Συγγραφέας | Αριστοτέλης[1] |
---|---|
Τίτλος | Ἠθικὰ Νικομάχεια |
Γλώσσα | αρχαία ελληνικά |
Θέμα | ηθική ηθικότητα ευτυχία αρετή φιλοσοφία |
LC Class | B430 |
LΤ ID | 3532 |
δεδομένα ( ) |
Τα Ηθικά Νικομάχεια είναι μία από τις τρεις πραγματείες που αναλύουν κυρίως τις μορφές και τις συνθήκες της ηθικής και διανοητικής αρετής του Αριστοτέλη. Επειδή εκείνη την εποχή δεν συνηθιζόταν να δίνεται στα διδακτικά έργα τίτλος που αποτελούσε αφιέρωση στα πρόσωπα, πιθανολογείται ότι οι τίτλοι των Ηθικών Νικομαχείων και των Ηθικών Ευδημείων προήλθαν από το όνομα του εκδότη τους. Στην πρώτη περίπτωση είναι ο Νικόμαχος, ο γιος του Αριστοτέλη ή ο πατέρας του και στη δεύτερη ο Εύδημος ο Ρόδιος, πρόσωπο διαφορετικό από το ομώνυμο του πρώιμου διαλόγου. Το τρίτο σχετικό έργο είναι τα Ηθικά Μεγάλα. Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η διανοητική και η ηθική αρετή. Η διανοητική προκύπτει από την διδασκαλία και θέλει χρόνο και πείρα για να αποκτηθεί. Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του «έθους» (συνήθεια). Το ήθος και το έθος έχουν ένα γράμμα διαφορά.
Ο Αριστοτέλης απαντά με ειλικρινή απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πως να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πως να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνο η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για την διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στο τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».
Κατά τον Πλάτωνα (Φαίδων και Πολιτεία) απαιτείται συγκεκριμένη γνώση του αγαθού που ενδιάθετα συνδέεται με τη σαφή κατανόηση των πραγμάτων και υπαγορεύει ένα δίκαιo τρόπο ζωής. Δυνάμει ενυπάρχει στην ψυχή και δεν ταυτίζεται με τα οικονομικά αγαθά. Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει τα αγαθά που είναι από μόνα τους αγαθά, από τα δευτερεύοντα, δηλαδή τα μέσα που μας οδηγούν στα απόλυτα αγαθά. Επίσης χωρίζει τα αγαθά σε τρεις κατηγορίες, στα επαινετά, στα τίμια και στις δυνάμεις που αντιστοιχούν τα εξωτερικά αγαθά (τα εκτός αγαθά). Τα αγαθά είναι εκείνα που εξασφαλίζουν το «ζην»: κοινωνική θέση, περιουσία, σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια.
Για τον Αριστοτέλη η αρετή είναι ύψιστο αγαθό, ενώ οι τιμές, τα πλούτη και τα παρόμοια δεν ξεπερνούν απαραίτητα ένα αναγκαίο όριο. Ενέργεια του νου και σκοπός της πράξης είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα κατ΄ αναλογία στο βαθμό πραγμάτωσης. Η ενέργεια του νου είναι λοιπόν ο σκοπός της πράξης, αλλά και το μέσον που πραγματώνει το σκοπό. Η ενέργεια έχει δύο όψεις· είναι και σκοπός και μέσον. Ως σκοπός η ενέργεια είναι ευδαιμονία, ως μέσον η ενέργεια ονομάζεται αρετή, έτσι, αρετή είναι η ενέργεια που υποκινείται από το νου και γι αυτό είναι σύμφωνη με την έλλογη φύση, που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου.[2][3][4] Η αρετή δεν είναι φυσική προδιάθεση, αλλά κάτι που προκύπτει από δραστηριότητα και επίμονη άσκηση και δεν αποκτιέται με τη διδασκαλία, αλλά με την πρακτική. Το παιδί μπορεί να μάθει μαθηματικά, αλλά δεν μπορεί να διδαχτεί την ηθική, αφού δεν έχει πείρα από τη ζωή και τις πράξεις. Επειδή οι αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, η κατάταξη τους θα πρέπει να γίνει με βάση το πόσες είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Δυο είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες: η λογική και η δραστηριότητα που συμμορφώνεται με τη λογική. Η πρώτη αντιστοιχεί με τη διανοητική ενέργεια και η δεύτερη με την ηθική βούληση.
«Tῆς τελείας ἀρετῆς εἴδη ἐστὶ τέτταρα· ἓν μὲν φρόνησις͵ ἓν δὲ δικαιοσύνη͵ ἄλλο δ΄ ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη. τούτων ἡ μὲν φρόνησις αἰτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τὰ πράγματα· ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ ἐν ταῖς κοινωνίαις καὶ τοῖς συναλλάγμασι δικαιοπραγεῖν· ἡ δὲ ἀνδρεία τοῦ ἐν τοῖς κινδύνοις καὶ φοβεροῖς μὴ [ἐξίστασθαι] τρεῖν(δεν το βάζω στα πόδια)͵ ἀλλὰ μένειν· ἡ δὲ σωφροσύνη τοῦ κρατεῖν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς ἡδονῆς δουλοῦσθαι͵ ἀλλὰ κοσμίως ζῆν. τῆς ἀρετῆς ἄρα τὸ μέν ἐστι φρόνησις͵ ἄλλο δικαιοσύνη͵ τρίτον ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη.
