Συγγραφέας | Όσκαρ Ουάιλντ |
---|---|
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1898 |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιν είναι ποίημα του Όσκαρ Γουάιλντ, που γράφηκε κατά την αυτοεξορία του, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του από την φυλακή του Ρέντιν, στις 19 Μαρτίου του 1897 (Reading Goal, το οποίο προφέρεται Ρέντιν Τζέιλ), στο Μπερνεβάλ Λε Γκραν, κοντά στη Ντιέπ της Νορμανδίας. Ο Γουάϊλντ είχε φυλακιστεί για διαφθορά των νέων σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα.
Κατά τον εγκλεισμό του Γουάιλντ, στις 7 Ιουλίου 1896, πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση δι' απαγχονισμού του στρατιώτη της Αγγλικής Βασιλικής Ιππικής Φρουράς Charles Thomas Woolridge που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τον φόνο της συζύγου του, κόβοντας με ξυράφι τον λαιμό της. Το ποίημα ξεκινά από αυτή την πραγματική ιστορία και καταλήγει στη συμβολική ταυτοποίηση του συνόλου των φυλακισμένων.[1] Δεν γίνεται προσπάθεια να εκτιμηθούν η δικαιοσύνη και οι νόμοι που τους καταδίκασαν, αλλά τονίζεται η αποκτήνωση της τιμωρίας που οι καταδικασμένοι μοιράζονται μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ο ποιητής ταυτίζει τον εαυτό του με τον μελλοθάνατο, αφού κι αυτός είχε χωρίσει από τη γυναίκα του και τα παιδιά του, στον στίχο "Μα ο καθένας από μας σκοτώνει ό, τι αγαπάει".
Ο συγγραφέας υιοθέτησε προλεταριακό τύπο μπαλάντας, που αποτελείται από 109 στροφές έξη γραμμών σε 8-6-8 ή 6-8-6 συλλαβές[2] και a-b-c-b-d-b[3] . Κάποιες στροφές ενσωματώνουν ρυθμό και κάποιες οχτασύλλαβους στίχους.
Όταν έφθασε στη Γαλλία, ο Γουάιλντ επιβίωνε μ' ένα μικρό επίδομα που του έδινε η σύζυγός του, Κονστάνς Λόϋντ, και προσπαθούσε να βρει άλλες πηγές εισοδήματος. Έχοντας καταρρακωθεί πλέον από την εμπειρία της φυλάκισής του, είχε προτείνει να δημοσιευτεί το ποίημα στο Reynold's magazine, που κυκλοφορούσε ευρέως στον υπόκοσμο, αφού πίστευε ότι ανήκε πλέον εκεί και θα διαβαζόταν από «ισάξιούς» του. Έλεγε πως θα ήταν μια νέα εμπειρία γι' αυτόν[4]. Όμως ο Ρόμπι Ρος, ο φίλος και λογοτεχνικός ατζέντης του, δεν του το επέτρεψε. Αφού ήρθε σ' επαφή με αρκετούς εκδότες, έπεισε τον Γουάϊλντ να στείλει ένα προσχέδιο στον εκδότη Λέοναρντ Σμίθερς, τον Αύγουστο του 1897, ο οποίος ενθουσιάστηκε και ήρθε σ' επαφή με τον σκιτσογράφο Όμπρεϋ Μπίρντσλι για να εκτελέσει την εικονογράφηση που τελικά δεν έγινε.
Κατόπιν υπήρξε πολλαπλή και έντονη αλληλογραφία μεταξύ συγγραφέα και εκδότη, καθότι ότι ο πρώτος διόρθωνε και την ίδια στιγμή προέκτεινε το ποίημα. Ταυτόχρονα επέβλεπε την επιλογή, το μέγεθος γραμματοσειράς αλλά και την σελιδοποίηση παρ' όλο που και το τυπογραφείο που το είχε αναλάβει ζητούσε αλλαγές - από φόβο να μην αναγνώριζε τον εαυτό του ο γιατρός της φυλακής στον στίχο «ενώ ο γιατρός με τα κάπως σαρκώδη χείλη», και συμφωνήθηκε να αλλαχθεί σε «κάποιος γιατρός...». Όπως είπε ένας βιογράφος του, ο Ingleby, «Ποτέ κάποιο ποίημα δεν είχε διορθωθεί τόσο, δεν είχε περικοπεί και δεν είχε λουστραριστεί ξανά και ξανά, όσο αυτή η φωνή από το κελί της φυλακής»[5].
Άλλη αλλαγή στη 2η έκδοση είναι : ενώ στη 1η έκδοση ο στίχος ήτανε «Και το βήμα του ήταν ελαφρύ», στη 2η έγινε «Και το βήμα του έμοιαζε ελαφρύ». Τέτοιες μικρές αλλαγές έγιναν μέχρι και την 7η έκδοση, την τελευταία που έγινε από τον Λέοναρντ Σμίθερς. Από κει και πέρα έγιναν πάμπολλες ανατυπώσεις [6] και επειδή ο Λέοναρντ Σμίθερς είχε κρατήσει τις πλάκες, γίνεται υπόθεση πως αυτές γίνονταν με αίτηση του συγγραφέα.
Στην πραγματικότητα, η πρώτη έκδοση - η οποία δεν ήταν σίγουρο πως θα ξανατυπωνόταν - είχε σχεδιαστεί για 400 αντίτυπα, αλλά μόλις ο συγγραφέας υπολόγισε το κόστος, συνειδητοποίησε πως ακόμα και αν πωλούνταν όλα, δεν θα κάλυπταν το κόστος, επέμενε και έτσι ο Λέοναρντ Σμίθερς είπε στον τυπογράφο να διπλασιάσει τα αντίτυπα και να κρατήσει τις πλάκες εκτύπωσης, σε περίπτωση που ανατυπωνόταν. Καθώς η μέρα της κυκλοφορίας έφτανε, ο συγγραφέας πανικοβλήθηκε και έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να πουλήσει τα δικαιώματά του παίρνοντας άμεσα μετρητά. Τελικά δεν κατάφερε τίποτα. Μέσα σε δέκα μέρες πουλήθηκαν όλα τα βιβλία και τα επόμενα επίσης για 1 χρόνο περίπου.
Ο συγγραφέας δεν παραδεχόταν το εμφανές λάθος που είχε κάνει στην πρώτη γραμμή του ποιήματος, στον πρώτο στίχο, στο σημείο που έλεγε: «δεν φορούσε το πορφυρό του το παλτό» ενώ ο Charles Thomas Woolridge, ο οποίος ανήκε στην Βασιλική Ιππική Φρουρά, φορούσε μπλε στολή. Μπορεί πάραυτα να θεωρηθεί ποιητική αδεία ως συνδυασμός του ενδύματος με το αίμα και το κρασί.
Λέγεται πως ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από το IXο ποίημα του Α.Ε. Housman «A Shropsire Lad» που αναφέρεται στον απαγχονισμό κάποιων εγκλείστων. Ένα απόσπασμα του ποιήματος του Α.Ε. Housman είναι:
«Μας κρέμασαν τώρα στη φυλακή του Σρούμπερυ, και οι σφυρίχτρες ακούγονται απεγνωσμένες.Τα τραίνα τρίζουν όλη νύχτα στις ράγες για τους ανθρώπους που την αυγή πεθαίνουν».
Επίσης αρκετά κομμάτια του ποιήματος έγιναν γνωστά όπως «Όλοι οι άνθρωποι σκοτώνουν ό,τι αγαπούν» το οποίο μπορεί να είναι παρμένο από τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ μόνο που εδώ ο στίχος είναι ερωτηματικός. Δεν υπάρχουν όμως αρκετά στοιχεία για την επιβεβαίωση των λεγομένων αυτών.
Ο ζωγράφος François Heaulme εμπνεύστηκε από το ποίημα της «Μπαλάντας» και έδωσε μια σειρά από πίνακες. Ένα απ' αυτά είναι και το «La ballade de la Geôle de Reading» του 2002
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).
|isbn=
value: invalid character (βοήθεια).