Συγγραφέας | Άννα Σιούελ |
---|---|
Τίτλος | Black Beauty |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 24 Νοεμβρίου 1877 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Θέμα | children's and youth literature |
Τόπος | Αγγλία |
LC Class | OL15854658W[1], OL35980846W[2] και OL28841657W[3] |
Πρώτη έκδοση | Jarrold |
Αριθμός Σελίδων | 153 |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
«Η Μαύρη Καλλονή» (στο πρωτότυπο: Black Beauty: His Grooms and Companions, the Autobiography of a Horse) είναι ένα μυθιστόρημα του 1877 από την αγγλίδα συγγραφέα Άννα Σιούελ. Γράφτηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής της, κατά τη διάρκεια των οποίων παρέμενε στο σπίτι της ως ανήμπορη[4]. Το μυθιστόρημα έγινε αμέσως best-seller, οπότε η Σιούελ που πέθανε μόλις πέντε μήνες μετά τη δημοσίευσή του πρόλαβε να δει το μοναδικό της μυθιστόρημα να γίνεται επιτυχία. Με πωλήσεις πενήντα εκατομμυρίων αντιτύπων, η «Μαύρη Καλλονή» είναι ένα από τα πιο ευπώλητα βιβλία όλων των εποχών[5].
Ενώ το μυθιστόρημα διδάσκει με ειλικρίνεια την καλή μεταχείριση των ζώων, διδάσκει επίσης πώς να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι με καλοσύνη, συμπάθεια και σεβασμό. Το 2003, το μυθιστόρημα καταγράφηκε 58o στην έρευνα του BBC The Big Read[6].
Αν και η «Μαύρη Καλλονή» θεωρείται παιδικό μυθιστόρημα, η Σιούελ δεν το έγραψε για παιδιά. Έχει πει ότι ο σκοπός της ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που «να προκαλέσει καλοσύνη, συμπάθεια και κατανόηση του χειρισμού των αλόγων[4]», επηρεασμένη από ένα κείμενο για ζώα του Horace Bushnell (1802-1876) που διάβασε νωρίτερα με τίτλο «Essay on Animals». Η συμπονετική της περιγραφή για τα βάσανα των ζώων εργασίας οδήγησε σε μεγάλη ευαισθητοποίηση για την καλή διαβίωση των ζώων και λέγεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάργηση της σκληρής πρακτικής της χρήσης ενός χαλιναριού που χρησιμοποιούνταν για να κρατάει ψηλά το κεφάλι των αλόγων, μια διαδεδομένη και μοντέρνα τακτική στη Βικτωριανή Αγγλία, αλλά επώδυνα και βλαβερά για τον λαιμό του αλόγου[7]. Η «Μαύρη Καλλονή» αναφέρει επίσης την χρήση παρωπίδων στα άλογα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι πιθανό να προκαλέσει ατυχήματα τη νύχτα λόγω κάμψης της ικανότητας του αλόγου «να βλέπει πολύ καλύτερα στο σκοτάδι από ό,τι οι άνθρωποι».
Η Άννα Σιούελ γεννήθηκε στο Γκρέιτ Γιάρμουθ της Αγγλίας. Σε ηλικία 14 ετών έπεσε περπατώντας στο σπίτι από το σχολείο στη βροχή και τραυματίστηκε και στους δύο αστραγάλους[8]. Λόγω αυτού, δεν μπόρεσε να ξαναπερπατήσει ή να σταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο υπόλοιπο της ζωής της. Λόγω της αδυναμίας της να περπατήσει, άρχισε να μαθαίνει για τα άλογα, περνώντας πολλές ώρες μεταφέροντας τον πατέρα της από και προς το σταθμό, από τον οποίο πήγαινε στη δουλειά. Η εξάρτησή της από την μετακίνηση με άλογα ενίσχυσε τον σεβασμό της για αυτά[5]. Η Σιούελ ξεκίνησε να γράφει από τα νεανικά της χρόνια, όταν βοήθησε την μητέρα της, Μαίρη Ράιτ Σιούελ (1797–1884), μια βαθιά θρησκευόμενη, δημοφιλή συγγραφέας νεανικών best-seller, να επιμεληθεί τα έργα της.
