![]() Εικονογράφηση του Σίντνεϊ Πάτζετ (1893) | |
Συγγραφέας | Άρθουρ Κόναν Ντόιλ |
---|---|
Εικονογράφος | Σίντνεϊ Πάτζετ |
Τίτλος | The Adventure of the Yellow Face |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1893 |
Μορφή | διήγημα |
Σειρά | Οι αναμνήσεις του Σέρλοκ Χολμς[1] Εργογραφία του Σέρλοκ Χολμς |
LC Class | OL20571966W[2] |
Προηγούμενο | Η περιπέτεια του χάρτινου κουτιού |
Επόμενο | Η περιπέτεια του χρηματιστηριακού υπαλλήλου |
Δημοσιεύθηκε στο | Οι αναμνήσεις του Σέρλοκ Χολμς |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Η περιπέτεια του ωχρού προσώπου (αγγλικός τίτλος: The Adventure of the Yellow Face), επίσης σε ελληνικές μεταφράσεις Το κίτρινο πρόσωπο, είναι ένα από τα πενήντα έξι διηγήματα του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ με ήρωα τον ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο βρετανικό περιοδικό The Strand τον Φεβρουάριο του 1893 και είναι το τρίτο διήγημα της συλλογής Οι αναμνήσεις του Σέρλοκ Χολμς που εκδόθηκε το 1893 στην Αγγλία.[3]
Η ιστορία είναι αξιοσημείωτη για δύο λόγους: είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου οι προβλέψεις του Σέρλοκ Χολμς αποδεικνύονται λανθασμένες, και για την εξαιρετικά φιλελεύθερη για τη δεκαετία του 1890 αντιμετώπιση των διαφυλετικών γάμων και των μιγάδων.
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, ο Σέρλοκ Χολμς επιστρέφει στο σπίτι του από μια βόλτα με τον δρ Γουάτσον και διαπιστώσει ότι τον επισκέφθηκε κάποιος, ο οποίος φεύγοντας ξέχασε την πίπα του. Ο Χολμς συμπεραίνει ότι ο άνθρωπος ήταν ταραγμένος, επίσης ότι ήταν μυώδης, αριστερόχειρας, είχε εξαιρετικά δόντια, ήταν απρόσεκτος στις συνήθειές του και ευκατάστατος. Κανένα από αυτά τα συμπεράσματα δεν έχουν σχέση με την ιστορία: είναι απλώς ασκήσεις του Χολμς.
Όταν ο επισκέπτης, ο κύριος Γκραντ Μάνροου επιστρέφει, ο Χολμς και ο Γουότσον ακούνε την υπόθεση που τον απασχολεί και έχει σχέση με τη σύζυγό του Έφη. Τους εξηγεί ότι η γυναίκα είχε παντρευτεί στο παρελθόν στην Αμερική, αλλά ο σύζυγος και το παιδί της είχαν πεθάνει από κίτρινο πυρετό, οπότε επέστρεψε στην Αγγλία και γνώρισε και παντρεύτηκε τον Μάνροου. Ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος, λέει ο άνδρας, μέχρι λίγο καιρό πριν, όταν η γυναίκα του ζήτησε εκατό λίρες και τον παρακάλεσε να μην ρωτήσει τον λόγο. Δύο μήνες αργότερα, αντιλήφθηκε ότι η γυναίκα του είχε μυστικές σχέσεις με τους ενοίκους μιας έπαυλης κοντά στο σπίτι τους στο προάστιο Νόρμπερι, στο νότιο Λονδίνο. Ο Μάνροου έχει δει ένα μυστηριώδες άτομο με κίτρινο πρόσωπο σ' αυτό το εξοχικό σπίτι. Κυριευμένος από ζήλια, μπήκε μέσα αλλά βρήκε τον χώρο άδειο. Ωστόσο, το δωμάτιο όπου είδε τη μυστηριώδη φιγούρα ήταν πολύ άνετο και καλά επιπλωμένο, με ένα πορτρέτο της γυναίκας του στο τζάκι.
Ο Χολμς, αφού έστειλε τον Μάνροου στο σπίτι με οδηγίες να τον ενημερώσει όταν οι ένοικοι επέστρεφαν, εκμυστηρεύεται στον Γουάτσον την πεποίθησή του ότι το μυστηριώδες πρόσωπο είναι ο πρώτος σύζυγος της γυναίκας, που είναι ζωντανός, έχει έρθει στην Αγγλία και την εκβιάζει.[4]
Όταν ο Μάνροου τους ειδοποιεί, οι τρεις άνδρες μπαίνουν στη γειτονική έπαυλη, παρά τις ικεσίες της Έφης Μάνροου. Εκεί, βρίσκουν το μυστηριώδες κίτρινο πρόσωπο και ο Χολμς του βγάζει τη μάσκα, αποκαλύπτοντας ένα μικρό κορίτσι που είναι μαύρο. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι ο πρώτος σύζυγος της Έφης ήταν ένας Αφροαμερικανός δικηγόρος που πέθανε στην Αμερική, αλλά η κόρη τους, Λούσι, επέζησε. Την εποχή που η Έφη ήρθε στην Αγγλία, δεν μπορούσε να φέρει το κοριτσάκι μαζί της, καθώς ήταν ακόμη άρρωστο και το ταξίδι θα επιδείνωνε την κατάσταση. Αλλά αργότερα, μετά τον γάμο της με τον Μάνροου, η Έφη ενημερώθηκε ότι η Λούσι ήταν ζωντανή και καλά. Κυριευμένη από την επιθυμία να δει ξανά το παιδί της, του ζήτησε τις εκατό λίρες που τις χρησιμοποίησε για να φέρει τη Λούσι και τη γκουβερνάντα της στην Αγγλία και τις εγκατέστησε στη βίλα κοντά στο σπίτι τους. Φοβόταν, ωστόσο, ότι ο άνδρας της θα έπαυε να την αγαπά αν μάθαινε ότι ήταν μητέρα ενός παιδιού μιγάδα, οπότε είχε προσπαθήσει να κρατήσει μυστική την ύπαρξη της Λούσι.[5]
Τόσο ο Γουάτσον όσο και ο Χολμς συγκινήθηκαν από την αντίδραση του Μάνροου: Πήρε στοργικά το μικρό παιδί στην αγκαλιά του, το φίλησε, άπλωσε το άλλο του χέρι στη γυναίκα του και γύρισε προς την πόρτα λέγοντάς της: «Μπορούμε να το συζητήσουμε πιο άνετα στο σπίτι».
«Γουάτσον, αν ποτέ διαπιστώσεις ότι υπερεκτιμώ τις δυνάμεις μου ή ότι καταβάλλω λιγότερη προσπάθεια από όση θα έπρεπε σε μια υπόθεση, κάνε μου τη χάρη να μου ψιθυρίσεις στο αυτί Νόρμπερι και θα σου είμαι αφάνταστα υποχρεωμένος».[6]