Περί διαιρέσεων, λατ. (De divisiones)
Η θεωρία του Αριστοτέλη ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα βρήκε πολλούς επικριτές που ισχυρίστηκαν αν η αρετή αποτελεί μεσότητα, αν παρεκκλίνει προς τα δυο άκρα, την έλλειψη ή την υπερβολή, μπορεί να μετατραπεί σε κακία. Την απάντηση τη δίνει ο Αριστοτέλης στο 1107a.6: ως προς την ουσία και τον ορισμό, η αρετή είναι μεσότητα, ως προς το άριστο όμως και το καλό είναι ακρότητα. Δεν επιδέχεται δηλαδή μεταβολή προς τα άκρα.
Οι αρετές κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες (Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς),[5] τις διανοητικές, δηλαδή τη σοφία και τη φρόνηση και τις ηθικέςβ[›] που συνδέονται με τη βούληση και γενικά τον ηθικό βίο. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται από τη διδασκαλία, ενώ οι ηθικές από τον συνεχή εθισμό, εξ έθους, γι΄αυτό ονομάζονται και ηθικές. Ο εθισμός είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να συνηθίσουμε την πέτρα να μη πέσει κάτω, υποστηρίζει ο Αριστοτέλη. Αλλά ο άνθρωπος έχει έμφυτη την προδιάθεση για τον εθισμό, όπως και για την αρετή.[6]
Ο Αριστοτέλης δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευδαιμονία γιατί σε τελική ανάλυση κανείς δεν θέλει να είναι δυστυχής. Οι δραστηριότητες που αποτελούν την ευδαιμoνία απαιτούν ανθρώπινη νόηση που έχει ωριμάσει μέσα από την πρακτική. Πράγματι: «Η ευδαιμονία μπορεί να είναι και κάτι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι ανίκανοι να φτάσουν στην αρετή με τη βοήθεια κάποιας εκμάθησης και επιμέλειας».[7] Έπειτα λοιπόν, ότι η ευδαιμονία είναι ταυτόχρονα και το άριστο και το πιο ωραίο και το πιο ευχάριστο, κι αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν διαχωρίζονται σύμφωνα με το Δηλιακό επίγραμμα, που λέει ότι:
Το πιο δίκαιο είναι το πιο ωραίο απ΄όλα και η υγεία το πιο ευάρεστο, κι από τη φύση το πιο ευχάριστο το να βρει κανείς εκείνο που αγαπά.[8]
Το χωρίο επιχειρεί να δείξει πως είναι λογικό να υποθέτουμε ότι η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα προσπάθειας μάλλον παρά τύχης. Ο γενικός κανόνας στη φύση είναι ότι τα καλύτερα αποτελέσματα σε κάθε τομέα, προκύπτουν πάντα από κάποιο είδος σκόπιμης προσπάθειας. Αν λοιπόν υποθέτει κανείς ότι η ευδαιμονία, το καλύτερο πράγμα στον τομέα της ανθρώπινης ζωής, οφείλεται στην τύχη, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποδέχεται και την ύπαρξη μιας σημαντικής εξαίρεσης στον γενικό κανόνα του φυσικού νόμου. Πολλές, πράγματι, μεταβολές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και κάθε είδους διακυμάνσεις και ενδέχεται στη γεροντική ηλικία να πέσει σε μεγάλες συμφορές εκείνος που διέθετε την πιο μεγάλη ευημερία, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ηρωικά έπη. Κανείς δεν μακαρίζει εκείνον που τον βρήκαν τέτοιου είδους δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του.[9] Πέραν αυτών ο Αριστοτέλης εξετάζει τα εξωτερικά αγαθά, το ρόλο που μπορεί να παίζουν στην ανθρώπινη ζωή, τον τρόπο και τον βαθμό που η ευ-τυχία ή η δυσ-τυχία καθορίζουν την ευδαιμονία. Η άποψη του Αριστοτέλη είναι πως εκείνο που καθορίζει την αξία της ζωής είναι οι πράξεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετύχει το «ευ ζην» χωρίς κανένα υλικό, όπως ο υποδηματοποιός δεν μπορεί να φτιάξει υποδήματα χωρίς δέρμα.
Τις πρώτες αναφορές για τους ανθρώπινους χαρακτήρες πρέπει ν΄αναζητήσουμε στα Ηθικά Νικομάχεια (Δ΄) του Αριστοτέλη όπου αναπτύσσεται το Αριστοτελικό αξίωμα της μεσότητας. Πάντα, κατά τον Αριστοτέλη, η υπερβολή και η έλλειψη είναι δυο ακρότητες ανάμεσα στις οποίες πρέπει να εφαρμόζουμε το σωστό μέτρο. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στο θράσος (παράτολμο) και στη δειλία, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία (απάθεια, αδιαφορία) και στην ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία (τσιγκουνιά) και στη σπατάλη. Η πραότητα είναι μεσότητα ως προς την οργή. Επειδή όμως το μέσον ως προς την οργή δεν έχει ιδιαίτερο όνομα, σχεδόν δεν έχουν και τα δύο άκρα, αποδίδουμε ως ιδιαίτερη ονομασία την πραότητα, αν και αυτή αποκλίνει προς την έλλειψη οργής που κι αυτή είναι χωρίς όνομα. Η υπερβολική οργή θα μπορούσε να ονομασθεί οξυθυμία, όπως οι πικρόχολοι που είναι αδιάλλακτοι και κρατούν την οργή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ονομάζουμε δύστροπους τους ανθρώπους εκείνους που στενοχωριούνται και οργίζονται για πράγματα που δεν πρέπει. Επομένως οι αναφορές του Αριστοτέλη στους ανθρώπινους χαρακτήρες αφορούν την άσκηση της αρετής σχετικά με τον πλούτο, τα περιουσιακά στοιχεία, τις εν γένει συναναστροφές, τη συμβίωση και την επικοινωνία με λόγια και πράξεις (ἐν δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῷ συζῆν καὶ λόγων καὶ πραγμάτων κοινωνεῖν).
