Ηγεμονία της Σάμου Ἡγεμονία τῆς Σάμου | ||||||
Αυτόνομο κράτος υπό Οθωμανική | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Σύνθημα Ένωσης | ||||||
Ύμνος Ύμνος εις την Ελευθερίαν | ||||||
Η Ηγεμονία της Σάμου
| ||||||
Πρωτεύουσα | Χώρα, αργότερα Βαθύ | |||||
Γλώσσες | Ελληνικά | |||||
Θρησκεία | Ελληνορθόδοξοι | |||||
Πολίτευμα | Μοναρχία-ολιγαρχία | |||||
Ηγεμόνας της Σάμου | ||||||
- | 1834–1850 | Στέφανος Βογορίδης (πρώτος) | ||||
- | 1912 | Γρηγόριος Βεγλερής (τελευταίος) | ||||
Νομοθετικό Σώμα | Γενική Συνέλευση Σάμου | |||||
- | Άνω Βουλή | Γερουσία | ||||
- | Κάτω Βουλή | Σύνοδος Αντιπροσώπων | ||||
Ιστορία | ||||||
- | Δεν ενώθηκε με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος | 1834 | ||||
- | Επίσημη πράξη ένωσης με την Ελλάδα | 1912 |
Ηγεμονία της Σάμου ονομαζόταν το αυτόνομο κράτος υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης (Οθωμανική Αυτοκρατορία) που δημιουργήθηκε το 1832 με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διοίκηση της Σάμου μετά τη δημιουργία του Βασιλείου της Ελλάδας και την ανεξαρτητοποίηση μέρους των ελληνικών εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε στη Σάμο έως τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Η Σάμος είχε επαναστατήσει εναντίον των Τούρκων μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Παρά το γεγονός ότι η Σάμος συμμετείχε σ' όλη τη διάρκεια της επανάστασης, δεν εντάχθηκε στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδας[1]. Το Δεκέμβριο του 1832 ο σουλτάνος εξέδωσε Οργανικό Χάρτη με τον οποίο παραχωρούσε προνόμια, προκειμένου οι Σαμιώτες να δηλώσουν υποταγή, όμως μια τέτοιου περιεχομένου αυτονομία δεν τους ικανοποιούσε. Η αντίδραση προήλθε από τον πρωτεργάτη της εξέγερσης του 1821, τον Λυκούργο Λογοθέτη ο οποίος συγκρότησε χωρίς καμία διεθνή νομιμοποίηση και αναγνώριση, ένα ιδιότυπο κρατικό μόρφωμα, την ανεξάρτητη Σαμιακή Πολιτεία (1830-1834)[2]. Τελικά η ηγεμονία επιβλήθηκε με ένοπλη βία, τον Μάιο του 1834.[3] Η αντίθεση των Σαμίων στο καθεστώς της Ηγεμονίας εκδηλώθηκε με τις πολλές συνελεύσεις τους στο διάστημα 1830-1834, τις αναφορές τους προς την ελληνική κυβέρνηση[4], τα διαβήματά τους προς τους εκπροσώπους των Δυνάμεων[5], την άρνησή τους να στείλουν επιτροπή στην Υψηλή Πύλη για να διαπραγματευθούν και η απόφασή τους να μεταναστεύσουν για να μην δηλώσουν υποταγή στην οθωμανική κυβέρνηση.[6]
Οι παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν στη διαμόρφωση του πολιτεύματος της Σάμου σε Ηγεμονία ήταν:
