Η εποχή της Ηγεμονίας, αγγλ.: Principate είναι το όνομα που δίνεται μερικές φορές στην πρώτη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την αρχή της βασιλείας του Αυγούστου το 27 π.Χ. έως το τέλος τής Κρίσης του 3ου αι. το 284 μ.Χ., μετά την οποία εξελίχθηκε η λεγόμενη Δεσποτεία.[1]
Η περίοδος της Ηγεμονίας χαρακτηρίζεται από τη βασιλεία ενός μόνο ηγεμόνα (princeps) και από μία προσπάθεια εκ μέρους των πρώτων Αυτοκρατόρων να διατηρήσουν τουλάχιστον την ψευδαίσθηση της τυπικής συνέχειας, ορισμένων πτυχών της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.[2][3][4]
Με μία πιο περιορισμένη και ακριβή χρονολογική έννοια, ο όρος Ηγεμονία (Principate) εφαρμόζεται είτε σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία (τού μετά τη Δημοκρατία Ρωμαϊκού Κράτους), είτε συγκεκριμένα στην προηγούμενη από τις δύο φάσεις της «αυτοκρατορικής» διακυβέρνησης στην αρχαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πριν από τη στρατιωτική κατάρρευση της Παλαιάς Ρώμης στη Δύση (άλωση της Ρώμης από τους Οστρογότθους) το 476, που άφησε την Ανατολική Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως μοναδική κληρονόμο. Αυτή η πρώιμη, «Ηγεμονική» φάση ξεκίνησε όταν ο Aύγουστος διεκδίκησε το δικαίωμα του αυτοκράτορα (auctoritas) για τον εαυτό του ως princeps και συνέχισε μέχρι την κυριαρχία του Κόμμοδου, του Μαξιμίνου Θράκα ή του Διοκλητιανού (ανάλογα με την πηγή). Στη συνέχεια, η αυτοκρατορική κυριαρχία στην Αυτοκρατορία ορίζεται ως η εποχή της Δεσποτείας, η οποία υποκειμενικά μοιάζει περισσότερο με μία (απόλυτη) μοναρχία, ενώ η προηγούμενη Ηγεμονία ήταν ακόμη πιο «Δημοκρατική».
Ο πλήρης τίτλος τού princeps senatus ή princeps civitatis («πρώτος μεταξύ των συγκλητικών» ή «πρώτος μεταξύ των πολιτών») υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από τον Οκταβιανό Αύγουστο (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), τον πρώτο Ρωμαίο «Αυτοκράτορα» που επέλεξε, όπως και ο δολοφονημένος Ιούλιος Καίσαρ, να μην επαναφέρει μία θεσπισμένη μοναρχία. Ο σκοπός του Aυγούστου ήταν πιθανώς να εδραιώσει την πολιτική σταθερότητα, που χρειαζόταν απεγνωσμένα μετά τους εξαντλητικούς εμφυλίους πολέμους, με ένα de facto δικτατορικό καθεστώς εντός του θεσμικού πλαισίου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αυτό που ο Εντ. Γκίμπον ονόμασε «μία απόλυτη μοναρχία μεταμφιεσμένη, με τη μορφή μίας κοινοπολιτείας» [7], ως μία πιο αποδεκτή εναλλακτική λύση από το πρώιμο Ρωμαϊκό Βασίλειο.