Η γενναιοδωρία, γνωστή στην αρχαιοελληνική γραμματεία ως «ελευθεριότης» που αναφέρεται και από τον Πλάτωνα[10], αλλά και από τον Ξενοφώντα[11] είναι μεσότητα που αφορά τον πλούτο. Ο γενναιόδωρος, επαινείται όχι σχετικά με τον πόλεμο, ούτε για όσα επαινείται ο εγκρατής, ούτε άλλωστε για τις δικαστικές του αποφάσεις, αλλά σχετικά με θέματα παροχής και απολαβής πλούτου και κυρίως παροχής. Πλούτο εννοούμε όλα όσων η αξία τους μετριέται με νομίσματα. Η ασωτία και η φιλαργυρία αποτελούν αντίστοιχα υπερβολή και έλλειψη που αφορούν στον πλούτο.[12]
Ένα μεγάλο μέρος του τετάρτου κεφαλαίου αφιερώνεται στην έννοια της μεγαλοψυχίας.(1123a - 1125a.36) Η μεγαλοψυχία φαίνεται ότι έχει σχέση με μεγάλα πράγματα και σε αυτό συνηγορεί και το όνομά της. Θεωρείται λοιπόν μεγαλόψυχος ο άνθρωπος που διεκδικεί μεγάλα πράγματα και είναι πραγματικά άξιος αυτών. Εκείνος που κάνει αυτό παρ΄αξία είναι ηλίθιος, κανείς όμως ενάρετος άνθρωπος δεν είναι ηλίθιος, ούτε ανόητος. Εκείνος όμως που αξίζει μικρά πράγματα και γι αυτά μόνο θεωρεί άξιο τον εαυτό του, είναι απλά σώφρων, όχι όμως μεγαλόψυχος, γιατί η μεγαλοψυχία προϋποθέτει μεγαλοσύνη, όπως ακριβώς και η ομορφιά προϋποθέτει ανάστημα, αφού οι μικρόσωμοι είναι μεν κομψοί (αστείοι εκ του άστεως) και συμμετρικοί, όχι όμως όμορφοι.
Ο μικρόψυχος παρ΄όλο που του αξίζουν αγαθά, αποστερεί τον εαυτόν του από τα αγαθά που του αξίζουν πραγματικά και φαίνεται πως έχει ένα κακό που τον χαρακτηρίζει, επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο ων αγαθών που πραγματικά αξίζει κι ότι μάλιστα δεν γνωρίζει τον εαυτό του και την αξία του· διότι, αλλιώς, θα αισθανόταν κλίση για όσα θα ήταν άξιος, αφού θα ήσαν αγαθά. Τέτοιοι άνθρωπο δεν δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανόητοι, αλλά μάλλον διστακτικοί. Οι ματαιόδοξοι όμως είναι ηλίθιοι και δεν γνωρίζουν τους εαυτούς τους και το αποδεικνύουν περίτρανα, γιατί ενώ δεν είναι άξιοι, επιχειρούν πράγματα άξια τιμής και έπειτα αποκαλύπτονται ανάξιοι. Καλλωπίζονται με επιδεικτικά ενδύματα και προσπαθούν με τη στάση τους κι άλλα παρόμοια να επιβληθούν Επιθυμούν να μαθαίνουν όλοι τα όσα καλά τους συμβαίνουν και μιλούν γι΄αυτά, επειδή νομίζουν ότι έτσι θα τιμηθούν. Η μικροψυχία είναι περισσότερο αντίθετη με τη μεγαλοψυχία απ΄όσο η ματαιοδοξία, διότι όχι μόνον αναπτύσσεται περισσότερο αλλ΄ είναι και χειρότερη. Επομένως η μεγαλοψυχία έχει να κάνει με τη μεγάλη τιμή [13]
Στον Όμηρο η λέξη αιδώς έχει δυο βασικές σημασίες, του σεβασμού [14][15] και της ντροπής.[16][17] Μετά τον Όμηρο ο όρος εξακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις να σημαίνει και τον σεβασμό (αιδώς θεών, γονέων κτλ.). Η λέξη αιδώς στην κλασική εποχή περιορίζεται όλο και περισσότερο στη σημασία «ντροπή» χωρίς όμως να χάσει εντελώς την έννοια του σεβασμού. Επομένως η αιδώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φόβο, τον σεβασμό και τη νέμεση.