Τελικά η απειλή των πρέσβεων των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων Δυνάμεων το Σεπτέμβριο του 1833 ότι εντός διμήνου θα έπαυαν οποιαδήποτε προσπάθεια μεσολάβησης στην Υψηλή Πύλη για το Σαμιακό ζήτημα, η ύπαρξη κινήματος μέσα στη Σάμο υπέρ του συμβιβασμού με την Υψηλή Πύλη και κατά της μετανάστευσης και, τέλος, ο αποκλεισμός του νησιού από μοίρα του Οθωμανικού στόλου του Hasan Bey τον Απρίλιο του 1834, οδήγησαν στην αποδοχή του ηγεμονικού καθεστώτος, το οποίο επικυρώθηκε επισήμως από το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης της 21ης Αυγούστου της ίδιας χρονιάς.[9] Η αποδοχή από την Πύλη του συστήματος της ηγεμονίας για τη Σάμο και η παραχώρηση Οργανικού Χάρτη ως ρυθμιστικού πολιτειακού κειμένου της διοίκησης του νησιού, μαζί με την αναγνώριση της γλώσσας και της θρησκείας ως εθνικών χαρακτηριστικών, εντασσόταν στις πολιτικές ενσωμάτωσης που εφάρμοζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε πολλές περιοχές προκειμένου να δώσει επωφελείς λύσεις σε περιπτώσεις αναταραχών.[10]
Τον Δεκέμβριο του 1832 η Υψηλή Πύλη εξέδωσε το μπεράτι, με το οποίο καθόριζε το διοικητικό καθεστώς του νησιού και διοριζόταν ο πρώτος Μπέης-Ηγεμόνας. Ήταν το αποτέλεσμα της συναίνεσης της οθωμανικής κυβέρνησης και των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Σάμος αποτελούσε τμήμα της οθωμανικής επικράτειας και η διοίκηση ανετίθετο σε χριστιανό, ο οποίος θα διοριζόταν από την Υψηλή Πύλη και θα διοικούσε το νησί με τη βοήθεια του Συμβουλίου ή Βουλής (meclis-i-șûrâ). Το τελευταίο θα αποτελείτο από προύχοντες εκλεγμένους από τους πλέον επιφανείς του τόπου, ενώ την προεδρία θα είχε ο Μπέης-Ηγεμόνας. Το μπεράτι παραχωρούσε αμνηστία στους Σαμίους, όριζε την πληρωμή φόρου υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη (ύψους 400.000 γροσίων), απαγόρευε την εγκατάσταση οθωμανικών στρατευμάτων στο νησί, όριζε την απόλυτη ελευθερία στην άσκηση του εμπορίου και των λατρευτικών καθηκόντων, ενώ συμπεριλάμβανε στις αρμοδιότητες του Ηγεμόνα και την έκδοση των αδειών ναυσιπλοΐας και την άδεια εγκατάστασης ξένων υπηκόων στο νησί ή διαταγή απομάκρυνσης από αυτό.[11]
Για τη Σάμο ίσχυε καθεστώς ημικυριαρχίας. Δεν μπορούσε να έχει συμβολή σε διακρατικές συνθήκες, να αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή να αποκτά δικαιώματα με τις συνθήκες που συνήπτε η Υψηλή Πύλη, δεν μπορούσε να έχει διπλωματικούς εκπροσώπους και η Πύλη μόνη διόριζε τον εκάστοτε Ηγεμόνα.[12]
Η δυνατότητα των Σαμίων να οργανώσουν ίδιον κρατικό μηχανισμό, νομοθετική και δικαστική εξουσία και διοικητικό κλάδο, να εμπλουτίζουν τον δημόσιο βίο με κατάλληλους θεσμούς, να εισάγουν νομοθεσίες (π.χ Σαμιακή Πολιτική Δικονομία, Αστικός Κώδικας Ηγεμονίας Σάμου κλπ) προσδιόριζε την εσωτερική αυτονομία των Σαμίων.[13]
Η διαμόρφωση των θεσμών της Ηγεμονίας συνέπεσε χρονικά με την έναρξη των μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, του Τανζιμάτ. Το λεξιλόγιο των πολιτειακών κειμένων της Ηγεμονίας παρακολουθεί την πολιτική ορολογία και ιδεολογία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο απαντώνται όροι μη καθιερωμένοι ακόμα στο οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο (π.χ "ελευθερία", "γενική συνέλευση").[14]