Αν και τα δυναστικά προσχήματα εισήλθαν από την αρχή, η επισημοποίηση αυτού σε μοναρχική μορφή παρέμεινε πολιτικά επικίνδυνη.[8] και ο Οκταβιανός είχε αναμφίβολα δίκιο, που εργάστηκε μέσω καθιερωμένων Δημοκρατικών μορφών, για να εδραιώσει την εξουσία του.[9] Ξεκίνησε με τις εξουσίες ενός Ρωμαίου υπάτου (consul), σε συνδυασμό με τις εξουσίες του εκπροσώπου των πληβείων (tribunus plebis), ενώ αργότερα προστέθηκε ο ρόλος του τιμητή (censor) και τελικά έγινε και μέγιστος αρχιερέας (pontifex maximus).[10]
Ο Τιβέριος επίσης απέκτησε τις εξουσίες του αποσπασματικά και ήταν υπερήφανος, που τόνισε τη θέση του ως πρώτου πολίτη: «ένας καλός και υγιής princeps, στον οποίο είχε ανατεθεί τόσο μεγάλη διακριτή εξουσία, που θα έπρεπε να υπηρετεί τη Σύγκλητο και συχνά ολόκληρο το σώμα των πολιτών".[11] Ωστόσο στη συνέχεια ο ρόλος των ηγεμόνων (princeps) έγινε πιο θεσμοθετημένος: όπως το αναφέρει ο Δίων ο Κάσιος, ο Καλιγούλας «με ψήφισμα ανέλαβε σε μία ημέρα όλα τα προνόμια, που ο Αύγουστος για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είχε αναλάβει σταδιακά».[12]
Ωστόσο, κάτω από αυτό την Ηγεμονία stricto sensu, η πολιτική πραγματικότητα της αυταρχικής διακυβέρνησης από τον Αυτοκράτορα ήταν ακόμη σχολαστικά καλυμμένη από μορφές και συμβάσεις ολιγαρχικής αυτοδιοίκησης, που κληρονομήθηκαν από την πολιτική περίοδο τής «χωρίς στέμμα» Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509 π.Χ. – 27 π.Χ.) με το σύνθημα Η Γερουσία και ο λαός της Ρώμης (Senatus PopulusQue Romanus, SPQR). Αρχικά η θεωρία υπονοούσε, ότι ο «πρώτος πολίτης» έπρεπε να κερδίσει την εξαιρετική του θέση (de facto εξελισσόμενη σε σχεδόν απόλυτη μοναρχία) με την αξία του, με τον τρόπο που ο ίδιος ο Aύγουστος είχε κερδίσει τη θέση τού auctoritas.
Η αυτοκρατορική προπαγάνδα ανέπτυξε μια πατερναλιστική ιδεολογία, παρουσιάζοντας τους ηγεμόνες (princeps) ως την ίδια την ενσάρκωση όλων των αρετών, που αποδίδονται στον ιδανικό ηγεμόνα (όπως ένας Έλληνας τύραννος παλαιότερα), όπως η επιείκεια, η δικαιοσύνη και η στρατιωτική ηγεσία,[13] υποχρεώνοντας τους ηγεμόνες να αναλάβουν τον καθορισμένο ρόλο στη Ρωμαϊκή κοινωνία, ως πολιτική ασφάλιση καθώς και ηθικό καθήκον. Αυτό που αναμενόταν συγκεκριμένα από τους ηγεμόνες φαίνεται, ότι διέφερε ανάλογα με την εποχή και τους παρατηρητές:[14] Ο Τιβέριος, ο οποίος συγκέντρωσε τεράστιο πλεόνασμα για την πόλη της Ρώμης, επικρίθηκε ως τσιγκούνης, αλλά και ο Καλιγούλας επικρίθηκε για τις μεγάλες δαπάνες του σε αγώνες και θεάματα.
Σε γενικές γραμμές, αναμενόταν από τον Αυτοκράτορα να είναι γενναιόδωρος, αλλά όχι επιπόλαιος· όχι μόνο ως καλός ηγεμόνας, αλλά και με την προσωπική του περιουσία (όπως στη φράση άρτο και θεάματα, panem et circenses) να παρέχει περιστασιακά δημόσια παιχνίδια (αγώνες), μονομάχους, ιπποδρομίες και καλλιτεχνικές επιδείξεις. Οι μεγάλες διανομές τροφίμων για το κοινό και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα χρησίμευσαν επίσης ως τόνωση της δημοτικότητας, ενώ η κατασκευή δημοσίων έργων παρείχε αμειβόμενη απασχόληση στους φτωχούς.
Με την πτώση της δυναστείας των Ιουλίων-Κλαυδίων το 68 μ.Χ., η Ηγεμονία επισημοποιήθηκε περισσότερο υπό τον Αυτοκράτορα Βεσπασιανό από το 69 μ.Χ. και μετά.[16] Η θέση των ηγεμόνων (princeps) έγινε μία ξεχωριστή οντότητα στο ευρύτερο -επίσημα ακόμη δημοκρατικό- Ρωμαϊκό πολίτευμα. Ενώ πολλές από τις ίδιες πολιτιστικές και πολιτικές προσδοκίες παρέμειναν, η πολιτική πτυχή του ιδεώδους του Αυγούστου για τους ηγεμόνες (princeps) σταδιακά έδωσε τη θέση της στον στρατιωτικό ρόλο του αυτοκράτορα.[17] Ο κανόνας δεν ήταν πλέον μία θέση που (ακόμη και πλασματικά) επεκτάθηκε βάσει αξίας ή αυθαίρετα, αλλά σε πιο σταθερή βάση, που επέτρεπε στον Βεσπασιανό και στους μελλοντικούς Αυτοκράτορες να ορίσουν τον δικό τους διάδοχο, χωρίς αυτός ο κληρονόμος να χρειάζεται να κερδίσει τη θέση του μέσα από χρόνια επιτυχίας και δημόσιας εύνοιας.
