, με προσωρινές εξουσίες που του επιτρέπουν να κάνει όλες τις απαραίτητες έρευνες. Ψάχνοντας τον Τσαρλς Κάλθροπ, ο Τόμας εντοπίζει έναν άντρα που ζει στο Λονδίνο, αλλα απουσιάζει σε διακοπές. Τότε ο Τόμας επιβεβαιώνει ότι αυτός ο Κάλθροπ ήταν πράγματι στη Δομινικανή Δημοκρατία όταν δολοφονήθηκε ο Τρουχίγιο και σε μια συζήτηση με έναν υφιστάμενο του συνειδητοποιεί ότι τα τρία πρώτα γράμματα του ονόματος και του επωνύμου του Κάλθροπ αποτελούν τη Γαλλική λέξη για το Τσακάλι (Cha-cal). Πίσω στη Γαλλία η ΟΑΣ καταφέρνει να τοποθετήσει μια γυναίκα πληροφοριοδότη στο συμβούλιο που εποπτεύει τις έρευνες του Λεμπέλ για να γνωρίζει την πρόοδο των ερευνών από τις αρχές. Το Τσακάλι θέτοντας το σχέδιο δολοφονίας σε εφαρμογή εισέρχεται στη Γαλλία μέσω Ιταλίας, οδηγώντας μια νοικιασμένη Alfa Romeo. Παρόλο που ενημερώνεται ότι οι Γαλλικές αρχές εντόπισαν τις κινήσεις του, εκτιμά ότι θα τα καταφέρει να δολοφονήσει τον Ντε Γκωλ.
Στο Λονδίνο, ο Ειδικός Κλάδος εισβάλλει στο διαμέρισμα του Κάλθροπ, βρίσκοντας το διαβατήριό του και ενημερώνουν τον Λεμπέλ, ο οποίος βρίσκεται πολύ κοντά στη σύλληψη του Τσακαλιού, ωστόσο το Τσακάλι κατορθώνει να ξεφύγει την τελευταία στιγμή από το ξενοδοχείο όπου διέμενε και να βρει καταφύγιο στο κάστρο μιας γυναίκας που γνώρισε στο ξενοδοχείο. 'Οταν η ερωμένη του ψάχνει τα πράγματά του και βρίσκει το όπλο, το Τσακάλι τη σκοτώνει και τρέπεται ξανά σε φυγή. Τότε οι Γαλλικές αρχές αποφασίζουν να δημοσιοποιήσουν την ταυτότητα του Τσακαλιού στα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να τον εντοπίσουν άμεσα. Παρόλα αυτά το Τσακάλι μεταμφιέζεται σε Δανό δάσκαλο και παίρνει το τρένο για το Παρίσι.
Το βράδυ της 22ας Αυγούστου 1963, ο Λεμπέλ συμπεραίνει ότι ο δολοφόνος αποφάσισε να δολοφονήσει τον Ντε Γκωλ στις 25 Αυγούστου, την ημέρα επετείου της απελευθέρωσης του Παρισιού κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς συνειδητοποιεί, ο Ντε Γκωλ θα είναι στο Παρίσι και θα εμφανιστεί δημόσια. Πιστεύοντας ότι η έρευνα του Λεμπέλ έχει τελειώσει, ο Υπουργός ενορχηστρώνει ένα τεράστιο ανθρωποκυνηγητό για το Τσακάλι, αποσύρει τον Λεμπέλ– αλλά το Τσακάλι τους διαφεύγει για άλλη μια φορά καθώς κρύβεται σε ένα μπαρ ομοφυλόφιλων, όπου εκεί γνωρίζει έναν ντόπιο και μεταφέρεται στο διαμέρισμά του.
