Η Σταχτοπούτα | |
---|---|
Η αφίσα της παράστασης στη Σκάλα του Μιλάνου το φθινόπωρο του 1817 | |
Πρωτότυπος τίτλος | La Cenerentola |
Γλώσσα πρωτοτύπου | Ιταλικά |
Μουσική | Τζοακίνο Ροσσίνι |
Λιμπρέτο | Γιάκοπο Φερρέττι |
Πράξεις | 2 |
Πρεμιέρα | 25 Ιανουαρίου 1817 |
Θέατρο | Θέατρο Βάλλε, Ρώμη |
Η Σταχτοπούτα είναι είναι μια δίπρακτη όπερα του Τζοακίνο Ροσσίνι σε λιμπρέτο του Γιάκοπο Φερρέττι. Ο πλήρης τίτλος είναι Η Σταχτοπούτα ή Ο θρίαμβος της καλοσύνης. Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας δόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1817 στο Θέατρο Βάλλε της Ρώμης
Το θέμα της όπερας βασίστηκε στο διάσημο παραμύθι Σταχτοπούτα του Σαρλ Περώ, αφαιρώντας τα φανταστικά στοιχεία, αλλά ο Γιάκοπο Φερρέττι χρησιμοποίησε άλλα δύο λιμπρέτα όπερας: τη Cendrillon (1810, του Νικόλας Ίσουαρντ σε λιμπρέτο του Σαρλ Γκιγιόμ Ετιέν) και την Αγκατίνα (1814, του Στέφανο Παβέζι σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Φιορίνι).[1] Ο Φερρέττι ολοκλήρωσε το λιμπρέτο σε είκοσι δύο μέρες.
Ο Ροσσίνι συνέθεσε το έργο σε περίπου τρεις εβδομάδες και, όπως έκανε και άλλες φορές, εμπιστεύτηκε σε έναν βοηθό (στην προκειμένη περίπτωση τον Λούκα Αγκολίνι) τη σύνθεση των ρετσιτατίβο σέκο, της άριας του Αλιντόρο Vasto teatro è il mondo, της Κλορίντα Sventurata! Mi credea και της χορωδίας Ah, della bella incognita. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1817 στο Θέατρο Βάλλε της Ρώμης. Τον ρόλο της πρωταγωνίστριας τραγούδησε η Γκελτρούντε Ριγκέττι, η οποία είχε αναλάβει το ρόλο της Ροζίνας στην παγκόσμια πρεμιέρα του Κουρέα της Σεβίλλης. Το ντεμπούτο της όπερας, ήταν μια αποτυχία, αλλά μετά από μερικές παραστάσεις, η όπερα έγινε πολύ δημοφιλής και επαναλήφθηκε αρκετές φορές στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Στη συνέχεια όμως το έργο έπεσε στη λήθη και μόνο πρόσφατα κάποιες μέτζο-σοπράνο μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δύσκολου ρόλου της Σταχτοπούτας.
Όπως είχε κάνει σε άλλες περιπτώσεις, ο Ροσσίνι χρησιμοποίησε την τεχνική του αυτοδανεισμού, δηλαδή πήρε τη μουσική για μερικά κομμάτια από έργα που είχε συνθέσει παλαιότερα, για παράδειγμα, το ροντώ της Αντζελίνας είναι παρμένο από την άρια του κόμη του Αλμαβίβα Cessa di più resistere του Κουρέα της Σεβίλλης. Η πρακτική αυτή εθεωρείτο καθ' όλα νόμιμη, αφού ο συνθέτης επεξεργαζόταν το υλικό πριν το εντάξει στη νέα του παρτιτούρα.[2]
Για το ανέβασμα του έργου το 1821 στο Θέατρο Απόλλων της Ρώμης, έχοντας στη διάθεσή του τον εξαιρετικό βαθύφωνο Gioacchino Moncada, ο Ροσσίνι αντικατέστησε την άρια του Αλιντόρο που συνέθεσε ο Αγκολίνι με μια μεγάλη βιρτουόζικη άρια (Là del ciel nell'arcano profondo), και αυτή πλέον χρησιμοποιείται στις σύγχρονες παραστάσεις. Αυτή η επιλογή ανεβάζει τον ρόλο του Αλιντόρο σε πρώτο επίπεδο, ενώ στην αρχική εκδοχή ήταν κάτι περισσότερο από δευτεραγωνιστής.
Η όπερα κινείται σε ρομαντικό και συναισθηματικό κλίμα. Πίσω από το αίσιο τέλος που πλαισιώνεται από ένα θετικό μήνυμα καλοσύνης και συγχώρεσης, το οποίο υποστηρίζεται από μια γιορταστική και ενθουσιώδη μουσική, υπάρχει ωστόσο ένα λεπτό μελαγχολικό πέπλο: στον κόσμο της αριστοκρατίας, που βρίσκεται σε αποσάθρωση, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι όλο και πιο ψευδείς και δυσκολότερες οι κοινωνικές ισορροπίες.[3]
Η μουσική γραφή είναι είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του Μπελ κάντο, είναι δηλαδή ιδιαίτερα περίτεχνη, απόδειξη μεγάλης δεξιοτεχνίας. Κυριαρχεί στην παρτιτούρα ένας μεγάλος αριθμός συνόλων, από το κουαρτέτο μέχρι το σεπτέτο, ενίοτε υποστηριζόμενα από την προσθήκη της χορωδίας, που σηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, την αδυναμία των χαρακτήρων να κατανοήσουν την εξέλιξη της πλοκής, όπως για παράδειγμα το σεξτέτο της Β' Πράξης Questo è un nodo avviluppato..., ίσως το πιο γνωστό κομμάτι του έργου. Η πρωτότυπη παρτιτούρα της Σταχτοπούτας φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Φιλαρμονικής Ακαδημίας στη Μπολόνια.[4]
Ρόλος | Είδος φωνής | Ερμηνευτές παγκόσμιας πρεμιέρας 25 Ιανουαρίου 1817 Διευθυντής ορχήστρας: Τζοακίνο Ροσσίνι |
---|---|---|
Αντζελίνα (Σταχτοπούτα) | Κοντράλτο ή μέτζο-σοπράνο | Geltrude Righetti |
δον Ραμίρο, Πρίγκιπας του Σαλέρνο | τενόρος | Giacomo Guglielmi |
Νταντίνι, υπηρέτης του πρίγκιπα | Βαρύτονος | Giuseppe de Begnis |
δον Μανίφικο, πατριός της Σταχτοπούτας | Βαθύφωνος | Andrea Verni |
Αλιντόρο, παιδαγωγός του πρίγκιπα | Βαθύφωνος | Zenobio Vitarelli |
Κλορίντα, η μεγάλη κόρη του δον Μανίφικο | σοπράνο | Caterina Rossi |
Θίσβη, η μικρότερη κόρη του δον Μανίφικο | μέτζο-σοπράνο | Teresa Mariani |
Αυλικοί από το παλάτι του πρίγκιπα | Τενόροι, βαθύφωνοι |
Στην υπόθεση υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με το πασίγνωστο παραμύθι: η κακιά μητριά έχει αντικατασταθεί από έναν πατριό, τον δον Μανίφικο, η νονά-νεράιδα έχει αντικατασταθεί από τον Αλιντόρο, παιδαγωγό του Πρίγκιπα. Η Σταχτοπούτα δεν αναγνωρίζεται από το γυάλινο γοβάκι αλλά από το βραχιόλι της. Τα υπερφυσικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν παραδοσιακά την ιστορία της Σταχτοπούτας αφαιρέθηκαν από το λιμπρέτο απλώς για ευκολία στη σκηνοθεσία.
Χρόνος: Τέλη 18ου αιώνα – αρχές 19ου αιώνα
Τόπος: Σαλέρνο (Ιταλία)
Στο σπιτικό του βαρόνου δον Μανίφικο ζουν οι κόρες του Κλορίντα και Θίσβη και μαζί τους, η Αντζελίνα, κόρη της μακαρίτισσας της γυναίκας του από τον πρώτο της γάμο. Η Κλορίντα και η Θίσβη, αυτοθαυμάζονται και καμαρώνουν τους εαυτούς τους μπροστά στον καθρέφτη. Η Αντζελίνα τραγουδά ένα μελαγχολικό τραγούδι (Una volta c'era un re) και οι δυο αδελφές την αποπαίρνουν. Εμφανίζεται ένας ζητιάνος που ζητά ελεημοσύνη, αυτός ο ζητιάνος άλλος δεν είναι από τον Αλιντόρο, παιδαγωγό του πρίγκιπα δον Ραμίρο. Έχει μεταμφιεστεί σε ζητιάνο γιατί ο πρίγκιπας ψάχνει σύζυγο και ο παιδαγωγός του θέλει να διερευνήσει τη συμπεριφορά των κοριτσιών. Οι δυο αδελφές τον διώχνουν κακήν κακώς, αφοσιωμένες καθώς είναι στην επιλογή των ρούχων που θα φορέσουν στο χορό που δίνει ο πρίγκιπας, ενώ η Αντζελίνα του φέρεται ευγενικά και του δίνει κρυφά λίγο καφέ. Ο Αλιντόρο την ευχαριστεί και φεύγει, ενώ μερικοί ιππότες αναγγέλλουν την άμεση άφιξη του πρίγκιπα.
Μπαίνει στη σκηνή ο δον Μανίφικο, οι κόρες του τον ενημερώνουν για την άφιξη του πρίγκιπα και αυτός τους συστήνει να προσέξουν τη συμπεριφορά τους και το ντύσιμό τους (Miei rampolli femminini). Τότε μπαίνει στη σκηνή ο δον Ραμίρο μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη, έχει ανταλλάξει ρούχα με τον υπηρέτη του τον Νταντίνι για να περάσει από δοκιμασία τα κορίτσια. Μόνο η Σταχτοπούτα του δίνει σημασία και ανάμεσα στους δυο νέους ανθίζει ο έρωτας (Un soave non so che). Εμφανίζεται ο Νταντίνι, που προσποιείται τον πρίγκιπα και τους ξεγελά όλους (Come un'ape ne' giorni d'aprile), έτσι οι δυο ανυποψίαστες αδελφές τον κανακεύουν και τον πολιορκούν. Η Αντζελίνα ζητά από τον πατριό της να πάει και αυτή στο χορό αλλά ο δον Μανίφικο την αποπαίρνει. Ο Αλιντόρο αποφασίζει να τη βοηθήσει.