«Σεβασμός και φόβος επιβάλλουν μια απόσταση, κι αυτό το θεωρούν μερικοί σαν ένα κοινό σημείο των δυο εννοιών. Η βασική διαφορά είναι ότι τον φυσικό φόβο τον προκαλεί η αίσθηση μιας απειλής, η παρουσία ενός κινδύνου, ενώ τον σεβασμό τον δημιουργεί η παρουσία μιας αξίας. Αν όμως παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα δούμε ότι η απόσταση έχει διαφορετικό νόημα και ουσία στον φόβο και διαφορετικό στον σεβασμό. Τον φόβο τον προκαλεί μια γνωστή ή άγνωστη δύναμη, που απειλεί να μας εκμηδενίσει ή τουλάχιστον να μας βλάψει. Αυτός που αισθάνεται ισχυρός θα προσπαθήσει να πολεμήσει και να εκμηδενίσει την απειλητική δύναμη· ο αδύναμος θα κοιτάξει να την αποφύγει[18]»
Κατά τον Αριστοτέλη υπάρχουν μεσότητες και στα συναισθήματα και σχετικά με τα συναισθήματα διότι για παράδειγμα επαινούμε την ντροπή ενώ δεν είναι αρετή, όπως επαινούμε και τον ντροπαλό. Και σε αυτές τις περιπτώσεις ό ένας ονομάζεται μέσος, ο άλλος υπερβολικός μιας και είναι σεμνότυφος και τα ντρέπεται όλα, κι αυτός που υπολείπεται ή δεν ντρέπεται τίποτα απολύτως αδιάντροπος κι ο μέσος ντροπαλός. Η νέμεση, τέλος, στέκεται στο μέσον μεταξύ φθόνου και της χαιρεκακίας και έχει σχέση με τη λύπη και την ηδονή που προέρχονται απ΄όσα συμβαίνουν στους άλλους ανθρώπους.[19]
Η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί, αλλά στον άλλον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τη δικαιοσύνη σε τρία είδη:
Στη διανεμητική δικαιοσύνη η διανομή γίνεται με γεωμετρική αναλογία, με βάση δηλαδή την αξία του προσώπου. Αντίθετα στη διορθωτική δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του ατόμου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους, ενώ η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δύο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, η διανεμητική οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της πολιτικής κοινωνία και είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς της, όταν αποδίδεται με ανάλογο μέτρο. Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης προχωρεί και στη διάκριση γενική-ειδική αδικία και δικαιοσύνη από τη νομική πραγματικότητα, όπως φαίνεται, της αθηναϊκής Πολιτείας. Τα αγαθά στα οποία αναφέρεται η ειδική δικαιοσύνη είναι εκείνα που γενικά εξασφαλίζουν την ευτυχία, τα υλικά αγαθά, όπως αξίωμα, περιουσία, ζωή ή σωματική ασφάλεια, αγαθά περιορισμένα ποσοτικά και επομένως επιδεκτικά κατανομής και για τον λόγο αυτό, αντικείμενα ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων. Η γενική δικαιοσύνη αντίθετα αναφέρεται στα αγαθά που υπάρχουν σε αφθονία, για την απόκτηση των οποίων δεν προκαλούνται διαμάχες, όπως η γνώση, η ενάρετη πράξη, η προσφορά υπηρεσιών, η τεκνοποίησα κλπ.[20] Η διαφορά μεταξύ γενικής και ειδικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται σε τέσσερα σημεία: φύση, πηγή, αιτιολογική βάση και αντικείμενο. Η γενική δικαιοσύνη ταυτίζεται με το νόμιμο, συμπίπτει με τη γενική αρετή, οφείλεται σε διάφορα ηθικά κίνητρα και περικλείει το ποινικό δίκαιο και τη ποινική δικονομία. Η ειδική δικαιοσύνη αναφέρεται στο ίσο, αποτελεί ιδιαίτερη αρετή, οφείλεται στη πλεονεξία και καλύπτει το ιδιωτικό (αστικό) δίκαιο και την πολιτική δικονομία. Σχετικά με το διανεμητικό δίκαιο πρέπει να εξετασθούν το υποκείμενο, το αντικείμενο και το κριτήριο αυτού του είδους της δικαιοσύνης. Υποκείμενο του διανεμητικού είναι ο πολίτης (οι κοινωνούντες της πολιτείας), εξαιρούνται επομένως, προκειμένου για την Αθηναϊκή Πολιτεία που έχει στο νου του ο Αριστοτέλης, εκτός από τους δούλους, τις γυναίκες και τα παιδιά, οι ξένοι, οι μέτοικοι και κάθε άλλος που δεν έχει δικαίωμα να λέγεται πολίτης ή που έχει εκπέσει απ΄αυτό το δικαίωμα. Τα αγαθά που υπάγονται στο διανεμητικό δίκαιο ανήκουν στο δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (εταιρείες, ενώσεις, σύλλογοι), είναι οικονομικά, πολιτικά (αξιώματα) ή γενικά κοινωνικά (τιμές, τίτλοι κλπ.)
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι. «Η ισότητα είναι δίκαιη, αλλά μόνο μεταξύ ίσων». Και οι ανώτερες τάξεις θα εξεγερθούν εξίσου εύκολα, αν επιβληθεί αφύσικη ισότητα, όσο και οι κατώτερες τάξεις, όταν η ανισότητα επενεργεί ως αφύσικη ακρότητα. Όταν η δημοκρατία διέπεται από τις κατώτερες τάξεις, οι πλούσιοι φορολογούνται για να προμηθεύσουν χρήματα στους πτωχούς. «Οι πτωχοί τα παίρνουν και τα ζητούν και πάλι και είναι σαν να χύνει κανείς νερό μέσα σε ένα κόσκινο». Και όμως ένας φρόνιμος συντηρητικός δεν αφήνει τον λαό να πεινά. «Ο αληθινός πατριώτης στη δημοκρατία πρέπει να φροντίζει με τέτοιο τρόπο ώστε η πλειοψηφία να μην είναι πτωχοί... πρέπει να φροντίζει να υπάρχει παντοτινή αφθονία. Και αυτό είναι επίσης προς όφελος των πλουσίων». Εκείνο που μπορεί να εξοικονομηθεί από το δημόσιο χρήμα να κατανέμεται μεταξύ των πτωχών, σε τέτοιες ποσότητες, ώστε να μπορεί ο καθένας από αυτούς να αγοράσει ένα μικρό αγρό. Επειδή όλοι είναι με τον ίδιο τρόπο ελεύθεροι,[21] θεωρούν πως είναι με τον ίδιο τρόπο ίσοι.[22] Η ισότητα είναι ισότητα προς την αξία του καθενός, όχι ισότητα μεταξύ στοιχείων με διάφορη αξία.[23]
Στη σύγκρουση δικαιοσύνης αδικίας, η επιείκεια λειτουργεί ως εφεδρεία που εξασφαλίζει την επικράτηση της δικαιοσύνης. Οι λόγοι που επιβάλλουν την ύπαρξη της επιείκειας είναι η ύπαρξη κενών στον νόμο εξαιτίας τόσο της σύγκρουσης φυσικού και θετικού δικαίου όσο και της αναπόφευκτης γενικότητας των νόμων καθώς και την ανάγκη γενικής βελτίωσης το δικαίου στο σύνολό του. Από άγνοια ή κακοβουλία συμβαίνει ορισμένος νόμος να συγκρούεται με το φυσικό δίκαιο-δικαιοσύνη. Το παράδειγμα της Αντιγόνης, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, είναι χαρακτηριστικό. Η λειτουργία της επιείκειας συνίσταται επομένως στο να διορθώνει το θετικό δίκαιο κάθε φορά που αυτό αποδεικνύεται ελαττωματικό (αντινομίες, αντιφάσεις, δικαιοσύνη, κενά). Όπως το διορθωτικό δίκαιο παρεμβαίνει στην συναλλακτική πρακτική με σκοπό να αποκαταστήσει, εκεί όπου έχει παραβιαστεί, την αναλογική ισότητα, έτσι και η επιείκεια παρεμβαίνει σ΄έναν άλλο χώρο, στο χώρο των κανόνων του θετικού δικαίου, των νόμων, για να πραγματοποιήσει τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, την εφαρμογή χωρίς εξαίρεση της αναλογικής ισότητας, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει διορθώνοντας το νόμο ή τον κανόνα δικαίου που βρίσκεται στην αφετηρία της παραβίασης της ισότητας αυτής σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση.[24]
Εκτός από τη γενική ιδέα ότι το δίκαιο έχει χαρακτήρα επιτακτικό, δίνει ο Αριστοτέλης και μια σημαντική πληροφορία σχετικά με τη «γλώσσα» του δικαίου, ότι δηλαδή διατυπώνεται καταφατικά σε προστακτική έγκλιση (ό,τι δέ μή κελεύει, απαγορεύει). Πρόκειται επομένως για επιτακτικό δίκαιο (jus cogens) κι όχι για επιτρεπτικό (jus dispositivum).[25] Στη σημερινή εποχή που οι κανόνες δικαίου δεν εκφράζονται προστακτικά, αμφισβητείται ο προστακτικός χαρακτήρας της «γλώσσας» του δικαίου, αδικαιολόγητα όμως, γιατί η απουσία της γραμματικής προστακτικής εξουδετερώνεται από την παρουσία της λειτουργικής προστακτικής, που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το σύγχρονο δίκαιο.
Οι νόμοι σ΄ένα σημαντικό ποσοστό, επιτάσσουν στους πολίτες να συμπεριφέρονται κατά ορισμένο τρόπο, να πράττουν ορισμένες πράξεις. Κανείς νόμος δεν επιτάσσει, για παράδειγμα την αυτοκτονία. Έπειτα και στις περιπτώσεις όπου ο νόμος απαγορεύει κάτι, αυτό προσδιορίζεται κατά τρόπον ώστε αποκλείεται να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο δράστης και θύμα, για παράδειγμα, μοιχείας ή κλοπής. Άλλωστε, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ενεργεί κανείς σε βάρος του εαυτού του και αντίθετα προς το νόμο, θεωρείται ότι αδικεί όχι τον εαυτόν του αλλά την πολιτεία. Εκεί τέλος, όπου φαίνεται να υπάρχει περίπτωση αυτοαδικίας, όπως στο δεσποτικόστ[›] ή οικονομικό δίκαιο, πρόκειται στην πραγματικότητα για πλασματική αυτοαδικία, γιατί οι σχέσεις που διέπονται από τα δίκαια αυτά προϋποθέτουν ύπαρξη δυο τουλάχιστον προσώπων, πλην όμως, το ένα απ΄αυτά υπάγεται ιεραρχικά στο άλλο. Όταν λοιπόν, ο δεσπότης αδικεί τον δούλο ή ο σύζυγος τη σύζυγο, φαίνεται να αδικεί τον ίδιο τον εαυτόν του, αφού ο δούλος και η σύζυγος αποτελούν συνέχεια, επέκταση του προσώπου, αντίστοιχα, του δεσπότη και του συζύγου.[26]
Η αδικία είναι ο νόμος της φύσης και η δικαιοσύνη το προϊόν ενός συμβολαίου ανάμεσα στους ανθρώπους. Η σύγκρουση φύσης - νόμου ήταν βασική ιδέα της σοφιστικής. Η αδικία, που αντιπροσωπεύει τα άκρα, ενώ η δικαιοσύνη αποτελεί κι αυτή ένα είδος μεσότητας, ως εφαρμογή του αδίκου έγκειται ακριβώς στη δυσανάλογη υπερβολή και έλλειψη του ωφέλιμου ή βλαβερού.[27]
Η διάκριση ανάμεσα σ΄εκούσιες κι ακούσιες πράξεις, όσο κι αν είναι στοιχειώδης ο νόμος δεν λογάριαζε τα διάφορα τα διάφορα ελαφρυντικά στοιχεία είναι πολύ σημαντική για την ιστορία του πολιτισμού, τη φιλοσοφία του δικαίου όσο και για την ηθική.ε[›]Πράξεις άξιες και ανάξιες μόνο στον άνθρωπο μπορεί να ανήκουν, γιατί μονάχα αυτός διαθέτει τη διάνοια και μπορεί ανάμεσα σε αυτήν και την επιθυμία με δική του πρωτοβουλία να αποφασίσει. Αλλά και αυτού όλες οι ενέργειες δεν είναι πράξεις, δεν είναι δηλαδή γεννήματα της πηγαίας του απόφασης. Η αρετή έχοντας να κάνει με συναισθήματα και πράξεις και επειδή τα εκούσια είναι αξιέπαινα ή κατακριτέα και τα ακούσια συγχωρητέα και κάποτε μας προκαλούν και οίκτο, είναι ίσως αναγκαίο, για τους μελετητές της αρετής, να ορίσουν το εκούσιο και το ακούσιο.[29] Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις, όπου δεν είναι δυνατός ο εξαναγκασμός και όπου ίσως είναι προτιμότερος ο θάνατος μετά από φρικτές δοκιμασίες. Τα αίτια που ανάγκασαν τον Αλκμαίωνα (χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη) να σκοτώσει τη μητέρα του φαίνονται γελοία.[30] Είναι δύσκολο σε μερικές περιπτώσεις να ξεχωρίσουμε, ποιο πρέπει να προτιμήσουμε από ποιο άλλο και τι να υπομένουμε αντί κάποιου άλλου, όμως ακόμη πιο δύσκολο είναι να εμμείνουμε στις αποφάσεις μας, διότι κατά κανόνα αυτό που μας περιμένει είναι οδυνηρό κι εκείνο που εξαναγκαζόμαστε να κάνουμε αισχρό. Γι΄αυτό τον λόγο έπαινοι και κατακρίσεις γίνονται ανάλογα με το αν εξαναγκάστηκε κάποιος ή όχι. Το λεγόμενο (το δέ λέγειν) [κατά τον Πλάτωνα η κακία είναι κάτι ακούσιο ή αποτέλεσμα ελλειπούς γνώσης] κανείς δεν είναι χωρίς τη θέλησή του ευτυχισμένος, φαίνεται ότι είναι το πρώτο ψευδές και το δεύτερο αληθές. Πραγματικά, κανείς δεν είναι χωρίς τη θέλησή του ευτυχισμένος, η κακία όμως προέρχεται από τη θέλησή μας. Διαφορετικά θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τα όσα είπαμε προηγουμένως και να πούμε τώρα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε αρχή, ούτε αιτία των πράξεων του,όπως ακριβώς είναι ο γεννήτορας σε σχέση με παιδιά του.[31]
Όσα όμως πράττονται από φόβο μήπως αλλιώς γίνουν μεγαλύτερα κακά ή χάριν κάποιου καλού σκοπού, όπως, για παράδειγμα, αν ένας τύραννος προστάζει κάποιον να πράξει να πράξει κάτι άσχημο, επειδή είναι κύριος της ζωής των γονιών του και των παιδιών του, κι αν σώζονται, αν όχι θα πεθάνουν. Γι αυτές τις πράξεις υπάρχει αμφιβολία, αν είναι ακούσιες ή εκούσιες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν ρίχνεται στη θάλασσα το φορτίο πλοίου σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής. Διότι κανένας δεν πετά εκούσια την περιουσία του, πλην όμως αυτό το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι νουνεχείς άνθρωποι όταν πρόκειται να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή του πληρώματος. Οι πράξεις αυτού του είδους είναι μεικτές, μοιάζουν όμως περισσότερο με τις εκούσιες. Διότι την ώρα που γίνονται, αποτελούν έκφραση ελεύθερης επιλογής (προαίρεση). Η προαίρεση διαφέρει από το εκούσιο της πράξης. Υπάρχουν πράξεις που μπορεί να είναι εκούσιες, δεν είναι όμως αποτέλεσμα προαίρεσης, δηλαδή ελεύθερης επιλογής μετά από σκέψη και απόφαση.[32][33]
Οι πράξεις από άγνοια είναι όλες γενικά μη εκούσιες, ακούσιες όμως είναι όταν προκαλούν λύπη και μεταμέλεια. Για εκείνον που πράττει οτιδήποτε από άγνοια και δεν αισθάνεται καμιά δυσαρέσκεια όταν ενεργεί, δεν μπορούμε να πούμε ότι έπραξε εκούσια μια πράξη για την οποία δεν είχε γνώση, ούτε πάλι ότι την έπραξε ακούσια, αν βέβαια δεν στενοχωρείται γι΄ αυτήν. Για τις πράξεις λοιπόν από άγνοια, εκείνος που αισθάνεται μεταμέλεια, φαίνεται ότι ενεργεί ακούσια.[34] Ακούσιο δεν σημαίνει να αγνοεί αυτός που πράττει τα συμφέροντά του, γιατί η επιλογή από άγνοια δεν είναι αιτία του ακούσιου αλλά της κακίας, ούτε η άγνοια του όλου πράγματος γι΄αυτή κατακρίνονται οι άνθρωποι, αλλά η άγνοια των επί μέρους πραγμάτων, εν τω μέσω των οποίων συντελείται η πράξη και στα οποία αυτή αναφέρεται· διότι σε σχέση με αυτά ακριβώς νοείται συγγνώμη και συμπάθεια, επειδή όποιος αγνοεί κάτι γι΄αυτά πράττει ακούσια.[35]
Αλλά και μέσα στις εκούσιες πράξεις πρέπει να γίνει κάποια διάκριση, ειδικά για τις πράξεις που πηγάζουν από την προαίρεση εκείνου που πράττει. Όλες οι πράξεις με προαίρεση είναι εκούσιες, αλλά το αντίθετο δεν συμβαίνει «... το δέ εκούσιον ου παν προαιρετέον».[36] Και τα παιδιά και τα ζώα ακόμη κάνουν εκούσιες πράξεις, αλλά τους λείπει ο διαλογισμός, το «βουλευτόν», που είναι η ουσία της προαίρεσης. Ο διαλογισμός όμως αυτός στρέφεται μόνο προς εκείνο το οποίο είναι πρακτικά ανέφικτος. Γι΄αυτό η προαίρεση αφορά κυρίως την εκλογή των μέσων, όχι του σκοπού, που έχει ορισθεί από την τελική πρόθεση της θέλησης. Η προαίρεση, σαν έργο διαλογισμού, είναι έργο του νου που κάνει τη βούληση πραγματοποιήσιμη. Η λογικότητά της περιορίζεται στο να ορίσει τα πρόσφορα μέσα ενός δοσμένου ήδη σκοπού. Δεν μπορεί να υπάρχει προαίρεση εκεί όπου ο σκοπός είναι απραγματοποίητος, εκεί όπου ανάμεσα στη βούληση και το σκοπό δεν υπάρχει μια λογική συνέχεια. Ο νους, όταν στρέφεται στον προσδιορισμό του μέσου, γίνεται φρόνηση.
Θεωρώντας το πολιτικό δίκαιο στην ολότητά του ο Αριστοτέλης το διατέμνει κατά τρεις κατευθύνσεις. Κατ΄αρχήν το χωρίζει σε φυσικό και νομικό δίκαιο. 1134 κ.ε.. Η έννοια του φυσικού δικαίου στον Αριστοτέλη είναι ιδιότυπη, γιατί με τη ρήση ότι το φυσικό δίκαιο είναι το«πανταχού την αυτήν έχον δύναμιν» Το νομικό (θετικό) δίκαιο είναι κατά τον Αριστοτέλη, έργο της ελεύθερης πρωτοβουλίας του ανθρώπου και μπορεί να νομιστεί ότι το φυσικό δίκαιο είναι ένα σύνολο από αμετάβλητους κανόνες, που από τη φύση των πραγμάτων παντού και πάντοτε επιβάλλονται ως δίκαιο. Εν τούτοις ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι αυτό είναι πλάνη, διότι και οι κανόνες του φυσικού δικαίου είναι μεταβλητοί. Ο λόγος της ισχύος του φυσικού δικαίου είναι μια ηθική και λογική αναγκαιότητα, ενώ ο λόγος της ισχύος του νομικού δικαίου είναι «κατά συνθήκην». Ειδικότερα ξεχωρίζει από το φυσικό δίκαιο τριπλά: Ενώ εκείνου η εγκυρότητα θεμελιώνεται στην ελεύθερη βούληση του νομοθέτη, αυτή του φυσικού δικαίου θεμελιώνεται σ΄ ένα είδος ηθικής και λογικής επιταγής· ενώ το φυσικό δίκαιο βρίσκει γενική εφαρμογή, αυτό έχει χρονικά και τοπικά περιορισμένη ισχύ. Και τρίτον ενώ αυτό είναι είτε γραπτό είτε άγραφο, το φυσικό δίκαιο είναι πάντοτε άγραφο. Η έννοια επομένως του θετικού δικαίου, κατά τον Αριστοτέλη, παρουσιάζει την ευρύτητα που του αναγνωρίζεται και σήμερα, περιλαμβάνει δηλαδή, όλους τους γραπτούς και άγραφους κανόνες δικαίου εν ισχύει που δεν αποτελούν φυσικό δίκαιο. Παραμένει παρ΄όλα αυτά ανοικτό το θέμα της σύγκρουσης, σε μια δεδομένη πολιτική κοινωνία, θετικού και φυσικού δικαίου. Το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται να απασχόλησε τον Αριστοτέλη.
