Η Θάλασσα των Βροχών (λατινική και διεθνής επιστημονική ονομασία Mare Imbrium) είναι μία τεράστια σεληνιακή θάλασσα, δηλαδή μία απέραντη πεδιάδα, που καλύπτει σημαντικό μέρος του βόρειου ημισφαιρίου στην ορατή από τη Γη πλευρά της Σελήνης. Δημιουργήθηκε όταν ένας γιγάντιος κρατήρας (από τους μεγαλύτερους σε ολόκληρο το Ηλιακό Σύστημα) από πρόσκρουση αστεροειδούς στη Σελήνη πλημμύρισε από λάβα, η οποία στη συνέχεια στερεοποιήθηκε. Οι εκτιμήσεις για την ηλικία της κυμαίνονται από 3 ως 4,5 δισεκατομμύρια έτη.[1] Η Θάλασσα των Βροχών δεν είναι τόσο επίπεδη όσο ήταν αρχικώς, επειδή μεταγενέστερα γεγονότα μετέβαλαν την επιφάνειά της. Οι σεληνογραφικές συντεταγμένες του κέντρου της είναι πλάτος 32,8° Βόρειο και μήκος 15,6° Δυτικό.
Η δημιουργία της Θάλασσας των Βροχών έδωσε το όνομα της θάλασσας σε δύο γεωλογικές εποχές της ιστορίας της Σελήνης: την Κατώτερη ή Πρώιμη Ίμβριο εποχή (πριν τη δημιουργία της) και την Ύστερη Ίμβριο εποχή (μετά τη δημιουργία της).
Με μέση διάμετρο 1.146 χιλιόμετρα,[2] η Θάλασσα των Βροχών είναι η δεύτερη σε διαστάσεις σεληνιακή θάλασσα, καθώς μόνο ο Ωκεανός των Καταιγίδων είναι μεγαλύτερος. Αποτελεί επίσης παράδειγμα mascon, περιοχής δηλαδή με ελαφρώς αυξημένη βαρύτητα σε σχέση με τη μέση βαρύτητα στα πλάτη αυτά της σεληνιακής επιφάνειας.
Η λεκάνη της θάλασσας περιβάλλεται από τρεις ομόκεντρους δακτυλίους οροσειρών, που σχηματίσθηκαν από την ανύψωση του εδάφους που προκάλεσε η πρόσκρουση του αστεροειδούς. Ο εξωτερικός δακτύλιος έχει διάμετρο 1.300 χιλιόμετρα και υποδιαιρείται με τη σειρά του σε αρκετές διαφορετικές οροσειρές: τα Καρπάθια προς τα νότια, τα Σεληνιακά Απέννινα προς τα νοτιοανατολικά και τα Όρη του Καυκάσου προς τα ανατολικά. Τα όρη των δακτυλίων δεν είναι τόσο μεγάλα προς τα βόρεια και τα δυτικά. Ο μεσαίος δακτύλιος οροσειρών σχηματίζει τις Άλπεις και τις ορεινές περιοχές κοντά στους κρατήρες Αρχιμήδη και Πλάτωνα. Ο εσωτερικός δακτύλιος, με διάμετρο περί τα 600 χιλιόμετρα, βρίσκεται θαμμένος κατά το μεγαλύτερο μέρος του κάτω από τους βασάλτες της θάλασσας, αφήνοντας μόνο χαμηλούς λόφους να εξέχουν, σχηματίζοντας ένα προσεγγιστικά κυκλικό σχήμα.
Ο εξωτερικός δακτύλιος οροσειρών υψώνεται περί τα 7 χιλιόμετρα πάνω από το επίπεδο της επιφάνειας της Θάλασσας των Βροχών. Η λάβα της θάλασσας πιστεύεται ότι εκτείνεται σε βάθος περίπου 5 χιλιομέτρων, δίνοντας στη λεκάνη ένα ύψος τοιχώματος 12 χιλιομέτρων πάνω από τον πυθμένα.
Η λεκάνη της Θάλασσας των Βροχών περιβάλλεται από μία περιοχή στρωμένη με εκτιναχθέντα συντρίμματα από την πρόσκρουση, που εκτείνεται σχεδόν 800 χιλιόμετρα προς τα έξω. Η λεκάνη περιβάλλεται επίσης από ένα σύστημα ακτινικών αυλακώσεων, γνωστό και ως «Γλυπτό των Βροχών» («Imbrium Sculpture»), που έχει εξηγηθεί ως τα ίχνη μεγάλων συντριμμάτων που εκτινάχθηκαν από τη σύγκρουση σχεδόν εφαπτομενικά προς τη σεληνιακή επιφάνεια, «οργώνοντάς» την έτσι κατ' αυτό τον τρόπο. Επιπλέον, ένα σύνολο ρηγμάτων σε όλη τη σεληνιακή επιφάνεια, που έχουν διευθύνσεις τόσο ακτινικά όσο και ομόκεντρα προς τη Θάλασσα των Βροχών, πιστεύεται ότι σχηματίσθηκαν από τη σύγκρουση που δημιούργησε τη Θάλασσα: το γεγονός αυτό κυριολεκτικά έσπασε ολόκληρη τη λιθόσφαιρα της Σελήνης. Στην περιοχή της επιφάνειας της Σελήνης που βρίσκεται στους αντίποδες της Θάλασσας των Βροχών υπάρχει μία έκταση χαοτικής τοπογραφίας, περίπου στον κρατήρα Βαν ντε Γκράαφ, που πιστεύεται ότι σχηματίσθηκε όταν τα σεισμικά κύματα από την πρόσκρουση εστιάσθηκαν εκεί αφού διαδόθηκαν μέσα από τον όγκο της Σελήνης.
Η Θάλασσα των Βροχών, όπως και οι περισσότερες θάλασσες της Σελήνης, ονομάσθηκε έτσι από τον Τζιοβάνι Ριτσιόλι, του οποίου το σύστημα ονοματοδοσίας (1651) επεκράτησε[3].
Το αρχαιότερο γνωστό όνομα για τη θάλασσα είναι πιθανώς το «Ιερόν της Εκάτης»: Ο Πλούταρχος καταγράφει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν αυτό το όνομα στο μεγαλύτερο από τα «βαθουλώματα» της Σελήνης, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος όπου βασανίζονταν οι ψυχές των νεκρών. Ο Ewen A. Whitaker υποστηρίζει ότι πρόκειται πιθανότατα για τη Θάλασσα των Βροχών, «τη μεγαλύτερη ομαλού σχήματος σκοτεινή περιοχή που δεν διασπάται από φωτεινές κηλίδες» που μπορεί να παρατηρηθεί με γυμνό μάτι από τη Γη.[4]
Περί το 1600 ο Γουίλιαμ Γκίλμπερτ σχεδίασε ένα χάρτη της Σελήνης όπου αποκαλεί τη Θάλασσα των Βροχών Regio Magna Orientalis, δηλαδή «Μεγάλη Ανατολική Περιοχή». Ο χάρτης του Λάνγκρενου το 1645 την ονόμασε Mare Austriacum («Αυστριακή Θάλασσα»).[5]
Η Θάλασσα των Βροχών είναι εύκολα ορατή με γυμνό μάτι από την επιφάνεια της Γης. Στο «πρόσωπο» που νομίζουν πολλοί άνθρωποι ότι βλέπουν στη Σελήνη, η θάλασσα αυτή αντιστοιχεί στο δεξί του μάτι.[6].
Στις 17 Νοέμβρη 1970, στις 05.47 ώρα Ελλάδας, το σοβιετικό μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο Λούνα 17 προσεδαφίσθηκε ομαλά στη Θάλασσα των Βροχών, σε πλάτος 38,28° Β και μήκος 35,00° Δ. Το Λούνα 17 μετέφερε το Λουνοχόντ 1, το πρώτο όχημα που αναπτύχθηκε ποτέ στην επιφάνεια της Σελήνης. Το τηλεκατευθυνόμενο αυτό «αυτοκινητάκι» άρχισε μία αποστολή που διάρκεσε αρκετούς μήνες.
Στις 30 Ιουλίου 1971 (31 Ιουλίου, 00.16 ώρα Ελλάδας) η επανδρωμένη αποστολή Απόλλων 15 προσσεληνώθηκε στο νοτιοανατολικό μέρος της Θάλασσας των Βροχών, κοντά στα Σεληνιακά Απέννινα. Ο αρχηγός της αποστολής Ντέιβιντ Σκοτ και ο κυβερνήτης της σεληνακάτου Τζέιμς Ίρβίν πέρασαν τρεις γήινες ημέρες στη σεληνιακή επιφάνεια, από τις οποίες 18½ ώρες έξω από το σκάφος. Το πλήρωμα εξερεύνησε την τοποθεσία χρησιμοποιώντας το πρώτο επανδρωμένο σεληνιακό όχημα και επέστρεψε στη Γη με 77 χιλιόγραμμα υλικού από τη σεληνιακή επιφάνεια. Χωρίς την άδεια της NASA, οι αστροναύτες άφησαν το λεγόμενο «Μνημείο του πεσόντος αστροναύτη», που αποτελεί φόρο τιμής στους αστροναύτες (Αμερικανούς και Ρώσους) που είχαν σκοτωθεί μέχρι τότε για την εξερεύνηση του διαστήματος (κανένας από αυτούς δεν σκοτώθηκε στη Σελήνη).
Στις 17 Μαρτίου 2013 ένας μετεωροειδής με τις διαστάσεις ενός μικρού βράχου χτύπησε την επιφάνεια της Θάλασσας των Βροχών και εξερράγη με μία λάμψη φαινόμενου μεγέθους +4.[7] Ο κρατήρας που θα άφησε θα μπορούσε να έχει μία διάμετρο 20 μέτρων. Αυτό ήταν το φωτεινότερο τέτοιο γεγονός που καταγράφηκε από τότε που η NASA άρχισε να παρακολουθεί τις πτώσεις μετεωροειδών στη Σελήνη, το 2005.
Το μη επανδρωμένο κινεζικό σκάφος Chang'e 3 προσεδαφίσθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2013 στη Θάλασσα των Βροχών, περίπου 40 χιλιόμετρα νότια από τον κρατήρα Λαπλάς F,[8][9] σε συντεταγμένες 44,1260°Β 19,5014°Δ.[9][10][11] Το σκάφος ελευθέρωσε το όχημα Yutu.[12] Η αποστολή θα επιχειρήσει τις πρώτες απευθείας μετρήσεις της δομής και του βάθους του σεληνιακού εδάφους μέχρι τα 30 μέτρα κάτω από την επιφάνεια.