Ως προς τα προνόμιά της, η Σάμος τοποθετείται σε ένα ενδιάμεσο καθεστώς μεταξύ προνομιούχων περιοχών, όπως η Κρήτη ή ο Λίβανος, και στις αυτόνομες επαρχίες, όπως η Ρουμανία και η Αίγυπτος.[15]
Η ηγεμονική εξουσία περιγράφεται με προσωποπαγείς όρους: η "ηγεμονία" αποδίδεται ως προσωπική εξουσία του ηγεμόνα και όχι ως πολιτειακό μόρφωμα του νησιού, ή του νησιού ως οντότητας γενικά, ενώ τα χαρακτηριστικά της πολιτειακής οργάνωσης του νησιού ανανεώνονται εν είδει προνομίων στα διοριστήρια μπεράτια κάθε νέου ηγεμόνα. Τα ελληνικά κείμενα χρησιμοποιούν συστηματικά όρους που υποδεικνύουν κρατική υπόσταση ("Βουλή", "Δημόσιαι οἰκοδομαί", "Πατρίς"). Τα οθωμανικά έγγραφα αντιθέτως, προκειμένου να συρρικνωθεί και συμβολικά η αυτονομία του νησιού, χρησιμοποιούν αυτοδιοικητικούς όρους.[16]
Ο ηγεμόνας της ήταν χριστιανός, ανώτερος αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης. Διοριζόταν από τον σουλτάνο και έφερε τον τίτλο του "πρίγκιπα". Διοικούσε το νησί με μια τετραμελή τοπική κυβέρνηση, ονομαζόμενη Βουλή, η οποία εκλεγόταν από τη Γενική Συνέλευση των πληρεξουσίων κάθε χωριού ή κωμόπολης, που έπαιζε το ρόλο της νομοθετικής εξουσίας και συνεδρίαζε κάθε χρόνο επί ένα περίπου μήνα. Το σχήμα της ηγεμονικής διοίκησης προσδιορίστηκε από την Οργανική Διάταξη (1832) και τον Αναλυτικό Χάρτη (1850) και προσομοίαζε με αυτό των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε μικρογραφία. Η Σάμος δεν μπορούσε να αναπτύξει εξωτερικές σχέσεις, είχε όμως δική της σημαία και πλήρη εσωτερική αυτονομία, με αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας των κατοίκων της, ενώ τελούσε υπό την εγγύηση και την προστασία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Η προτροπή του Στράτφορντ Κάνινγκ για διορισμό Σάμιου διοικητή συνάντησε την επίμονη άρνηση της Υψηλής Πύλης να διοικείται το νησί από ένα πρόσωπο που λίγα χρόνια πριν ειχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας. Τελικά διορίστηκε ως πρώτος Ηγεμόνας ένα προϊόν των Φαναριωτών μη προερχόμενος από Φαναριώτική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, του βουλγαρικής καταγωγής Στέφανου Βογορίδη.«Στο πρόσωπο του Βογορίδη συνδυαζόταν η απόλυτη αφοσίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσωπικά στο Σουλτάνο Mahmud B', καθώς και η προθυμία στην εξυπηρέτηση των Βρετανικών συμφερόντων»[17] Η πρώτη περίοδος της ηγεμονίας (1834-1849) υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ηγεμόνας Στέφανος Βογορίδης διοίκησε το νησί με επιτρόπους οι οποίοι διαδοχικά ήταν:[18]
Στις 19 Ιουνίου 1850 αποφασίζεται ο διορισμός του Αλέξανδρου Καλλιμάχη.[19] Από το 1851, με τον ερχομό στη Σάμο του Γεωργίου Κονεμένου ως τοποτηρητή της ηγεμονίας, μπήκαν οι βάσεις του αυτόνομου καθεστώτος.[20] Οργανώθηκαν οι υπηρεσίες του κρατιδίου, τα δικαστήρια, ιδρύθηκαν σχολεία σε όλες τις κοινότητες του νησιού, τυπογραφείο, ψηφίστηκαν νόμοι βασικοί, ξεχώρισαν οι τρεις εξουσίες, επιβλήθηκε η πειθαρχία και ο σεβασμός στους νόμους, πατάχθηκε η ληστοπειρατεία.
