Η Ηραία[1] υπήρξε σημαντική πόλη-κράτος και συγκοινωνιακός κόμβος της αρχαίας Αρκαδίας που ήκμασε, κατά περιόδους, από τον 7ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ. Λόγω του κυρίαρχου ρόλου της, έχει δώσει το όνομά της σε μεγάλη γεωγραφική περιοχή τής Γορτυνίας, στην οποία ανήκει.
Η πόλη της Ηραίας ήταν κτισμένη στη Δυτική Πελοπόννησο, στην νότια όχθη του Αλφειού ποταμού, σε κοντινή απόσταση και απέναντι της Αρχαίας Ολυμπίας, περίπου 40 στάδια από την αρχαία Αλίφειρα και 200 στάδια από τη Μεγαλόπολη. Συνόρευε με την Αλίφειρα, τις Μελαινές και την Γόρτυνα στα ανατολικά, την Θέλπουσα στα βόρεια και την Ήλιδα (μετά τον ποταμό Ερύμανθο) στα δυτικά. Υπήρξε σημαντικός οδικός σταθμός προς την Αρχαία Ολυμπία και προς τη Μεγαλόπολη, ενώ συνδεόταν με άλλα μεγάλα θρησκευτικά και πολιτικά κέντρα της Πελοποννήσου, όπως το Λύκαιον Όρος και το Άργος, δια της Ε' Μυκηναϊκής Οδού.
Σήμερα, τα ερείπια της αρχαίας πόλης, πλην ολίγων ευρημάτων που έχουν προκύψει από μεμονωμένες ανασκαφές του 20ού αιώνα, παραμένουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Άγιος Ιωάννης[2], στον τέως Δήμο Ηραίας του Νομού Αρκαδίας, ο οποίος αποτελεί πλέον τμήμα του Δήμου Γορτυνίας του ιδίου νομού.
Τα ίχνη της ευρύτερης περιοχής της Ηραίας χάνονται στα βάθη της προϊστορίας, μέχρι τουλάχιστον την Εποχή του Χαλκού (2.000 - 1.000 π.Χ.). Η «Ἡραιᾶτις χώρα» ήταν μια από τις δεκατρείς περιοχές της Αρκαδίας που υπήρχαν κατά την εποχή του Παυσανία (και ήσαν οι: Ἡραιᾶτις, Θελπουσία, Καφυᾶτις, Κλειτορία, Κυναιθία, Μαντινική, Μεγαλοπολίτις, Μενεᾶτις, Ὀρχομενία, Στυμφαλία, Τεγεᾶτις, Φιγαλική, Ψωφίς). Αναφορές σε αυτήν κάνουν, μεταξύ άλλων, ο Ξενοφών, ο Πολύβιος, ο Στράβων και ο Παυσανίας. Οικιστής της ομώνυμης αρχαίας πόλης θεωρείτο ο Ηραιεύς[3], γιος του πρώτου βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα και εγγονός του μυθικού Πελασγού. Στην πόλη υπήρχαν δύο ιερά του Διονύσου, ένα του Διονύσου Πολίτη και άλλο του Διονύσου Αυξίτη. Υπήρχε, επίσης, επίσης ιερό του Πανός και αξιόλογος ναός της Ήρας, ο οποίος καταστράφηκε πριν τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όπως περιγράφει ο Παυσανίας κατά την επίσκεψή του.[3]
Ως πόλη-κράτος, η Ηραία ήταν μέλος (και για μεγάλο χρονικό διάστημα, κέντρο) της Αρκαδικής Ομοσπονδίας (γνωστής ως Κοινό των Αρκάδων), της οποίας μάλιστα αποτελούσε και νομισματοκοπείο[4]. Μετά τη διάλυση της Ομοσπονδίας (6ος αι. π.Χ.) συμμάχησε επί μακρόν με τη Σπάρτη. Με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) νίκησε σε σημαντικές μάχες τους Μαντινείς και τους Αργείους το 418 π.Χ., καθώς και τους Ηλείους το 417 π.Χ. Όπως ο αρκαδικός Ορχομενός, δεν συμμετείχε στην ίδρυση της Μεγαλόπολης το 370 π.Χ. - αντιθέτως μάλιστα ενίσχυσε τους Σπαρτιάτες στην επίθεση εναντίον της. Όταν, όμως, οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην Σπάρτη, οι υπόλοιποι Αρκάδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την Ηραία το 369 π.Χ.[5][6][7]. Η πόλη φαίνεται πως επανέκαμψε μερικώς τις επόμενες δεκαετίες, εντασσόμενη το 240 π.Χ. στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, για να γνωρίσει σταδιακά την φθορά και την εγκατάλειψη μετά την οριστική επικράτηση των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο (146 π.Χ.).
Η Ηραία βρισκόταν ήδη σε μακρά παρακμή την εποχή που πέρασε από εκεί ο Παυσανίας, πάνω από 3 αιώνες αργότερα (περί το 160-170 μ.Χ.). Πραγματοποιεί, πάντως, κοπή νομισμάτων και στα ρωμαϊκά χρόνια[4], περίοδο στην οποία επίσης αναφέρεται ως τόπος με ωραίες επαύλεις ευπόρων πολιτών παρά τον Αλφειό, εισέρχεται κατόπιν στη χριστιανική εποχή με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (εξ ου πιθανώς και το όνομα του παρακείμενου οικισμού), ενώ συνεχίζει να κατοικείται στα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια, έως σήμερα - με έντονη μάλιστα δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή, κατά την Επανάσταση του 1821.
Η γεωγραφική εγγύτητα της Ηραίας με την Αρχαία Ολυμπία, της έδωσε την ευκαιρία να λειτουργεί επί αιώνες ως σταθμός αθλητών που ταξίδευαν για να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, από την πόλη διερχόταν η αμαξιτή οδός Μεγαλόπολης - Ολυμπίας. Η ίδια η Ηραία, μεταξύ 520 π.Χ. και 312 π.Χ., ανέδειξε τουλάχιστον 7 Ολυμπιονίκες[8]: