Το σύστημα Electronic Stability Programme ή επίσης Electronic Stability Control (ηλεκτρονικό πρόγραμμα ευστάθειας ή αντίστοιχα ηλεκτρονικός έλεγχος ευστάθειας), γνωστό συνήθως ως ESP, είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα ενεργητικής ασφάλειας των σύγχρονων αυτοκινήτων, που βελτιώνει την ευστάθειά τους κατά την οδήγηση.
Οι πρώτες μελέτες για την ανάπτυξη ενός συστήματος πλήρους ελέγχου της ευστάθειας των αυτοκινήτων ξεκίνησαν το 1987 από την Mercedes-Benz και η μαζικής παραγωγής εφαρμογή του διαμορφώθηκε εν έτει 1992, σε συνεργασία με την Bosch. Συνολικά, πάνω από 40 μηχανικοί από την Mercedes-Benz και την Bosch εργάστηκαν εντατικά στο συγκεκριμένο πρότζεκτ. Τελικά προσφέρθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1995 στην Mercedes-Benz S-Class W140 με την ονομασία Elektronisches Stabilitäts programm (ESP).[1] Κατά τους πρώτους μήνες, το ESP υπήρχε μόνο στα S600, σεντάν και κουπέ, ως στάνταρ. Τον Σεπτέμβριο του 1995, το ESP έγινε πλέον διαθέσιμο σε όλες τις εκδόσεις και τους κυβισμούς των sedan και coupé, ως προαιρετικό έξτρα. Με την εισαγωγή της διαδόχου Mercedes S-Class W220 το 1998, έγινε για πρώτη φορά στάνταρ σε όλες τις εκδόσεις μοντέλου της Mercedes-Benz.
Σχεδόν αμέσως μετά, και για την ακρίβεια στα τέλη του 1995, η BMW, κατόπιν συνεργασίας με τις Bosch και ITT Automotive εισήγαγε το δικό της πρόγραμμα ενεργής ευστάθειας, με ονομασία DSC, Dynamic Stability Control στην BMW Σειρά 7 Ε38, ενώ και η Toyota εισήγαγε το δικής της εξέλιξης Vehicle Stability Control στο πολυτελές σεντάνToyota Crown Majesta.
Παράλληλα, ο όμιλος της General Motors εξέλιξε ένα αντίστοιχο δικό της σύστημα, σε συνεργασία με την εταιρεία Delphi Corporation και στα μέσα του 1996 (έναρξη της σεζόν του 1997) το εισήγαγε υπό το όνομα «StabiliTrak», στα κορυφαία μοντέλα της Cadillac. Έγινε έτσι η πρώτη αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία που προσέφερε κάτι τέτοιο. Από το 1999, άρχισε να διαδίδεται και στις άλλες εταιρείες του ομίλου και έως το 2007 έγινε στάνταρ σε όλα τα SUV και πολυμορφικά βαν της General Motors που πωλούνται στις ΗΠΑ και στον Καναδά, εκτός (για λίγα έτη ακόμα) από ορισμένες εκδόσεις για εταιρικές πωλήσεις. Αν και τα περισσότερα μοντέλα στον όμιλο της General Motors για την αμερικανική αγορά χρησιμοποιούν το όνομα «StabiliTrak», στις αγορές των άλλων ηπείρων η GM χρησιμοποιεί την ονομασία «Electronic Stability Control», με μοναδική εξαίρεση το SUVSaab 9-7X (παραγωγή: 2004 - 2008), στο οποίο αναφερόταν επίσημα ως «StabiliTrak». Το 2000, και η Ford εισήγαγε τη δική της εκδοχή του συστήματος, υπό το όνομα AdvanceTrac.
Γενικότερα, αμέσως μετά την αλλαγή της χιλιετίας το ΕSΡ εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες και πρακτικώς μέχρι το 2010 είχε γίνει πλέον ιδιαίτερα σπάνιο να βρεθεί μοντέλο στην αγορά μοντέλο χωρίς αυτό, έστω και προαιρετικά. Κατά κανόνα, όταν ήταν έξτρα, προσφερόταν ως τμήμα ενός ακριβότερου επιπέδου εξοπλισμού ή ενός εξοπλιστικού πακέτου, μαζί με άλλα στοιχεία εξοπλισμού. Αντιθέτως, ήταν εξαιρετικά σπάνιο να υπήρχε ως ξεχωριστή προαιρετική επιλογή - αν πάντως συνέβαινε αυτό, το έξτρα κόστος συνήθως ήταν μόλις 250 δολάρια ΗΠΑ.