Στο μεταξύ στο παλάτι ο Ραμίρο και ο Νταντίνι σχολιάζουν τις κόρες του βαρόνου και αποφασίζουν να τις περάσουν από δοκιμασία. Οι δυο αδελφές σνομπάρουν το κόρτε του μεταμφιεσμένου πρίγκιπα. Εμφανίζεται μια κοπέλα με υπέροχο ντύσιμο, είναι η Αντζελίνα, που ντύθηκε με τη βοήθεια του Αλιντόρο. Η Κλορίντα και η Θίσβη παρατηρούν μια κάποια ομοιότητα με την αδελφή τους, το ίδιο και ο πατέρας τους, όμως οι υποψίες τους δεν επιβεβαιώνονται. Ο Νταντίνι τους καλεί όλους να κάτσουν για το δείπνο αλλά η ατμόσφαιρα είναι παράξενη: όλοι φοβούνται ότι το όνειρό τους θα χαθεί.
Ο δον Μανίφικο αναγνωρίζει την Σταχτοπούτα, πάντως είναι σίγουρος ότι ο πρίγκιπας θα διαλέξει ή την Κλορίντα ή την Θίσβη και φανερώνει στις δυο του κόρες ότι διασπάθισε όλη την περιουσία της Αντζελίνας για να ζουν οι κόρες του στα πλούτη και στα λούσα. Στο μεταξύ η Σταχτοπούτα, ενοχλημένη από τον Νταντίνι που τη φλερτάρει, αποκαλύπτει ότι είναι ερωτευμένη με τον υπηρέτη. Ο Ραμίρο πετάει στα σύννεφα από τη χαρά του αλλά η Αντζελίνα του δίνει ένα βραχιόλι και του λέει πως, αν θέλει να γίνει ο αγαπημένος της, θα πρέπει να τη βρει και να της το επιστρέψει. Αυτός μετά τη φυγή της Σταχτοπούτας, ορκίζεται ότι θα την βρει (Sì, ritrovarla io giuro). Ο Νταντίνι αποκαλύπτει στον δον Μανίφικο την πραγματική του ταυτότητα, κάτι που προκαλεί τον θυμό και την αγανάκτηση του δον Μανίφικο και έξαλλος επιστρέφει σπίτι του.
Η Σταχτοπούτα βρίσκεται στο σπίτι και αναπολεί τις μαγικές στιγμές που έζησε στο χορό. Καταφθάνουν ο πατριός της με τις κόρες του, γεμάτοι θυμό για την αποκάλυψη του Νταντίνι. Αμέσως μετά ξεσπά μια καταιγίδα και η άμαξα του πρίγκιπα χαλάει (εξαιτίας της καταιγίδας και του Αλιντόρο) μπροστά στο σπίτι τους. Ο Ραμίρο και ο Νταντίνι μπαίνουν στο σπίτι και ζητούν φιλοξενία. Ο δον Μανίφικο, που σκέπτεται ακόμη ότι θα καταφέρει να παντρέψει τον πρίγκιπα με μια από τις δυο του κόρες, διατάζει τη Σταχτοπούτα να φέρει το βασιλικό κάθισμα στον πρίγκιπα και η Αντζελίνα το προσφέρει στον Νταντίνι, μη γνωρίζοντας ότι δεν είναι αυτός ο πρίγκηπας. Ο βαρόνος της υποδεικνύει τον Ραμίρο και τότε οι δυο νέοι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Οι συγγενείς, έξαλλοι, απειλούν τη Σταχτοπούτα. Ο Ραμίρο και ο Νταντίνι την υπερασπίζονται και υπόσχονται εκδίκηση και βαριές τιμωρίες για την οικογένεια του δον Μανίφικο. Η Σταχτοπούτα επικαλείται τον οίκτο του πρίγκιπα, που είναι πια ο μέλλων σύζυγός της και λέει ότι η εκδίκησή της θα είναι η συγχώρεσή τους. Καταφθάνει και ο Αλιντόρο, που δηλώνει περιχαρής για την τύχη της Αντζελίνας. Η Κλορίντα πεισμώνει με τα λόγια του Αλιντόρο, η Θίσβη όμως προτιμά να αποδεχτεί την Σταχτοπούτα ως πριγκίπισσα. Στο τέλος, η Σταχτοπούτα, που έχει ανέβει πια στο θρόνο, παραχωρεί συγχώρεση στον πατριό της και τις κόρες του, οι οποίοι συγκινημένοι την αγκαλιάζουν και τη διαβεβαιώνουν πως κανένας θρόνος δεν είναι αντάξιός της, σφραγίζοντας τον θρίαμβο της καλοσύνης με ένα ροντώ (Nacqui all'affanno')'.[5]