Στις 4 Απριλίου 1854 ο Ιωάννης Γκίκας φτάνει στη Σάμο.[21] Επί των ημερών του ο Λιμήν Βαθέος γίνεται η πρωτεύουσα της Σάμου.[22] Από το 1855, επί της ηγεμονίας του Ι. Γκίκα, άρχισε να λειτουργεί το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο ως ανώτερο εκπαιδευτήριο και πολύ σύντομα Ανώτερο Παρθεναγωγείο. Μετακλήθηκαν από την Ελλάδα σπουδαίοι δάσκαλοι, εισήχθη ο θεσμός των υποτροφιών για όσους είχαν τις ικανότητες να σπουδάσουν. Πολλοί νέοι απόφοιτοι συνέχισαν τις σπουδές τους στην Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη ή το εξωτερικό. Μετά το πέρας των σπουδών τους επέστρεψαν στη Σάμο και συμμετέχοντας στα κοινά διαμόρφωσαν τις νέες πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Η επίδρασή τους στη σαμιακή κοινωνία δεν άργησε να φανεί. Από την παραίτηση του Γκίκα τον Δεκέμβριο το 1858 μέχρι τον διορισμό νέου ηγεμόνα, για τρεις μήνες περίπου, τα ηγεμονικά καθήκοντα εκτελούνταν από αντιπροσωπεία βουλευτών και τον Διευθυντή του Ηγεμονικού Γραφείου.[23]
Ο Μιλτιάδης Αριστάρχης έφτασε στη Σάμο στις 20 Απριλίου 1859. Στη δράση του πιστώνεται η ρύθμιση υπαλληλικών ζητημάτων, η ενίσχυση του κλάδου της δικαιοσύνης με τη σύσταση Εφετείου, χωρίς πλέον την ανάμειξη των βουλευτών, οι οποίοι αξιοποιούνταν ως ακυρωτικό δικαστήριο.[24] Οι Αστικές σχέσεις στη Σάμο ρυθμίζονταν από τον Αρμενόπουλο και τα τοπικά έθιμα, τα οποία ο Αριστάρχης ζήτησε να καταγραφούν από σχετική επιτροπή, αλλά λόγω των αντιφάσεών τους το αποτέλεσμα δεν επικυρώθηκε.[25] Η πρόσληψη νέου προσωπικού στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο και η ίδρυση νέων σχολείων αποτύπωνε τη μέριμνά του για θέματα παιδείας. Μάλιστα είχε εισηγηθεί την καθιέρωση φόρων επί των ενοικιαζομένων σπιτιών και φόρου επιτηδεύματος για ενίσχυση των σχολικών πόρων, αλλά η Συνέλευση τους απέρριψε.[26] Επίσης εμπλουτίσθηκε το δημόσιο τυπογραφείο, για να μπορεί να αναλάβει την εκτύπωση διδακτικών βιβλίων για τα σχολεία.[27] Κατασκεύασε το λιμάνι του Πυθαγορείου.[28] Η πρώτη εφημερίδα της Σάμου εκδίδεται στα χρόνια του.[29] Ψήφισε νόμους με τους οποίους ρυθμιζόταν η ταχυδρομική υπηρεσία του νησιού προς εξυπηρέτηση των οικισμών του νησιού και απαγορευόταν η ανέγερση κατοικιών πλησίον νεκροταφείων[30] Ανολοκλήρωτο έμεινε το εγχείρημα καταγραφής της μοναστηριακής περιουσίας με τη θέσπιση αρμόδιας Επιτροπής.[31] όπως και η ίδρυση Λωβοκομείου η οποία κατέστη δυνατή μεταγενεστέρως.[32] Η Συνέλευση ψήφισε να καθιερωθεί ως τιμώμενη επέτειος προς τιμήν του νέου Ηγεμόνα η ημερομηνία άφιξης του Αριστάρχη στη Σάμο, η 23η Απριλίου.[33] Επίσης ψηφίσθηκε η αγορά αμπελώνα από το δημόσιο, με σκοπό να δωρηθεί στη σύζυγο του Ηγεμόνα Ευρυδίκη, ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης του τόπου στο πρόσωπό του.[34] Ο Αριστάρχης θέλησε να εισάγει νέο φορολογικό σύστημα, για να γίνει πιο δίκαιη η φορολόγηση: αντικατέστησε το σύστημα της αποδεκάτισης[35] με εκείνο της εγγείου φορολογίας.[36] Τελικά προτιμήθηκε μικτό σύστημα φορολόγησης επί της παραγωγής και επί της εκτάσεως.[37] Επί της Ηγεμονίας του στάλθηκαν για πρώτη φορά γεωργικά προϊόντα της Σάμου στη διεθνή έκθεση του Λονδίνου, τα οποία βραβεύθηκαν.[38] Ο Αριστάρχης απουσίαζε συχνά στην Κωνσταντινούπολη και την ηγεμονική εξουσία ασκούσε η Βουλή με το Ηγεμονικό Γραφείο.[39]