Τελικώς, έγινε υποχρεωτικό σε όλα τα καινούρια αυτοκίνητα στις ΗΠΑ ξεκινώντας από την έναρξη της σεζόν (model year) του 2012, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ελήφθη στις 10ης Μαρτίου 2009, όλα τα νέα μοντέλα αυτοκινήτων και φορτηγών που ταξινομούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε υποχρεωτικό να φέρουν στάνταρ ESP από την 1η Νοεμβρίου 2011. Μια μεταβατική περίοδος για τις ταξινομήσεις τύπων οχημάτων που είχαν ήδη κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή αγορά ακόμα νωρίτερα ίσχυε έως τα τέλη Οκτωβρίου του 2014, αλλά έγινε υποχρεωτικό και σε αυτά από την 1η Νοεμβρίου 2014.
Το σύστημα ESP αποτελεί μετεξέλιξη των συστημάτων ABS και traction control system και περιλαμβάνει τα ίδια εξαρτήματα με τα δύο αυτά συστήματα* και, επιπλέον, έναν μεγάλο αριθμό αισθητήρων που έχουν την ικανότητα να «προβλέπουν» πιθανή απώλεια ελέγχου του οχήματος. Οι επιπρόσθετοι αυτοί αισθητήρες είναι οι εξής:
Αισθητήρας γωνίας στροφής τιμονιού,
Αισθητήρας γωνίας στροφής του οχήματος. Τα στοιχεία συγκρίνονται με αυτά του προηγούμενου αισθητήρα, ώστε να ανιχνευτεί τυχόν απόκλιση μεταξύ της επιθυμητής από τον οδηγό πορείας και της πραγματικής πορείας του αυτοκινήτου,
Όλοι οι παραπάνω αισθητήρες ελέγχονται πλήρως από μία Κεντρική Ηλεκτρονική Μονάδα, η οποία διαρκώς επεξεργάζεται τις πληροφορίες που λαμβάνει και τις συγκρίνει με τις εντολές του οδηγού 25 φορές το δευτερόλεπτο. Με βάση τον συνδυασμό όλων αυτών των πληροφοριών, μπορεί να αντιληφθεί εγκαίρως αν υπάρχει απόκλιση μεταξύ των εντολών του οδηγού και της πορείας του οχήματος. Αν διαπιστώσει κίνδυνο εκτροπής από την επιθυμητή πορεία, τότε:
ενεργοποιεί το φρένο του κατάλληλου τροχού ή τροχών και τον / τους φρενάρει (στην πρωταρχική του μορφή - σε κάποια παλαιότερα μοντέλα, η μορφή αυτή αναφερόταν ως Σύστημα Ευστάθειας στις Στροφές / Cornering Stability Control / CSC, σε αντιδιαστολή με το πλήρες ESP και είχε υπό έλεγχο το σύστημα πέδησης κατά την οδήγηση σε στροφές),
στα νεότερα μοντέλα, των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί ακόμα και να μειώσει προσωρινά την ισχύ του κινητήρα, ώστε να σταθεροποιήσει το αυτοκίνητο και να βοηθήσει τον οδηγό να το επαναφέρει στην επιθυμητή πορεία του.
(*): Για τον λόγο αυτό, όλα τα μοντέλα που φέρουν ESP, φέρουν πάντα και ABS και traction control system στον εξοπλισμό τους.
Συνήθως οι κατασκευαστές αυτοκινήτων και ιδιαίτερα οι όμιλοι κατασκευαστών, χρησιμοποιούν διαφορετικές ονομασίες για το σύστημα αυτό. Ακολουθεί ένας πλήρης κατάλογος όλων των πιθανών ονομάτων, ανάλογα με την εταιρεία ή και τον όμιλο:
Fiat: Electronic Stability Program (ESP) και Vehicle Dynamic Control (VDC)
Ford: AdvanceTrac με Roll Stability Control (RSC) και Interactive Vehicle Dynamics (IVD) και Electronic Stability Program (ESP). Ειδικά στην Αυστραλία: Dynamic Stability Control (DSC)
Robert Bosch GmbH (Hrsg.): Autoelektrik Autoelektronik. 6. vollständig überarbeitete und erweiterte Auflage. Vieweg+Teubner Verlag, Wiesbaden 2011, ISBN 978-3834812742.
Karl-Heinz Dietsche, Thomas Jäger, Robert Bosch GmbH: Kraftfahrtechnisches Taschenbuch. 25. Auflage, Friedr. Vieweg & Sohn Verlag, Wiesbaden, 2003, ISBN 3-528-23876-3.