Η Άννα Σιούελ δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά. Επισκεπτόμεη ευρωπαϊκά ιαματικά λουτρά, συνάντησε πολλούς συγγραφείς, καλλιτέχνες και φιλάνθρωπους. Το μόνο βιβλίο της ήταν η «Μαύρη Καλλονή», που γράφτηκε μεταξύ 1871 και 1877 στο σπίτι της στο Old Catton. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η υγεία της χειροτέρευε και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η αγαπημένη της μητέρα συχνά την βοηθούσε συχνά με την ασθένειά της. Πούλησε το βιβλίο στους τοπικούς εκδότες, Jarrold & Sons. Το βιβλίο έσπασε τα ρεκόρ πωλήσεων και είναι το «έκτο best seller στην αγγλική γλώσσα[9]». Αφηγούμενη την ιστορία της ζωής ενός αλόγου με τη μορφή αυτοβιογραφίας και περιγράφοντας τον κόσμο μέσα από τα μάτια του αλόγου, η Άννα Σιούελ εγκαινίασε νέο λογοτεχνικό ύφος[7].
Η Σιούελ πέθανε από ηπατίτιδα ή φυματίωση στις 25 Απριλίου 1878, πέντε μόλις μήνες μετά τη δημοσίευση του έργου, αλλά πρόλαβε να δει την αρχική του επιτυχία[8]. Θάφτηκε στις 30 Απριλίου 1878 στο νεκροταφείο των Κουακέρων στο Lammas κοντά στο Μπάξτον του Νόρφολκ, όπου μια ταφόπλακα υποδεικνύει τον τόπο ανάπαυσής της. Το πατρικό της στο Church Plain, Great Yarmouth, είναι πλέον μουσείο[10].
Η ιστορία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σαν αυτοβιογραφία, την ζωή του ομώνυμου αλόγου «Black Beauty», ξεκινώντας από τις ξέγνοιαστες μέρες του ως πουλάρι σε ένα αγγλικό αγρόκτημα με τη μητέρα του, κατόπιν στη δύσκολη ζωή του τραβώντας άμαξες στο Λονδίνο και την ευτυχή απόσυρσή του στην εξοχή. Στην πορεία συναντά πολλές δυσκολίες και αφηγείται πολλές ιστορίες σκληρότητας και καλοσύνης. Κάθε σύντομο κεφάλαιο αφηγείται ένα περιστατικό στη ζωή του, που περιέχει ένα ηθικό μάθημα που σχετίζεται συνήθως με την καλοσύνη, τη συμπάθεια και την κατανόηση της μεταχείρισης των αλόγων, με τις λεπτομερείς παρατηρήσεις της Σιούελ και εκτενείς περιγραφές της συμπεριφοράς των αλόγων που προσδίδουν στο μυθιστόρημα αρκετή ακρίβεια[4].
Το βιβλίο περιγράφει τις συνθήκες των λονδρέζικων αμαξών με άλογα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής δυσκολίας που τους προκαλείται από τα υψηλά τέλη και τους χαμηλούς, εκ του νόμου καθορισμένους ναύλους. Μια υποσημείωση σελίδας σε ορισμένες εκδόσεις αναφέρει ότι αμέσως μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, η διαφορά μεταξύ των αδειών αμαξών 6 ημερών (που δεν μπορούσαν να κινούνται τις Κυριακές) και των αδειών 7 ημερών (που επιτρέπονταν τις Κυριακές) καταργήθηκε και τα τέλη για τέτοιες άδειες μειώθηκαν πολύ.
Η «Μαύρη Καλλονή» θεωρείται μία από τις πρώτες φανταστικές αυτοβιογραφίες ζώων[11]. Αρχικός σκοπός του ήταν να είναι ενημερωτικό λογοτεχνικό έργο για ενήλικες σχετικά με την σκληρότητα της μεταχείρισης των αλόγων και την αποφυγή της, αλλά σήμερα θεωρείται παιδικό βιβλίο[12] που διαβάζεται πλέον από χιλιάδες παιδιά παγκοσμίως[13].