Ο Γεώργιος Βέροβιτς ήταν Σερβικής καταγωγής γεννημένος στα Σκόρδα [40] μέλος της σουλτανικής υπηρεσίας των ανακτόρων[41] εστάλη στα 1895 στη Σάμο ως ηγεμόνας της. Με την άφιξή τους είχε να αντιμετωπίσει έντονο δημιοσιονομικό πρόβλημα, όπως τους απλήρωτους υπαλλήλους για χρονικό διάστημα επτά μηνών.[42] Η περίοδος της Ηγεμονίας σφραγίστηκε από την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου, το κτίσιμο δύο δεξαμενών για την ύδρευση της πρωτεύουσας, την απαγόρευση της αλιείας του γόνου και την αύξηση του ενεργητικού του δημόσιου ταμείου με το ποσό των επτά χιλιάδων χρυσών λιρών.[42]
Ο Βαγιάννης γεννήθηκε το 1846 στη Νεάπολη (Νεβσεχίρ) της Καππαδοκίας. Φοίτησε πρώτα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και κατόπιν σπούδασε νομικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Έγινε καθηγητής του εμπορικού δικαίου στην Κωνσταντινούπολη, διορίστηκε σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους νομικούς της εποχής του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από τον Μάρτιο του 1899 μέχρι τον Αύγουστο του 1900 διορίστηκε ηγεμόνας της Σάμου, διαδεχόμενος τον Στέφανο Μουσούρο. Ενώ στην αρχή ήταν αγαπητός από τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού, και εκείνος ανταπέδιδε αυτήν την αγάπη, μετέπειτα απαγόρευσε τον Σαμιακό Εθνικό Ύμνο και τη Σαμιακή Εθνική Σημαία. Ακόμα, απέλυσε και το δήμαρχο ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για αυτό το γεγονός.
Παρά τα προνόμια και τα δικαιώματα των κατοίκων της Ηγεμονίας της Σάμου, προσπάθησε να πείσει τον Οθωμανό σουλτάνο να καταργήσει τις αποφάσεις του προηγούμενου κοινοβουλίου. Για αυτό το λόγο, το κοινοβούλιο ζήτησε την αντικατάστασή του, αίτημα που ο σουλτάνος έκανε δεκτό με αποτέλεσμα ο Βαγιάννης να αντικατασταθεί από τον Μιχαήλ Γρηγοριάδη στις 16 Αυγούστου 1900.
Τα επόμενα χρόνια διετέλεσε υφυπουργός Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων (1909-1910), καθώς και υπουργός Εμπορίου (1918-1919). Απεβίωσε το 1919.
Ο Κωστάκης Καραθεοδωρή με σπουδές στη γεφυροποιία στη Γαλλία υπήρξε πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό στους Σαμίους.[43] Επί των ημερών του ιδρύθηκε Τράπεζα μετά από σύμβαση πιυ υπέγραψαν με τον Ιωάννη Πεσμαζόγλου ως εκπροσώπου της Τράπεζας των Αθηνών με βουλευτές της Σάμου, ενώ βολιδοσκπήθηκε η Οθωμανική Τράπεζα για δημιουργία υποκαταστήματος στο νησί. Ιδρύθηκε Εμπορικό Επιμελητήριο, η Εσπεραντική Σχολή Σάμου, εξωραΐστηκαν οι φυλακές, οργανώθηκαν οι χωροφυλακή και η αγροφυλακή, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσίων και το Τυπογραφείο, ιδρύθηκε Ατμοπλοϊκή Εταιρεία ενώ βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο του νησιού.[44]
Η Πύλη διόρισε τον Γεώργιο Γεωργιάδη, στις 9 Σεπτεμβρίου 1907, στέλνοντας ένα χρηματικό ποσό ως δώρο: εκατό λίρες για το Νοσοκομείο και εκατό για τους πτωχούς. Από τις πρώτες ενέργειές του ήταν οι αυθαίρετες παύσεις και οι αυθαίρετοι διορσιμοί υπαλλήλων.[45] Η Βουλή αντέδρασε καταγγέλοντάς τον στη Βεζυρεία και τελικά υπέβαλε την παραίτησή του.[46]
Ο Ανδρέας Κοπάσης στις 21 Δεκεμβρίου 1907 δέχθηκε να αναλάβει την Ηγεμονία της Σάμου μετά από πρόταση του Φερίτ Πασά.[47] Συχνά επισεπτόταν με την ακταιωρό τα λιμάνια και τα χωριά της Σάμου για να υποσχθεί στους κατοίκους παροχές ώστε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη που ήθελε στο πρόσωπό του.[48] Το 1911 ξεκινά ο ηλεκτροφωτσιμός του νησιού από το Βαθύ και την περιοχή της προκυμαίας.[49]