Καθαρή ενέργεια και καθαρή μορφή δεν είναι τίποτε άλλο από τη νόηση. Όλα τα άλλα δεν έχουν την απόλυτη καθαρότητα· είναι και ύλη, είναι και δύναμη.·είναι και γένεση. Η νόηση είναι το απόλυτα άυλο, το νοητό. Κάθε πρακτική και ποιητική λειτουργία, κάθε πράξη, αναφέρεται σε κάποιον σκοπό, που είναι πέρα από αυτήν. Γι αυτό η μόνη λειτουργία που αρμόζει στο πρώτο κινούν, στο θεό, είναι η καθαρή νόηση.[37] Γι΄ αυτό, ούτε φιλία δεν μπορεί να έχουν οι θεοί.[38] Ο θεός είναι νόησις νοήσεως. Ο θεός ως νους νοεί τον εαυτό του « αὑτὸν ἄρα νοεῖ, εἴπερ ἐστὶ τὸ κράτιστον».[39]
Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η περί νομίσματος αντίληψη του Αριστοτέλη Το νόμισμα δεν είναι φυσικό προϊόν αλλά ανθρώπινη επινόηση την οποία υπαγόρευσε η ανάγκη τού να καταστούν τα διάφορα αγαθά συγκρίσιμα μεταξύ τους, προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής εκεί που υπάρχει ζήτηση τους. Το νόμισμα ως όργανο ικανοποίησης της ζήτησης είναι η βάση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Με την αγοραστική δύναμη που εξασφαλίζει καθίσταται σημαντική εγγύηση για τις συναλλαγές. Αν η αξία του υπόκειται σε διακυμάνσεις η τάση αυτή είναι αναμφίβολα να καταστεί σταθερό.[40]
«ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδὲν δεῖται, ὅτι ἔσται ἂν δεηθῇ, τὸ νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἐσθ' ἡμῖν: δεῖ γὰρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν. πάσχει μὲν οὖν καὶ τοῦτο τὸ αὐτό: οὐ γὰρ ἀεὶ ἴσον δύναται: ὅμως δὲ βούλεται μένειν μᾶλλον. διὸ δεῖ πάντα τετιμῆσθαι».[41]
Δοκιμάζεται πάντως κι αυτό από την αστάθεια (δεν έχει δηλαδή πάντοτε την ίδια αξία τείνει όμως στην μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα. Πρέπει τα πάντα άρα να διατιμηθούν, γιατί έτσι μόνο θα εξασφαλιστούν οι συναλλαγές και συνεπώς η κοινωνία,, το νόμισμα, δηλαδή, σαν άλλο μέτρο που κάνει σύμμετρα τα ασύμμετρα κάνει τα άνισα ίσα· γιατί χωρίς συναλλαγές δεν νοείται κοινωνία, ούτε συναλλαγές χωρίς ισότητα, αλλά ούτε και ισότητα χωρίς συμμετρία Στην πραγματικότητα βέβαια δυσμεγέθη πράγματα δεν γίνονται σύμμετρα, στην ανάγκη καθίσταται αυτό αρκετά πιθανό. Πρέπει τότε να υπάρχει ένα κάποιο μέτρο, συμβατικά καθοριζόμενο (διό νόμισμα καλείται),[42] γιατί αυτό είναι που κάνει σύμμετρα τα πάντα, αφού κάθε τι μετριέται σε νόμισμα.
^ α: Κατά τον Αριστοτέλη μεσότητα είναι το σωστό μέτρο που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ακρότητες, από τις οποίες η μια είναι έλλειψη και η άλλη υπερβολή. Για παράδειγμα, η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στη δειλία και στο θράσος, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία και στη ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στην τσιγκουνιά και στη σπατάλη.
^ β: Η μέθοδος, η πορεία και τα μέσα πρόσβασης στο αντικείμενο κάθε έρευνας, προσδιορίζονται γενικώς από το θεματικό περιεχόμενο κάθε αντικειμένου. Προκειμένου επομένως για την ηθική και τις αξίες η σχετική αποδεικτική συλλογιστική δεν διακρίνεται για την επιστημονική της αυστηρότητα ούτε τα συμπεράσματά της έχουν το καθολικό κύρος και την σχεδόν απόλυτη εγκυρότητα που έχουν τα συμπεράσματα των θετικών, ιδίως, επιστημών.
^ γ: Οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν δέκα ζεύγη αρχών: ίσο και άνισο, πεπερασμένο και άπειρο, ακινησία και κίνηση, αρσενικό και θηλυκό, μονάδα και πλήθος, περιττό και άρτιο, δεξί κι αριστερό, ευθύ και καμπύλο, φως και σκοτάδι, αγαθό και κακό.
^ δ: Πρόκειται για ένα Σωκρατικό παράδοξο που ο Πλάτων κάνει συχνές αναφορές, περισσότερο όμως στον «Ιππίας ελάσσων».[43] Ο λόγος όμως για τον οποίο ο εκών αμαρτάνων είναι αιρετώτερος είναι γιατί αυτός έχει δύναμη, ενώ ο άκων αμαρτάνων δεν έχει. Ο φρόνιμος έχει καλή προαίρεση και γι΄αυτό δεν μπορεί να κάνει κακό εν γνώσει του.
^ ε: Το γένος αρχικά δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σ΄εκούσιες και ακούσιες πράξεις. Έπρεπε να εκδικηθεί έτσι κι αλλιώς για το χυμένο αίμα που είχε εξασθενίσει τη δύναμή του. Εφόσον όμως τα ήθη μαλάκωναν και βρέθηκαν τρόποι ν΄ αναπληρωθεί η απώλεια, δεν αποκλείονταν ο συμβιβασμός, που απέτρεπε τη εξασθένηση της κοινότητας με τους αλλεπάλληλους φόνους από αντεκδίκηση.[44] Έτσι το γένος, σε περίπτωση κυρίως ακούσιου φόνου είχε τη δυνατότητα να δεχτεί μια χρηματική αποζημίωση.[45]
^ στ: Διαφέρουν από το πολιτικό δίκαιο οι άλλες υποδεέστερες μορφές δικαίου, οι οποίες συνυπάρχουν μαζί του στο σύστημα της πόλης (δεσποτικό, πατρικό και οικο-νομικό δηλαδή οικιακό) δίκαιο. Το κριτήριο της διαφοράς στα δυο πρώτα δίκαια βρίσκεται στο γεγονός ότι τα δίκαια αυτά δεν είναι δυνατό να παραβιάζονται από την πλευρά του δεσπότη ή του πατέρα διότι ο δούλος και τα παιδιά αποτελούν πλασματική επέκταση αντίστοιχα, του δεσπότη και του πατέρα· κανείς όμως δεν μπορεί να αδικεί τον εαυτόν του. To Οικονομικό δίκαιο με την παραπάνω έννοια το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις των συζύγων πλησιάζει περισσότερο προς το Πολιτικό δίακαι χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτό. Είναι κι αυτό δίκαιο μεταξύ ανίσων, άνδρα και γυναίκας.