Η Σιούελ χρησιμοποιεί ανθρωπομορφισμό στο έργο της. Το κείμενο υποστηρίζει την δικαιότερη μεταχείριση των αλόγων στη βικτοριανή Αγγλία.Την ιστορία αφηγείται το ίδιο το άλογο και έτσι οι αναγνώστες λαβαίνουν αναμφισβήτητη πληροφόρηση από πρώτο χέρι για το πώς υπέφεραν τα άλογα από την κακομεταχείρισή τους από ανθρώπους με περιοριστικά εργαλεία, όπως χαλινάρια, καθώς και διαδικασίες όπως η αποκοπή των ουρών τους. Για παράδειγμα, το άλογο Τζίντζερ περιγράφει τα αποτελέσματα του χαλιναριού στη Μαύρη Καλλονή, λέγοντας «... είναι τρομερό... ο λαιμός σου πονάει μέχρι που να μην ξέρεις πώς να το αντέξεις... πονάει η γλώσσα και το σαγόνι μου και το αίμα από τη γλώσσα μου καλύπτει τον αφρό που βγαίνει από τα χείλη μου[14]». Η Tess Cosslett επισημαίνει ότι η ιστορία της «Μαύρης Καλλονής» είναι δομημένη με τρόπο που τον κάνει παρόμοιο με αυτόν που υπηρετεί. Τα άλογα στο κείμενο έχουν αντιδράσεις, συναισθήματα και χαρακτηριστικά, όπως αγάπη και πίστη, που είναι παρόμοια με αυτά των ανθρώπων. Η Cosslett τονίζει ότι, ενώ η «Μαύρη Καλλονή» δεν είναι το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε ως αυτοβιογραφία ζώων, είναι εντούτοις ένα μυθιστόρημα που «επιτρέπει στον αναγνώστη να γλιστρήσει στη συνείδηση των αλόγων, θολώνοντας τη διαφορά ανθρώπου / ζώου[15]». Ο Dwyer λέει ότι «στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα η ανησυχία για την καλή διαβίωση των ζώων μετριαζόταν συχνά για λόγους χρησιμότητας», υπονοώντας ότι αυτά τα ζώα (τα άλογα) χρησιμοποιούνταν απλώς για να κάνουν τη δουλειά με οποιονδήποτε τρόπο και όχι ότι δαιμονοποιούνταν[16].
Η πρώτη δημοσίευση του 1877, τα τελευταία χρόνια της ζωής της Σιούελ, πούλησε πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως σε 50 διαφορετικές γλώσσες[17]. Η διαφορετική του προσέγγιση προκάλεσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων να μιλήσουν για την καλή μεταχείριση των αλόγων και την εφαρμογή της νομοθεσίας[18]. Σύμφωνα με τη Σιούελ, η διάδοση πληροφοριών για την κακομεταχείριση των αλόγων ήταν ο αρχικός της στόχος[4]. Αν και η νέα οπτική θεωρήθηκε καλή για ορισμένους, δημιούργησε πρόβλημα σε άλλους, όπως τους ιδιοκτήτες αλόγων και αυτών που πουλούσαν εξοπλισμό για άλογα (χαλινάρια, παρωπίδες[19]). Για άλλους λόγους, το μυθιστόρημα απαγορεύτηκε σε ορισμένες χώρες, όπως η Νότια Αφρική, επειδή περιείχε τις λέξεις «Μαύρη» και «Καλλονή» σε συνδυασμό, πράγμα που αντέβαινε στις απαγορεύσεις του καθεστώτος απαρτχάιντ για τους Αφρικανούς ιθαγενείς[20].
Με τη δημοσίευση του βιβλίου, πολλοί αναγνώστες ευαισθητοποιήθηκαν για τα βάσανα των αλόγων που θυματοποιούνταν, τα συμπάθησαν και ήθελαν την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν την μεταχείρισή τους. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, ένα εκατομμύριο αντίγραφά του κυκλοφόρησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες[21]. Επιπλέον, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων διένειμαν συχνά αντίγραφα του μυθιστορήματος σε οδηγούς αλόγων και σε εργάτες σταύλων[22]. Η περιγραφή του χαλιναριου για την ανόρθωση του κεφαλιού των αλόγων προκάλεσε τόση οργή και ενσυναίσθηση από τους αναγνώστες, που η χρήση του όχι μόνο καταργήθηκε στη Βικτωριανή Αγγλία, αλλά αυξήθηκε σημαντικά το δημόσιο ενδιαφέρον για τη νομοθεσία κατά της κακομεταχείρισης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αναμφισβήτητα επιβλαβείς κοινωνικές πρακτικές σχετικά με τη χρήση αλόγων στη Μαύρη Καλλονή ενέπνευσαν την ανάπτυξη νομοθεσίας σε διάφορα κράτη που καταδίκαζαν τέτοιες καταχρηστικές συμπεριφορές έναντι των ζώων[23].
Ο αντίκτυπος του μυθιστορήματος αναγνωρίζεται πολύ έως σήμερα. Στην Εγκυκλοπαίδεια των Δικαιωμάτων των Ζώων και της Ευημερίας των Ζώων, ο Bernard Unti αποκαλεί τη Μαύρη Καλλονή «το πιο σημαντικό μυθιστόρημα όλων των εποχών κατά της κακομεταχείρισης[24]». Έχουν γίνει επίσης συγκρίσεις μεταξύ της Μαύρης Καλλονής και του πιο σημαντικού μυθιστορήματος κοινωνικής διαμαρτυρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, της Καλύβας του Μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, λόγω του ισχυρού βαθμού οργής και διαμαρτυρίας που πυροδότησαν και τα δύο μυθιστορήματα στην κοινωνία.