Στις 24 Αυγούστου, ο Υπουργός καλεί ξανά τον Λεμπέλ, αναφέροντας του ότι το Τσακάλι δεν μπορεί να εντοπιστεί. Την επόμενη μέρα, το Τσακάλι, μεταμφιεσμένος σε ανάπηρο βετεράνο πολέμου, περνά από τα σημεία ελέγχου ασφαλείας κρατώντας το όπλο του, που είναι κρυμμένο στα τμήματα μιας πατερίτσας και πηγαίνει σε μια σοφίτα με θέα την Place du 18 Juin 1940, όπου ο Ντε Γκωλ, θα απονέμει μετάλλια σε μια μικρή ομάδα βετεράνων της Αντίστασης.
Καθώς ξεκινά η παρέλαση, ο Λεμπέλ περπατώντας στο δρόμο μαθαίνει από έναν χωροφύλακα για έναν ανάπηρο βετεράνο και συνειδητοποιεί ότι είναι το Τσακάλι και ορμάει στην πολυκατοικία, καλώντας τον χωροφύλακα να τον ακολουθήσει. Εκεί το Τσακάλι ετοιμάζει το όπλο του και στοχοποιεί το κεφάλι του Ντε Γκωλ, αλλά η πρώτη του βολή αστοχεί καθώς ο Πρόεδρος σκύβει απροσδόκητα προς τα εμπρός για να φιλήσει έναν βετεράνο που τιμά. Ο χωροφύλακας πυροβολεί την κλειδαριά της πόρτας και μπουκάρει μέσα καθώς το Τσακάλι ετοιμάζεται να πυροβολήσει ξανά. Τότε το Τσακάλι γυρίζει και σκοτώνει τον χωροφύλακα, με τον Λεμπέλ να αρπάζει το πυροβόλο του χωροφύλακα και να πυροβολεί το Τσακάλι, σκοτώνοντάς τον αμέσως.
Στο Λονδίνο, ο Ειδικός Κλάδος καθαρίζει το διαμέρισμα του Κάλθροπ όταν ο πραγματικός Τσαρλς Κάλθροπ εμφανίζεται. Καθώς διαπιστώνεται ότι ο Κάλθροπ ήταν πραγματικά σε διακοπές στη Σκωτία και δεν έχει καμία σχέση με τον δολοφόνο, οι Βρετανοί μένουν να αναρωτιούνται «αν το Τσακάλι δεν ήταν ο Κάλθροπ, τότε ποιος στο διάολο ήταν;».
Το Τσακάλι θάβεται σε ένα νεκροταφείο του Παρισιού, που έχει καταγραφεί επίσημα ως «άγνωστος ξένος τουρίστας, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Εκτός από έναν ιερέα, έναν αστυνομικό, τον γραμματέα και τους νεκροθάφτες, το μόνο άτομο που παρευρέθηκε στην ταφή είναι ο αστυνομικός επιθεωρητής Κλοντ Λεμπέλ, ο οποίος στη συνέχεια φεύγει για να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Κατά τη διάρκεια των τριών ετών αμέσως πριν από τη συγγραφή του της Μέρας του Τσακαλιού, ο Φρέντερικ Φορσάιθ πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στη Δυτική Αφρική καλύπτοντας τον πόλεμο της Μπιάφρα, πρώτα για το BBC το 1967 και στη συνέχεια για άλλους δεκαοκτώ μήνες ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος το 1968-1969.
Μετά την επιστροφή του στη Βρετανία, το πρώτο του βιβλίο, το "The Biafra Story: The Making of an African Legend" που αναφέρεται στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο η Νιγηρία πολέμησε για να αποτρέψει την απόσχιση της ανατολικής επαρχίας της, εκδόθηκε από την Penguin Books στο τέλη του 1969. [4][5] Προς απογοήτευση του Φορσάιθ ωστόσο, το βιβλίο πούλησε πολύ λίγα αντίτυπα και έτσι με την άφιξη της δεκαετίας του 1970, ο τότε 31χρονος ανεξάρτητος δημοσιογράφος, διεθνής τυχοδιώκτης και κάποτε νεότερος (στα 19 του) πιλότος μαχητικού της RAF βρέθηκε χωρίς δουλειά και αδέκαρος.
Για να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, αποφάσισε έτσι να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη μυθοπλασία γράφοντας ένα πολιτικό θρίλερ.[6][7] Ωστόσο, σε αντίθεση με τους περισσότερους μυθιστοριογράφους, ο Φορσάιθ χρησιμοποιούσε τον ίδιο τύπο ερευνητικών τεχνικών που είχε χρησιμοποιήσει ως ερευνητής ρεπόρτερ για να φέρει μια αίσθηση αυξημένης πραγματικότητας στο έργο του μυθοπλασίας, μια ιστορία που άρχισε να εξετάζει για πρώτη φορά όταν έγραφε το 1962-1963 ενώ αποσπάστηκε στο Παρίσι ως νεαρός ξένος ανταποκριτής του Reuters.[8]
Όταν ο Φορσάιθ έφτασε στο Παρίσι το 1962, ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ είχε μόλις παραχωρήσει την ανεξαρτησία στην Αλγερία για να τερματίσει τον οκταετή πόλεμο της Αλγερίας, μια άκρως αμφιλεγόμενη πράξη που είχε προκαλέσει την οργή της παραστρατιωτικής οργάνωσης κατά της αποαποικιοποίησης Οργάνωσης Μυστικός Στρατός (ΟΑΣ), η οποία στη συνέχεια ορκίστηκε να τον δολοφονήσει. Ο Φορσάιθ έγινε φίλος με αρκετούς από τους σωματοφύλακες του Προέδρου και έμαθε προσωπικά την ενέδρα της αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας τον Αύγουστο του 1962 κατά μήκος της Λεωφόρου της Απελευθέρωσης, κατά την οποία ο Ντε Γκωλ και η σύζυγός του διέφυγαν παραλίγο το θάνατο, καθώς ήταν η πιο σοβαρή από έξι συνολικά απόπειρες που θα έκανε η ΟΑΣ για τη ζωή του.[9]
Ο Φορσάιθ ενσωμάτωσε μια αφήγηση αυτού του πραγματικού γεγονότος για το νέο του μυθιστόρημα, στο οποίο χρησιμοποίησε επίσης πολλές άλλες πτυχές και λεπτομέρειες σχετικά με τη Γαλλία, την πολιτική της, την ΟΑΣ και τη διεθνή επιβολή του νόμου που είχε μάθει κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως ερευνητής δημοσιογράφου.[10][11] Ο Φορσάιθ σημείωσε ότι σχεδόν όλα τα μέλη και οι υποστηρικτές της ΟΑΣ ήταν γνωστά και υπό παρακολούθηση από τις γαλλικές αρχές—ένας βασικός παράγοντας στην αποτυχία των απόπειρων δολοφονίας τους. Στα απομνημονεύματά του "The Outsider" το 2015, ο Φορσάιθ έγραψε ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία σκέφτηκε ότι η ΟΑΣ θα μπορούσε να δολοφονήσει τον Ντε Γκωλ εάν προσλάμβαναν έναν άνδρα ή μια ομάδα που ήταν εντελώς άγνωστοι στις γαλλικές αρχές - μια ιδέα που θα επεκτείνει αργότερα στο Τσακάλι.[12]
Αν και ο Φορσάιθ έγραψε τη Μέρα του Τσακαλιού σε 35 ημέρες τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1970, αυτό παρέμεινε αδημοσίευτο για σχεδόν ενάμιση χρόνο, καθώς αναζητούσε έναν εκδότη πρόθυμο να δεχτεί το χειρόγραφό του περίπου 140.000 λέξεων. Τέσσερις εκδοτικοί οίκοι το απέρριψαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Σεπτεμβρίου επειδή οι εκδότες τους πίστευαν ότι μια φανταστική αφήγηση της ΟΑΣ που προσέλαβε έναν Βρετανό δολοφόνο το 1963 για να