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που κλήθηκε να διαχειριστεί ήταν το θέμα του λαθρεμπορίου το οποίο τον έφερε σε σύγκρουση με τους Έλληνες προύχοντες του νησιού.[50] Τον Μάιο του 1908 έφτασε Τουρκικός στρατός στο νησί και ακολούθησε συμπλοκή με τους Έλληνες χωροφύλακες. Νέες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις έφθασαν στο νησί εξαπολύοντας επίθεση κατά των εξεγερμένων οι οποίοι τελικά διέφυγαν με τον Σοφούλη προς τις Κυκλάδες.[51]
Στο διάστημα 11-17 Σεπτεμβρίου 1908 διεξάγεται δίκη και καταδικάζονται οι στασιαστές σε θάνατο ερήμην. Μάλιστα ο Κοπάσης ζήτησε να καθιερωθεί τοπική Εορτή για τη διάσωση της ζωής του.[52][53] Η διακυβέρνησή του αποκτά αυταρχικά χαρακτηριστικά: καταργεί άρθρα της Ποινικής Δικονομίας, προβαίνει σε αυθαίρετες συλλήψεις, εκφράζει με κάθε τρόπο την αφοσίωσή του στο καθεστώς των Νεότουρκων, σύνταγμα τουρκικού στρατού αρχίζει να σταθμεύει μόνιμα στο νησί, τουρκική σημαία υψώνεται στα δημόσια καταστήματα.[54] Δολοφονήθηκε στις 9 Μαρτίου 1912 από τον νεαρό Σταύρο Μπαρέτη.[55] ο οποίος σκοτώθηκε στη συνέχεια από τους υπασπιστές του δολοφονημένου Ηγεμόνα.[48]
Στη Σάμο έφθασε στις 22 Μαρτίου 1912. Η εγγύτητα προς στη Σάμο του ιταλοτουρκικού πολέμου έκανε τον Βεγλερή να είναι επιφυλακτικός σε κάθε ενέργειά του.[56] Οι νόμοι και τα διατάγματα που εκδίδονται επί των ημερών του αποτυπώνουν μια ήπια και συντηρητική διοίκηση που φαίνεται ότι σέβεται τους θεσμούς της αυτονομίας.[57]
Ο Σαμιακός λαός ζητάει αμνήστευση για τους καταδικασθέντες ερήμην σε θάνατο το 1908 και ζητάει την αποκατάσταση των προνομίων και ο Βεγλερής στέλνει στρατό για να διαλύσει τους διαδηλωτές. 6 Σεπτεμβρίου 1912 παύουν να τυπώνονται τα διοικητικά έγγραφα που υπογράφει ο Βεγλερής.[57]
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της ηγεμονίας της Σάμου σημειώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου και της βιομηχανίας. Μαζί με την αμπελουργία, που αποτελούσε την κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων, αναπτύχθηκαν η καπνοκαλλιέργεια, η καπνοβιομηχανία και η βυρσοδεψία, σημαντικοί κλάδοι της τοπικής οικονομίας, που υπερέβησαν τα όρια της ηγεμονίας και άκμασαν μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, στα τέλη του αιώνα ήταν εμφανής και η πνευματική ανάπτυξη της Σάμου με την παρουσία λογίων και λογοτεχνών, την έκδοση βιβλίων και την κυκλοφορία εφημερίδων, όπως οι: Σάμος, Ευνομία, Φως, Πατρίς, Νέα Ζωή, Πρόοδος, Νέα Σάμος. Κατασκευάζονται δημόσια έργα, δρόμοι και λιμάνια, δημόσια και ιδιωτικά κτίρια κοσμήματα για τον τόπο, αναδιοργανώνεται η εκπαίδευση, αναπτύσσεται η βιομηχανία κυρίως δερμάτων και καπνού, η γεωργία, το εμπόριο και η ναυτιλία.
Το Σεπτέμβριο του 1912 σημειώθηκε επαναστατικό κίνημα με επικεφαλής το Σοφούλη. Η εθνοσυνέλευση των Σαμίων, που συγκλήθηκε αμέσως μετά, κήρυξε την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου 1912[58]. Με την εικονική κατάληψη του νησιού από μοίρα του ελληνικού στόλου, το Μάρτιο του 1913, τερματίστηκε οριστικά το καθεστώς της ηγεμονίας. Μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, η Σάμος διοικήθηκε από προσωρινή κυβέρνηση έως το 1914 με πρόεδρο το Θεμιστοκλή Σοφούλη.