Ο Τσώσερ ως προσκυνητής, από εικονογραφημένο χειρόγραφο των αρχών του 15ου αιώνα | |
Γλώσσα | Μέση αγγλική γλώσσα |
---|---|
Μορφή | ποίημα |
Προηγούμενο | Η ιστορία της ηγουμένης |
Επόμενο | Η ιστορία του Μελιμπέα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ιστορία του σερ Τοπάζ (αγγλικός τίτλος: Sir Thopas) είναι μια από τις 24 ιστορίες που διηγούνται οι προσκυνητές στις Ιστορίες του Καντέρμπερυ (1387-1400) του Τζέφρυ Τσώσερ. Την αφηγήθηκε ο φανταστικός Τζέφρυ Τσώσερ - ο οποίος γίνεται χαρακτήρας στο δικό του έργο και ταξιδεύει με τους άλλους προσκυνητές για τον καθεδρικό ναό του Καντέρμπερυ. Αναφέρεται στις περιπέτειες του ιππότη σερ Τοπάζ που ερωτεύτηκε μια νεράιδα-βασίλισσα και την προσπάθειά του να τη βρει.[1]
Η ιστορία είναι μία από τις δύο, η άλλη είναι η Ιστορία του Μελιμπέα, που αφηγείται ο φανταστικός Τσώσερ, ο οποίος παρουσιάζεται ως ένας από τους προσκυνητές που ταξιδεύουν στο ιερό του Τόμας Μπέκετ στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπερυ. Οι προσκυνητές συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό αφήγησης με συντονιστή τον πανδοχέα Χάρι Μπέιλι, ο νικητής του οποίου θα απολαύσει ένα δωρεάν γεύμα στο πανδοχείο του κατά την επιστροφή τους.
Η προηγούμενη αφήγηση ήταν Η ιστορία της ηγουμένης, που αναφέρονταν στη φρικτή δολοφονία ενός παιδιού. Θέλοντας να διασκεδάσει τη ζοφερή διάθεση που προξένησε αυτή η ιστορία στους προσκυνητές, ο πανδοχέας χαιρετίζει τον Τσώσερ, τον αποκαλεί «Σκέτος κούκλος για αγκάλιασμα από τις κυρίες, λεπτός και νοστιμούλης» [2]και συγχρόνως λέει ότι φαίνεται ονειροπαρμένος. Στη συνέχεια τον παροτρύνει να αφηγηθεί μια εύθυμη ιστορία. Ο Τσώσερ παραδέχεται ότι δεν ξέρει ιστορίες εκτός από μια που άκουσε «πολύ καιρό πριν» και αρχίζει να τη διηγείται.[3]
Το πορτρέτο που επιφύλαξε για τον εαυτό του ο Τσώσερ δεν είναι κολακευτικό. Παρουσιάζεται ως αδέξιος αφηγητής που μόλις και μετά βίας μπορεί να θυμηθεί μια ιστορία. Σε σύγκριση με τους άλλους ταξιδιώτες, είναι διστακτικός και μάλλον απρόθυμος να μιλήσει.
Ο σερ Τοπάζ είναι ένας ευγενής ιππότης, καταξιωμένος τοξότης και επιδέξιος πολεμιστής από τη Φλάνδρα με θαυμαστό ταλέντο του στο κυνήγι. Μια μέρα, ενώ περπατούσε μέσα στο δάσος, το τραγούδι της τσίχλας τον εμπνέει έρωτα για μια νεράιδα-βασίλισσα. Ο ιππότης ξεκινά αμέσως να αναζητήσει μια τέτοια κυρία, αλλά ένας γίγαντας, ο σερ Όλιφντ, του εμποδίζει την είσοδο στη χώρα της Νεράιδας. Ο ιππότης δεν εγκαταλείπει και δέχεται τη μονομαχία. Ωστόσο, καθώς δεν φορούσε την πανοπλία του την ώρα της συνάντησης, ανέβαλε την αναμέτρηση για την επόμενη μέρα. Ο γίγαντας του εκτοξεύει πέτρες με τη σφεντόνα του αλλά ο ιππότης τις αποφεύγει και επιστρέφει σπίτι. Πίσω στην πόλη, οργανώνει μια διασκέδαση με τους συντρόφους του καθώς ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον γίγαντα.[4]
Η ιστορία συνεχίζει σε αυτό το πνεύμα με άπειρες κουραστικές μικρολεπτομέρειες αλλά δεν προχωρά περαιτέρω, γιατί ο πανδοχέας δεν αντέχει άλλο και τον διακόπτει με αγένεια στη μέση μιας στροφής: «Έλεος, για όνομα του Θεού, σταμάτα....». Ο Τσώσερ τον ρωτά γιατί δεν τον αφήνει να πει την ιστορία του, αφού είναι ό,τι καλύτερο ξέρει, και ο οικοδεσπότης του εξηγεί ότι η ρίμα του δεν αξίζει. Ζητά μια καλύτερη ιστορία, σε πεζό, που θα κάνει τους προσκυνητές να διασκεδάσουν. Ο Τσώσερ συμμορφώνεται και αρχίζει την Ιστορία του Μελιμπέα.