Επί της δυναστείας των Αντωνίνων, ήταν ο κανόνας για τον Αυτοκράτορα να διορίζει ένα ικανό και πολλά υποσχόμενο άτομο ως διάδοχό του. Στη σύγχρονη ιστορική ανάλυση, αυτό αντιμετωπίζεται από πολλούς συγγραφείς ως μια «ιδανική» κατάσταση: το άτομο που ήταν πιο άξιο προαγόταν στη θέση του ηγεμόνα (princeps). Από τη δυναστεία των Αντωνίνων, ο Eντ. Γκίμπον έγραψε ότι αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη και παραγωγική περίοδος στην ανθρώπινη ιστορία, και πίστωσε το σύστημα της διαδοχής στον ικανό ως τον βασικό παράγοντα.
Τα αυταρχικά στοιχεία στην περίοδο της Ηγεμονίας έτειναν να αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, με την προσφώνηση του dominus («κύριος», «άρχων», που υποδηλώνει ότι οι πολίτες έγιναν servi, υπηρέτες ή σκλάβοι) σταδιακά να γίνεται επίκαιρη για τον Αυτοκράτορα.[18] Ωστόσο, δεν υπήρξε σαφής θεσμική καμπή, με τον Σεπτίμιο Σεβήρο και τη δυναστεία των Σεβήρων να άρχισαν να χρησιμοποιούν την ορολογία της Δεσποτείας σε σχέση με τον Αυτοκράτορα, και οι διάφοροι Αυτοκράτορες και οι σφετεριστές τους σε όλη τη διάρκεια του 3ου αι. απευθύνοντο στο λαό ως στρατιωτικοί δεσπότες (dominus) και πολιτικοί ηγεμόνες (princeps).
Μετά την Κρίση του 3ου αι., που κόντεψε να οδηγήσει στην πολιτική κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Διοκλητιανός εδραίωσε σταθερά την τάση προς τη μονοκρατορία.[18] Αντικατέστησε τον έναν ηγεμόνα (princeps) με την τετραρχία (δύο Αύγουστοι, με υφιστάμενους δύο Καίσαρες) π. το 300,[19] όπου η υπολειπόμενη προσποίηση των παλαιών Δημοκρατικών μορφών εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο τίτλος του ηγεμόνα (princeps) εξαφανίστηκε, μαζί με την εδαφική ενότητα της Αυτοκρατορίας, υπέρ του δεσπότη (dominus). Και νέες μορφές μεγαλοπρέπειας και δέους χρησιμοποιήθηκαν σκόπιμα, σε μία προσπάθεια να απομονώσουν τον Αυτοκράτορα και την πολιτική εξουσία από τον επιρρεπή σε εξεγέρσεις στρατό των μέσων του 4ου αι.[18]
Ο πολιτικός ρόλος της Συγκλήτου έπεσε σε τελική έκλειψη,[20] δεν ακούγεται πλέον η διαίρεση των επαρχιών από την ηγεμονία τού Αυγούστου μεταξύ Αυτοκρατορικών (στρατιωτικοποιημένων) επαρχιών και συγκλητικών επαρχιών.[21] Οι νομικοί ανέπτυξαν μία θεωρία της συνολικής ανάθεσης εξουσίας στα χέρια του Αυτοκράτορα [22] και η Δεσποτεία αναπτύχθηκε όλο και περισσότερο, ειδικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου οι υπήκοοι, ακόμη και οι διπλωματικοί σύμμαχοι, θα μπορούσαν να ονομαστούν servus (αντίστοιχος ελληνικός όρος δούλος, ie υπηρέτης), ώστε να εκφράζει την εξυψωμένη θέση τού Αυτοκράτορα ως δεύτερος μόνο μετά τον Θεό και στη γη σε κανέναν.