σκοτώσει τον Σαρλ ντε Γκωλ δεν θα ήταν εμπορικά επιτυχημένη, δεδομένου του γεγονότος ότι δεν είχε τραυματιστεί ποτέ και, όταν το βιβλίο γράφτηκε, ο Ντε Γκωλ ήταν ακόμη ζωντανός και είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Οι εκδότες ανέφεραν στον Φορσάιθ ότι θεώρησαν ότι αυτά τα πολύ γνωστά γεγονότα ουσιαστικά ακύρωσαν το σασπένς της φανταστικής συνωμοσίας δολοφονίας του εναντίον του Ντε Γκωλ, καθώς οι αναγνώστες θα τη γνώριζαν ήδη και δεν θα μπορούσε να είχε επιτυχία.[13] (Ο Ντε Γκωλ πέθανε από φυσικά αίτια στο εξοχικό του στο Colombey-les-Deux-Églises τον Νοέμβριο του 1970, αφού αποσύρθηκε ειρηνικά).[14][15]
Μετά από αυτές τις απορρίψεις ο Φορσάιθ ακολούθησε μια διαφορετική στρατηγική και έγραψε μια σύντομη περίληψη του μυθιστορήματος για να την παρουσιάσει στους εκδότες, σημειώνοντας ότι η εστίαση δεν ήταν στην αληθοφάνεια της ίδιας της δολοφονίας, αλλά μάλλον στις τεχνικές λεπτομέρειες και το ανθρωποκυνηγητό. Με αυτόν τον τρόπο έπεισε τον εκδοτικό οίκο Hutchinson & Co με έδρα το Λονδίνο να δημοσιεύσουν το μυθιστόρημά του, ωστόσο, συμφώνησαν μόνο σε μια σχετικά μικρή αρχική έκδοση μόλις 8.000 αντιτύπων για την πρώτη του έκδοση των 358 σελίδων. Ο Φορσάιθ υπέγραψε συμβόλαιο για τρία βιβλία: λαμβάνοντας προκαταβολή 500 λιρών για το Τσακάλι, ακολουθούμενη από μια άλλη προκαταβολή 6.000 λιρών για το δεύτερο και το τρίτο μυθιστόρημα.[16] Αν και το βιβλίο δεν ανακοινώθηκε επίσημα από τον Τύπο πριν από την αρχική του δημοσίευση τον Ιούνιο του 1971 στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκτεταμένη συζήτηση από στόμα σε στόμα είχε ως αποτέλεσμα γρήγορες πωλήσεις μετά τη δημοσίευση που οδήγησαν σε επαναλαμβανόμενες πρόσθετες εκδόσεις (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πριν από την επίσημη ημερομηνία έκδοσής του), για να αντιμετωπιστεί η απροσδόκητα ισχυρή ζήτηση των βιβλιοπωλών.[13][17][18]
Η απροσδόκητη επιτυχία του βιβλίου στη Βρετανία προσέλκυσε σύντομα την προσοχή της Viking Press στη Νέα Υόρκη, η οποία απέκτησε γρήγορα τα δικαιώματα έκδοσης των ΗΠΑ για 365.000 δολάρια - ένα πολύ σημαντικό τότε ποσό για ένα τέτοιο έργο και ειδικά για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Αυτές οι αμοιβές (που ισοδυναμούν με περισσότερα από 2.000.000 δολάρια το 2013) μοιράστηκαν εξίσου μεταξύ του Hutchinson και του Φορσάιθ, γεγονός που ανέφερε αργότερα ότι «δεν είχε δει ποτέ χρήματα όπως αυτά και ποτέ δεν πίστευε ότι θα το έκανε». [13][17] Μόλις δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη έκδοση της Viking κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ με τιμή 7,95 δολάρια και με ένα χαρακτηριστικό εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον διάσημο Αμερικανό καλλιτέχνη Πολ Μπέικον.[19]